• Σχόλιο του χρήστη 'Π.Ε.Κ.Α.Δ.Ε.' | 20 Ιουλίου 2025, 23:07

    Η Πανελλήνια Ένωση Καθηγητών Αγγλικής Δημόσιας Εκπαίδευσης χαιρετίζει καταρχάς την πρόθεση του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού να αναγνωρίσει και να επιβραβεύσει τις καινοτόμες δράσεις των εκπαιδευτικών, προσφέροντας όχι μόνο ηθική αλλά και οικονομική επιβράβευση. Ωστόσο, εκφράζουμε την έντονη ανησυχία μας και τη διαφωνία μας ως προς την αποκλειστική εφαρμογή αυτών των κινήτρων στα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 117 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου. Θεωρούμε ότι ένα τέτοιο μέτρο δημιουργεί διακρίσεις και έρχεται σε αντίθεση με το όραμα για μια ενιαία και ποιοτική δημόσια εκπαίδευση και θα εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους η οικονομική επιβράβευση πρέπει να αφορά όλους τους εκπαιδευτικούς. 1. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι σε όλα τα δημόσια σχολεία της χώρας υπηρετούν εκπαιδευτικοί με αυξημένα προσόντα (μεταπτυχιακά, διδακτορικά) και, κυρίως, με όρεξη για δημιουργία και καινοτομία. Το αξιόλογο έργο που παράγεται καθημερινά σε χιλιάδες τάξεις αποδεικνύεται και μέσα από τις διαδικασίες της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων, όπου το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) λαμβάνει πληθώρα καλών πρακτικών από σχολεία κάθε είδους. Δεν είναι δίκαιο και δεν συνάδει με την πραγματικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης να διαφοροποιούνται οι οικονομικές απολαβές ενός εκπαιδευτικού που υπηρετεί σε ένα Πρότυπο ή Πειραματικό Σχολείο από αυτές ενός συναδέλφου του σε ένα άλλο δημόσιο σχολείο, όταν και οι δύο παράγουν εξίσου αξιόλογο και καινοτόμο έργο. 2. Ο πρωταρχικός στόχος της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η συνολική αναβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο να παρέχονται ίδια κίνητρα σε όλους τους εκπαιδευτικούς, ανεξαρτήτως του σχολείου όπου υπηρετούν, ώστε να συνεχίσουν να εργάζονται με ζήλο προς όφελος των μαθητών τους. Είναι αλήθεια ότι πολλοί εκπαιδευτικοί προσφέρουν σημαντικό έργο χωρίς να προσδοκούν υλική ανταμοιβή. Ωστόσο, η θέσπιση οικονομικών κινήτρων αποκλειστικά για μια κατηγορία σχολείων ενέχει τον κίνδυνο της απογοήτευσης και της αποθάρρυνσης για τους εκπαιδευτικούς που δεν υπάγονται σε αυτά, ειδικά αν το έργο που επιτελούν είναι ισάξιο ή και ανώτερο. Επιπλέον, ένας εκπαιδευτικός που υπηρετεί με απόσπαση σε ένα Πρότυπο ή Πειραματικό Σχολείο μπορεί να αμείβεται για τη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού κατά τη διάρκεια της απόσπασής του, αλλά να στερείται αυτής της δυνατότητας την επόμενη χρονιά, επιστρέφοντας στο οργανικό του σχολείο, ακόμα κι αν συνεχίσει να παράγει καινοτόμο έργο. 3. Το ίδιο το σχέδιο νόμου αναφέρει ως στόχο τη διάχυση των καλών πρακτικών. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ όλων των σχολείων. Γνωρίζουμε πληθώρα περιπτώσεων όπου εξαιρετικές πρακτικές έχουν αναπτυχθεί μέσα από τη σύμπραξη Πρότυπων/Πειραματικών σχολείων με σχολεία που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία (π.χ. κοινοί όμιλοι). Θεωρούμε άδικο να αμείβεται μόνο ο ένας εκ των δύο εκπαιδευτικών που εργάστηκαν ισότιμα για την παραγωγή του ίδιου έργου. Επιπλέον, για να ενθαρρυνθούν ακόμη περισσότερες συνεργασίες και να διασφαλιστεί η ισότητα, πιστεύουμε ότι ο ίδιος ο νόμος που διέπει τους ομίλους θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί, ώστε να ισχύουν ίδιοι όροι (π.χ. αριθμός μαθητών στον όμιλο) σε όλα τα σχολεία. Η μη αναγνώριση και επιβράβευση του έργου που παράγεται εκτός των Πρότυπων/Πειραματικών σχολείων ενδέχεται να αποθαρρύνει τέτοιες συνεργασίες, αντί να τις ενισχύει. Για τους λόγους αυτούς πιστεύουμε ότι η δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος "πολλών ταχυτήτων", όπου η οικονομική επιβράβευση και η αναγνώριση διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τύπο του σχολείου, δεν παρέχει ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης σε όλους τους μαθητές και δεν συνάδει με το συνολικό όραμα για την ουσιαστική αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Αντιθέτως, μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση των ανισοτήτων. Για τους παραπάνω λόγους, προτείνουμε την αναθεώρηση του Άρθρου 117 του σχεδίου νόμου, ώστε τα προβλεπόμενα οικονομικά κίνητρα για την ανάπτυξη καινοτόμων δράσεων και την εφαρμογή καλών πρακτικών να επεκταθούν σε όλους τους εκπαιδευτικούς της δημόσιας εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από τον τύπο του σχολείου που υπηρετούν. Ένας μηχανισμός αξιολόγησης και επιβράβευσης των καλών πρακτικών θα μπορούσε να αναπτυχθεί μέσω του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), διασφαλίζοντας τη διαφάνεια και την αξιοκρατία. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η ισότιμη αναγνώριση και επιβράβευση του έργου όλων των εκπαιδευτικών θα ενισχύσει το κίνητρο, θα προάγει τη συνεργασία και τελικά θα συμβάλει ουσιαστικά στην αναβάθμιση του συνόλου της δημόσιας εκπαίδευσης προς όφελος όλων των μαθητών μας.