• Άρθρο 8 Σχετικά με τις προτεινόμενες παρ. 2 και 3 του άρθρου 104, επισημαίνεται ότι η λήψη μέτρων, ακόμη και σε επείγουσες περιπτώσεις, από ένα μόνο πρόσωπο είναι επικίνδυνη, γιατί δεν υφίσταται δικλείδα ασφαλείας για τον υπάλληλο και δεν μπορεί να αποκλεισθούν περιπτώσεις αυθαίρετης άσκησης εξουσίας, εκβιαστικής ή εκδικητικής συμπεριφοράς εκ μέρους του προσώπου. Ορθότερο θα ήταν η απόφαση αυτή να ανήκει σε συλλογικό όργανο. Περαιτέρω και ως προς την προστιθέμενη παρ. 6, «οι περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος» που συνιστούν αόριστη νομική έννοια υπόκεινται στην κρίση ενός επίσης αορίστως οριζόμενου αρμοδίου οργάνου (πρόκειται για τον «πειθαρχικώς πρϊστάμενο» - μονοπρόσωπο όργανο ή κάποιο άλλο όργανο;) για τη διερεύνηση γενικώς και αορίστως πειθαρχικού παραπτώματος. Σκόπιμο είναι η διάταξη να τροποποιηθεί ώστε να είναι σαφές ποιο είναι το αρμόδιο όργανο, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι μονοπρόσωπο και να υπάρξει περιπτωσιολογία παραπτωμάτων για τα οποία να επιβάλλεται τέτοιο μέτρο (π.χ. ποινικά αδικήματα ή παραπτώματα που επισύρουν οριστική παύση). Άρθρο 10 Διαφωνούμε με τον χαρακτηρισμό ως πειθαρχικού παραπτώματος της μη συμμετοχής στη διαδικασία αξιολόγησης (Άρθρο 107, παρ. 1 περ. (ιθα)). Στη περίπτωση που, παρά ταύτα, χαρακτηριστεί ως παράπτωμα, προτείνεται η προσθήκη της λέξης «αδικαιολόγητη» πριν από τη λέξη «άρνηση» για λόγους ομοιομορφίας με την περίπτωση (ιθ), αλλά και για να καλυφθούν περιπτώσεις μη αξιολόγησης λόγω συμμόρφωσης με άλλες υποχρεώσεις/δικαιώματα (π.χ. κώδικας περί δικηγόρων). Άρθρο 12 Δεν θα έπρεπε να εντάσσονται στα παραπτώματα του άρθρου 109, παρ. 1Α που επισύρουν οριστική παύση, καθώς δεν έχουν την ίδια βαρύτητα και απαξία με τις λοιπές απαριθμούμενες περιπτώσεις, τα παραπτώματα που αναφέρονται στις παρ. (ζ), (ι) [ειδικώς ως προς τις δύο αυτές περιπτώσεις, κυρίως επειδή εμπεριέχουν αόριστες νομικές έννοιες με όλους τους κινδύνους που ενέχει αυτό], (ιβ) και (ιγ). Κρινόμενη με βάση την αρχή της αναλογικότητας, η ποινή της οριστικής παύσης (απόλυσης) για τη μη συμμετοχή στην αξιολόγηση είναι υπερβολικά αυστηρή. Ομοίως, για τους ίδιους κατά τα άνω λόγους η κατώτερη ποινή για την ως άνω περίπτωση θα πρέπει να είναι εκείνη της έγγραφης επίπληξης. Άρθρο 13 Στην παρ. 2 σκόπιμο είναι να προβλέπεται ρητά ότι η εν λόγω έκθεση δεν τίθεται στο μητρώο του υπαλλήλου και ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δυσμενή κρίση αυτού. Η τελευταία αυτή περίπτωση προβλέπεται στο ισχύον καθεστώς, αλλά διαγράφεται με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο. Προτείνεται συνεπώς στο τέλος της παραγράφου να τεθούν οι ακόλουθες φράσεις: «Η εν λόγω έκθεση δεν τίθεται στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δυσμενή κρίση του υπαλλήλου». Άρθρο 18 Διαφωνούμε με τον ορισμό στις Ανεξάρτητες Αρχές ως πειθαρχικώς προϊσταμένου ενός μόνο προσώπου, του επικεφαλής εν προκειμένω των αρχών, καθώς η λήψη πειθαρχικών μέτρων, ακόμη και σε επείγουσες περιπτώσεις, από ένα μόνο πρόσωπο είναι επικίνδυνη, γιατί δεν υφίσταται δικλείδα ασφαλείας για τον υπάλληλο και δεν μπορεί να αποκλεισθούν περιπτώσεις αυθαίρετης άσκησης εξουσίας, εκβιαστικής ή εκδικητικής συμπεριφοράς εκ μέρους του προσώπου. Ορθότερο θα ήταν η απόφαση αυτή να ανήκει σε συλλογικό όργανο. Άρθρο 20 1. Ο επικαλούμενος στην αιτιολογική έκθεση λόγος καθυστέρησης ουδόλως συντρέχει για τις Ανεξάρτητες Αρχές, συνταγματικά κατοχυρωμένες και μη, καθώς, σύμφωνα με τη σχετική κείμενη νομοθεσία (βλ. άρθρο 4, παρ. 3 Ν.3051/2002 για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες Αρχές και επιμέρους νομοθεσία κάθε Αρχής), δεν συμμετέχουν δικαστές στα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια των