Αρχική Σύσταση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή του Αγίου και Θεοβάδιστου όρους Σινά στην Ελλάδα»ΜΕΡΟΣ Ε΄ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ (άρθρα 114-152)Σχόλιο του χρήστη Σακελλαρίου Ευριπίδης | 14 Ιουλίου 2025, 16:28
Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (UNCRPD), την οποία έχει κυρώσει και η Ελλάδα, είναι αναγκαία η ένταξη των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η Σύμβαση ορίζει ότι «τα κράτη μέρη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες στην εκπαίδευση» και υποχρεούνται να εξασφαλίζουν ένα συμπεριληπτικό εκπαιδευτικό σύστημα σε όλα τα επίπεδα, χωρίς διακρίσεις και με ίσες ευκαιρίες για όλους. Η έννοια της συμπερίληψης στην ειδική αγωγή σημαίνει ότι όλοι οι μαθητές, ανεξαρτήτως δυσκολιών, αναπηριών ή άλλων ιδιαιτεροτήτων, έχουν δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής στη γενική εκπαίδευση. Ωστόσο, το ισχύον νομοσχέδιο δεν διασφαλίζει την έννοια της «ισότιμης συμμετοχής», καθώς διατηρεί περιορισμούς («κόφτες») που αφορούν την ύπαρξη οργανικής θέσης εκπαιδευτικού φυσικών επιστημών (ΠΕ04) σε Τμήματα Ένταξης. Συγκεκριμένα, η απαίτηση να φοιτούν τουλάχιστον 300 μαθητές για να προβλέπεται τέτοια θέση μειώθηκε στους 250 μαθητές, ωστόσο εξακολουθεί να αποκλείει μεγάλο αριθμό σχολείων —ιδίως στην επαρχία— από την ύπαρξη ειδικευμένου καθηγητή στις φυσικές επιστήμες. Σύμφωνα με τα στατιστικά, μόνο περίπου το 20% των σχολείων διαθέτει πάνω από 250 μαθητές, ποσοστό που αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω λόγω της δημογραφικής συρρίκνωσης. Έτσι, εκατοντάδες μαθητές στερούνται την αναγκαία υποστήριξη σε βασικά γνωστικά αντικείμενα όπως η Φυσική, η Χημεία και η Βιολογία, μόνο και μόνο επειδή φοιτούν σε μικρότερα σχολεία. Αυτό εγείρει εύλογα ερωτήματα για την ισότητα και τις ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Πόσα παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε επιστήμονες, αν είχαν την κατάλληλη στήριξη; Τα παραδείγματα διεθνώς είναι πολυάριθμα. Επιπλέον, ο υπάρχων περιορισμός δημιουργεί παράλογες καταστάσεις: Ένα Τμήμα Ένταξης σε σχολείο με πάνω από 250 μαθητές και 15 μαθητές με γνωμάτευση υποστηρίζεται από ΠΕ04. Αντίθετα, ένα άλλο σχολείο με 200 μαθητές αλλά περισσότερους από 15 μαθητές με ανάγκη υποστήριξης, δεν έχει ανάλογη θέση ΠΕ04 και οι μαθητές αυτοί δεν λαμβάνουν την απαραίτητη εκπαιδευτική βοήθεια. Προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Τι σχέση έχει ο συνολικός αριθμός μαθητών ενός σχολείου με τις ανάγκες των παιδιών του Τμήματος Ένταξης; Το επιχείρημα ότι δεν «βγαίνει» το ωράριο για τον καθηγητή φυσικών επιστημών δεν ευσταθεί. Για παράδειγμα, σε ένα γυμνάσιο με 3 τμήματα ανά τάξη και 25 μαθητές ανά τμήμα (σύνολο 225 μαθητές), εάν σε κάθε τμήμα φοιτούν 1–2 μαθητές με ανάγκη υποστήριξης, προκύπτουν περίπου 39 ώρες ενισχυτικής διδασκαλίας. Αυτό υπερβαίνει κατά πολύ το πλήρες ωράριο ενός καθηγητή (23 ώρες εβδομαδιαίως). Ακόμα και σε μικρότερα σχολεία, θα μπορούσε να δοθεί λύση με κοινή τοποθέτηση ενός ΠΕ04 σε δύο κοντινά σχολεία, όπως ισχύει και για τους καθηγητές της γενικής εκπαίδευσης, όπου «κενό» προβλέπεται από τις 12 ώρες και άνω. Έτσι, περισσότεροι μαθητές θα είχαν πρόσβαση στη στήριξη που δικαιούνται στις φυσικές επιστήμες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι φυσικές επιστήμες (Φυσική, Χημεία, Βιολογία, Γεωγραφία) αποτελούν βασικό πυλώνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας παγκοσμίως, και το ίδιο το ελληνικό κράτος τις αναγνωρίζει ως θεμελιώδεις, επιλέγοντας τις ως ένα από τα τρία εξεταζόμενα πεδία στο πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ, μαζί με τα Μαθηματικά και την Κατανόηση Κειμένου. Επομένως, παρατηρείται μια ξεκάθαρη αντίφαση: από τη μια, το κράτος αναγνωρίζει τη σημασία των φυσικών επιστημών, και από την άλλη, δεν παρέχει τη στήριξη που χρειάζονται οι μαθητές με ειδικές ανάγκες στα συγκεκριμένα μαθήματα. Ο αποκλεισμός τους λόγω «κόφτη» ούτε την ισότητα, ούτε την ισονομία εξυπηρετεί. Κάθε μαθητής πρέπει να λαμβάνει την υποστήριξη που έχει ανάγκη, ανάλογα με τις δυνατότητές του.