• Σχόλιο του χρήστη 'Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων' | 21 Ιουλίου 2025, 08:50

    Άρθρο 8: Υπό την ισχύουσα πρόβλεψη του ΥΚ (άρθρο 104 παρ. 2), το διοικητικό, έκτακτο (και συντηρητικό) μέτρο της αναστολής άσκησης καθηκόντων, σε κατεπείγουσες περιπτώσεις δημοσίου συμφέροντος, με απόφαση του ανώτατου μονοπρόσωπου οργάνου διοίκησης και πριν γνωμοδοτήσει το πειθαρχικό συμβούλιο, έχει ως ανώτατο χρονικό όριο τις τριάντα (30) ημέρες. Εάν το πειθαρχικό συμβούλιο δεν έχει παράσχει γνώμη μέσα στην προθεσμία αυτή, το μέτρο αίρεται αυτοδικαίως. Σε ένα ν/σ του οποίου σκοπός είναι -υποτίθεται- η επιτάχυνση της πειθαρχικής διαδικασίας και η βελτίωση των όρων αποτελεσματικής λειτουργίας των συλλογικών πειθαρχικών οργάνων, η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 8, επιμηκύνει την ως άνω προθεσμία στους δύο (2) μήνες. Η επιλογή της παράτασης ενός -εκ φύσεως έκτακτου και κατεπείγοντος- μέτρου και της επιβράδυνσης ενεργοποίησης των εγγυήσεων που παρέχει η παροχή γνώμης από ένα συλλογικό πειθαρχικό όργανο με όρους λειτουργικής ανεξαρτησίας, αν δεν αποτυπώνει την επιλογή ενίσχυσης της ανέλεγκτης εξουσίας του μονοπρόσωπου οργάνου, συνιστά πάντως παραδοχή ότι οι προτεινόμενες με το ν/σ αλλαγές της πειθαρχικής διαδικασίας και της σύνθεσης των συλλογικών πειθαρχικών οργάνων, κάθε άλλο παρά εγγυώνται την επιτάχυνση απόδοσης πειθαρχικής δικαιοσύνης. Άρθρο 10 – Άρθρο 12 - Άρθρο 61 [Αξιολόγηση] Με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 10, τυποποιείται, μεταξύ άλλων, (ως περίπτωση ιθα’ της παρ. 1 του άρθρου 107 ΥΚ) το πειθαρχικό παράπτωμα της «άρνησης υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος». Με προτεινόμενη διάταξη στο άρθρο 12, περιλαμβάνεται πλέον (στη νέα παρ. 1Α του άρθρου 109 ΥΚ, ως περίπτ. ιγ’) μεταξύ των πειθαρχικών παραπτωμάτων που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης «η για δύο (2) συνεχόμενες αξιολογικές περιόδους άρνησης υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος». Παράλληλα, με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 61 του ν/σ, θεσπίζεται ως «ιδιώνυμο» πειθαρχικό παράπτωμα «Η άρνηση ή η παράλειψη υπαλλήλου να συμμετάσχει, να διευκολύνει ή να προβεί σε ενέργεια που αφορά στον προγραμματισμό, την αξιολόγηση, τη στοχοθεσία, τις μετρήσεις, τις επιμορφώσεις ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία που προβλέπεται από τον παρόντα σχετικά με την απόδοση, την αποτελεσματικότητα ή την ποιότητα των υπηρεσιών του Δημοσίου». Από το γεγονός ότι α) ήδη στο άρθρο 107 παρ. 1 περίπτ. ιθ’ τυποποιείται ως πειθαρχικό παράπτωμα «η αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ή η σύνταξη έκθεσης με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων», β) σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ήδη πειθαρχικό παράπτωμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 107 παρ. 1 περίπτ. β’ «κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες» και, κυρίως, γ) ότι, ως προς την νέα περίπτ. ιγ’ της παρ. 1Α του άρθρου 109 ΥΚ (όπως προστίθεται με το άρθρο 12 του ν/σ) προβλέπεται η έσχατη ποινή της οριστικής παύσης, ενώ και ως προς την περίπτωση του άρθρου 61, με την ίδια την προτεινόμενη ρύθμιση τίθεται συγκεκριμένο πλαίσιο ποινής, όχι κατώτερης του προστίμου ίσου με τις αποδοχές δύο μηνών, σε περίπτωση δε «υποτροπής», επίσης της ποινής της οριστικής παύσης (δηλαδή της έσχατης πειθαρχικής ποινής, η οποία επιβάλλεται στα πειθαρχικά παραπτώματα με την μεγαλύτερη δυνατή απαξία), καθίσταται σαφές ότι σκοπός των εν λόγω προτεινόμενων ρυθμίσεων δεν είναι η αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου και η αντιστοίχισή του με τις πραγματικές ανάγκες της δημόσιας διοίκησης, αλλά η εξυπηρέτηση ενός γενικότερου πολιτικού – ιδεολογικού αφηγήματος, περί «αξιολόγησης στο Δημόσιο» ως πανάκειας για κάθε πρόβλημα της δημόσιας Διοίκησης και περί επιβολής κυρώσεων σε υπαλλήλους που αντιτίθενται, δήθεν, γενικώς σε κάθε έννοια αξιολόγησης. Στην πραγματικότητα, όμως, ενόψει των ανωτέρω, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επιχειρείται η καταστολή κάθε θεσμικά κατοχυρωμένης εκδήλωσης της αντίθεσης δημοσίων υπαλλήλων, όχι βέβαια στην αξιολόγηση εν γένει, αλλά σε συγκεκριμένα συστήματα αξιολόγησης (όπως λχ το σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών της δημόσιας εκπαίδευσης), που επιβλήθηκαν νομοθετικά χωρίς κανέναν προηγούμενο διάλογο με τους θεσμικούς φορείς εκπροσώπησης των δημοσίων υπαλλήλων και που κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν την πραγματική βελτίωση του δυναμικού και των υπηρεσιών της Διοίκησης, αλλά προάγουν συγκεκριμένες κομματικές και αγοραίες αντιλήψεις περί δημόσιας διοίκησης. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, όμως, καθίστανται έτι περαιτέρω προβληματικές και θα εγείρουν και επιπλέον ζητήματα συνταγματικότητας, στο βαθμό που θα χρησιμοποιηθούν (όπως διαφαίνεται ήδη από την διατύπωσή τους) και ως εργαλεία καταστολής, απέναντι στην άσκηση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως αυτό απεργιακών κινητοποιήσεων που κηρύσσονται νόμιμα, με την μορφή της αποχής από συγκεκριμένες πράξεις σχετιζόμενες με την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συστημάτων αξιολόγησης, η νομιμότητα των οποίων έχει αναγνωριστεί με σειρά δικαστικών αποφάσεων (όλως ενδ. βλ. ΔΕφΑθ 559/2020). Άρθρο 12: Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 12 του ν/σ, προβλέπονται νέες πειθαρχικές ποινές και επιδιώκεται η περαιτέρω αυστηροποίηση του υπάρχοντος πλαισίου πειθαρχικών ποινών. Ενώ από καμία επιστημονική μελέτη δεν επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι η αυστηροποίηση των ποινών συντελεί, άνευ ετέρου, στη μείωση της παραβατικότητας, επιχειρείται ήδη η μεταφορά και στο πειθαρχικό δίκαιο του -κρατούντος, στη χώρα, κατά τα τελευταία χρόνια- δόγματος του ποινικού λαϊκισμού. Υπό την αυθαίρετη εικασία ότι η παραβατικότητα (αλλά και κάθε άλλο πρόβλημα σχετικό με την λειτουργία, την ποιότητα των υπηρεσιών και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας Διοίκησης) συνδέεται τάχα με το επίπεδο αυστηρότητας των πειθαρχικών ποινών, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις εισάγουν νέες ποινές, όπως α) η στέρηση του δικαιώματος χορήγησης μισθολογικού κλιμακίου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, β) η αφαίρεση έως τεσσάρων (4) μισθολογικών κλιμακίων και γ) η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου κατ’ αναπλήρωση ή με ειδικές διατάξεις για διάστημα από ένα (1) έως πέντε (5) έτη. Πέρα, όμως, από τον προφανή δικαιοπολιτικό αντίλογο ότι η πρόβλεψη και νέων ποινών (ενδιάμεσης μάλιστα αυστηρότητας, μεταξύ της ήδη ισχύουσας έσχατης ποινής της οριστικής παύσης και άλλων ισχυουσών ήδη ποινών), σχετική μόνο (αν όχι ανύπαρκτη) αποτρεπτική, γενικοπροληπτική επίδραση θα μπορούσε να έχει, επισημαίνεται επιπλέον ότι ειδικά οι προτεινόμενες ποινές της στέρησης χορήγησης μισθολογικού κλιμακίου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη και της αφαίρεσης έως τεσσάρων (4) μισθολογικών κλιμακίων, είναι και αμφίβολης συνταγματικότητας, καθώς, κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem, οδηγούν στην τιμώρηση του πειθαρχικώς διωκόμενου, όχι μία φορά (όπως συμβαίνει λ.