Αρχών, αλλά Μέλη των Διοικήσεών τους και στελέχη του Νομικού Συμβουλίου Κράτους καθώς και αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων και δεν παρατηρούνται καθυστερήσεις. Προτείνεται η νομοθέτηση της εξακολούθησης της εφαρμογής των ειδικών διατάξεων που διέπουν τα Πειθαρχικά Συμβούλια των Ανεξάρτητων Αρχών. Σε κάθε περίπτωση, εάν αυτό δεν γίνει αποδεκτό, επισημαίνεται ότι η ανεξαρτησία των Αρχών, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό και προαπαιτούμενο για τη λειτουργία τους, επιβάλει τη σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου των Ανεξάρτητων Αρχών που δεν θα υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών. Το Συμβούλιο αυτό θα είναι αρμόδιο για όλες τις Ανεξάρτητες Αρχές, συνταγματικά κατοχυρωμένες και μη, και η συγκρότησή του πρέπει να πραγματοποιείται με Απόφαση των Αρχών. Σημειώνεται ότι η σύσταση ξεχωριστού οργάνου για τις Ανεξάρτητες Αρχές έχει ακολουθηθεί και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις (βλ. π.χ. Επιτροπή Κινήτρων και Ανταμοιβής των Ανεξάρτητων Αρχών, άρθρο 37, παρ. 4 του Ν.5149/2024). 2. Λόγοι δημοκρατίας, δικαιοσύνης και διαφάνειας επιβάλουν να συμπεριλαμβάνονται στη σύνθεση των Πειθαρχικών Συμβουλίων οι αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων της Υπηρεσίας από την οποία προέρχεται ο εκάστοτε διωκόμενος υπάλληλος, όπως αναλύεται και στα σχόλια μας επί του άρθρου 1. 3. Διαφωνούμε με την κατάργηση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου και την εξέταση του συνόλου των υποθέσεων σε πρώτο και τελικό βαθμό. Λόγοι δημοκρατίας και δικαιοσύνης επιβάλλουν ο διωκόμενος υπάλληλος να έχει το δικαίωμα της προσφυγής στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο και να μην αποτελεί μονόδρομο για αυτόν η προσφυγή στα αρμόδια δικαστήρια, που είναι και χρονοβόρα και δαπανηρή. Άρθρο 34 Η νέα διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 133 ως προς την απολογία του διωκόμενου υπαλλήλου δεν είναι τόσο σαφής όσο η ισχύουσα, οπότε σκόπιμο θα ήταν να τροποποιηθεί η εν λόγω φράση και η προτελευταία περίοδος της παραγράφου να καταλήγει ως ακολούθως: «…με πράξη του καλεί τον διωκόμενο σε απολογία, εκτός εάν προτείνεται η απαλλαγή του, οπότε δεν απαιτείται απολογία». Άρθρο 35 Η τροποποίηση της προθεσμίας απολογίας εφόσον ζητηθεί παράταση αυτής είναι επί τα χείρω και σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα σύντομη και δεν θα δώσει αντικειμενικά την πραγματική δυνατότητα στον απολογούμενο να ετοιμάσει ορθά την απολογία του. Προτείνεται η επαναφορά της προγενέστερης πρόβλεψης ως προς την εν λόγω προθεσμία, άλλως η πρόβλεψη περί τουλάχιστον διπλάσιας προθεσμίας από την αρχικώς προβλεπόμενη. Άρθρο 39 Στα κωλύματα των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου πρέπει να συμπεριληφθεί και η ανάληψη ως στελεχών του ΝΣΚ υποθέσεων που αφορούν σε αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Δηλαδή, είναι αναγκαίο να θεσμοθετηθεί ότι είναι ασυμβίβαστο τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου να αναλαμβάνουν, οποτεδήποτε, υποθέσεις ενώπιον των Δικαστηρίων που αφορούν σε προσφυγές κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν από το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά τον χρόνο που ήταν μέλη του. Άρθρο 42 Διαφωνούμε με την απαγόρευση υποβολής ένστασης κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το δικαίωμα της ένστασης του διωκόμενου υπαλλήλου ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι επιβεβλημένο να θεσμοθετηθεί για λόγους δημοκρατίας και δικαιοσύνης. Η παροχή μόνο της δυνατότητας της προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια δεν επαρκεί καθώς αποτελεί χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία.