• Σχόλιο του χρήστη 'Ioannis Pappas' | 10 Ιουλίου 2025, 07:15

    Η συνεχής και αδιάλειπτη παρουσία του σχολικού νοσηλευτή εντός του σχολικού χώρου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ασφάλεια και τη φροντίδα των μαθητών. Η εναλλαγή του μεταξύ σχολείων, ακόμη κι αν αυτά βρίσκονται σε μικρή απόσταση (π.χ. εντός 500 μέτρων), δημιουργεί επικίνδυνα κενά στην άμεση ανταπόκριση σε επείγοντα περιστατικά, όπως αλλεργικά σοκ, επιληπτικές κρίσεις ή τραυματισμούς. Τα λεπτά που χάνονται μέχρι την άφιξη του νοσηλευτή μπορεί να αποβούν κρίσιμα, ειδικά για ευάλωτους μαθητές με χρόνιες παθήσεις ή ειδικές ανάγκες. Ενώ θα έπρεπε πλέον κάθε σχολείο να διαθέτει τον δικό του μόνιμο σχολικό νοσηλευτή, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες της εκπαιδευτικής κοινότητας και τα διεθνή πρότυπα σχολικής υγείας, παρατηρείται μια ανησυχητική υποχώρηση, με πρόχειρες λύσεις που παραπέμπουν σε περασμένες δεκαετίες. Είναι απαράδεκτο, στον 21ο αιώνα, να υιοθετούνται πρακτικές που θυμίζουν άλλες εποχές, όταν η έννοια της πρόληψης και της ισότιμης φροντίδας για κάθε παιδί δεν είχε ακόμα εδραιωθεί. Αντί να προχωράμε μπροστά, επενδύοντας σε ένα σύγχρονο, ασφαλές και υποστηρικτικό σχολικό περιβάλλον, επιλέγεται μια τακτική "περιοδεύοντος νοσηλευτή", που ακυρώνει στην πράξη τη θεσμική του παρουσία. Πρόκειται για μια πολιτική που δεν εξυπηρετεί την παιδαγωγική και υγειονομική πρόοδο, αλλά αντίθετα ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα των μαθητών και γεννά εύλογα ερωτήματα για την προτεραιότητα που δίνεται –ή δεν δίνεται– στη σχολική υγεία. Σας μιλάω από προσωπική εμπειρία, καθώς τη φετινή σχολική χρονιά κλήθηκα να καλύψω τρία διαφορετικά σχολεία. Το μόνο που διαπίστωσα ήταν ότι δεν υπήρχε το ίδιο πνεύμα εμπιστοσύνης και σταθερής σχέσης με τα παιδιά, όπως τις προηγούμενες χρονιές που εργαζόμουν σε μία σχολική μονάδα. Βρέθηκα να αντιμετωπίζω επιληπτική κρίση σε ένα σχολείο και την ίδια στιγμή να με καλούν από άλλο για περιστατικό σοβαρής αλλεργίας, χωρίς να γνωρίζω πού να παρέμβω πρώτα. Ύστερα από πέντε χρόνια υπηρεσίας ως σχολικός νοσηλευτής, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτή ήταν η δυσκολότερη χρονιά. Παρότι εργάστηκα πολύ περισσότερο, με αυξημένο άγχος και σωματική καταπόνηση, ένιωθα διαρκώς ότι δεν μπορούσα να ασκήσω σωστά τα καθήκοντά μου — όχι λόγω έλλειψης διάθεσης ή επαγγελματισμού, αλλά επειδή οι συνθήκες απλώς δεν το επέτρεπαν.