Αρχική Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξειςΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣΤΗΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ – ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Άρθρο 3 Σύναψη γάμου από πρόσωπα του ιδίου φύλου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 1350 Αστικού ΚώδικαΣχόλιο του χρήστη Christofis Accounting Services Hellas | 28 Ιανουαρίου 2024, 21:06




φύλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φῦλον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; Προφορά ΔΦΑ : /ˈfi.lo/τυπογραφικός συλλαβισμός : φύ‐λο ομόηχα: φύλλο, φίλο Ουσιαστικό φύλο ουδέτερο το καθένα από τα δύο γένη (ανδρικό - γυναικείο) στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα, ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα. (κατ' ευφημισμό) τα γεννητικά όργανα σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή και αυτόνομη κοινωνικοπολιτική συγκρότηση· φυλή