χ. με την επιβολή προστίμου ίσου προς τις αποδοχές έως δώδεκα μηνών), αλλά εις το διηνεκές, καθώς, στο υπόλοιπο του υπαλληλικού βίου θα υπολείπεται του επιπέδου μισθολογικών αποδοχών που αντιστοιχεί στον χρόνο υπηρεσίας του, ενώ, τα αποτελέσματα της ποινής θα εκδηλώνονται κάθε φορά που θα συμπληρώνεται ο προβλεπόμενος χρόνος νέας μισθολογικής προαγωγής. Άρθρα 20 επ.: Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις των άρθρων 20 επ., μεταβάλλεται ριζικά η σύνθεση των συλλογικών πειθαρχικών οργάνων: Καταργείται κάθε συμμετοχή σε αυτά δικαστικών λειτουργών, στελεχών της δημόσιας Διοίκησης με καθήκοντα ευθύνης και αιρετών εκπροσώπων ή εκπροσώπων των φορέων συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των δημοσίων υπαλλήλων και η συγκρότησή τους γίνεται πλέον καθολικά από λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ως δικαιολογητικός λόγος για την κατ’ αποκλειστικότητα, πλέον, στελέχωση των συλλογικών πειθαρχικών οργάνων από λειτουργούς του ΝΣΚ, στην έκθεση συνεπειών ρυθμίσεων, αναφέρεται η διαπίστωση ότι αυτοί «διαθέτουν εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης και γνωστικής επάρκειας του πειθαρχικού δικαίου, δεδομένης της εμπειρίας τους λόγω της μέχρι σήμερα συμμετοχής τους στα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια, καθώς και στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αλλά και των εχεγγύων για την αξιόπιστη και συνεπή διεκπεραίωση των πειθαρχικών διαδικασιών». Η κρίση ότι οι λειτουργοί του ΝΣΚ διαθέτουν, άνευ ετέρου, δεδομένη εμπειρία ως εκ της συμμετοχής τους μέχρι σήμερα στα Πρωτοβάθμια και τα Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια, είναι αβάσιμη και ανεδαφική, δεδομένου ιδίως ότι, μέχρι σήμερα, στα μεν Πρωτοβάθμια μόνο το ένα (1) μέλος είναι λειτουργός του ΝΣΚ, ενώ στα Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια, ο Αντιπρόεδρος και τα έξι (6)μέλη είναι υποχρεωτικά Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους (και όχι Πάρεδροι ή Δικαστικοί Πληρεξούσιοι του ΝΣΚ). Δεδομένου, λοιπόν, ότι στο ν/σ δεν τίθεται ως προϋπόθεση συμμετοχής στο νέο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα, η προηγούμενη εμπειρία συμμετοχής σε πειθαρχικά συμβούλια, η διαπίστωση, στην έκθεση συνεπειών των αξιολογούμενων ρυθμίσεων, ότι το σύνολο των λειτουργών του ΝΣΚ που θα στελεχώσουν το νέο διαθέτει σχετική εμπειρία είναι κενή πραγματικού περιεχομένου. Κυρίως, όμως, προβληματισμό και σοβαρές ανησυχίες (τόσο ως προς την πραγματική δικαιοπολιτική στόχευση της ρύθμισης, όσο και ως προς την αποτελεσματικότητά της) δημιουργεί ο εξοβελισμός από τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα κάθε υπηρεσιακού εκπροσώπου, στελέχους της δημόσιας Διοίκησης και κάθε αιρετού εκπροσώπου ή εκπροσώπου φορέα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των δημοσίων υπαλλήλων: Χωρίς καμία απολύτως εξήγηση της επιλογής να τεθεί εκποδών η γνώση, η πρακτική εμπειρία και η βιωματική σύνδεση με το πραγματικό πλαίσιο επί του οποίου καλείται να εφαρμοστεί το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων (πλαίσιο, το οποίο συγκροτείται, όχι μόνο από τις κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν την διοικητική δράση, αλλά και από διοικητικές διαδικασίες και πρακτικές, από τη γνώση των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες καλείται να παρέχει τις υπηρεσίες του ο πειθαρχικά ελεγχόμενος υπάλληλος), την οποία -εξ αντικειμένου- κομίζουν τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης που συμμετέχουν σήμερα στα συλλογικά πειθαρχικά όργανα, η προτεινόμενη ρύθμιση υπολαμβάνει αβάσιμα ότι τα στοιχεία αυτά μπορούν να υποκατασταθούν πλήρως από τη νομική κατάρτιση λειτουργών του ΝΣΚ, που κατ’ αποκλειστικότητα πλέον θα στελεχώνουν τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα. Απόλυτα χαρακτηριστική, όμως, των πραγματικών δικαιοπολιτικών στοχεύσεων της ρύθμισης, είναι και η επιλογή κατάργησης κάθε συμμετοχής, στα συλλογικά πειθαρχικά όργανα, των θεσμικών εκπροσώπων των δημοσίων υπαλλήλων. Στηριζόμενη προφανώς σε επίκαιρα, ιδεολογικά φορτισμένα στερεότυπα, «για κάθε χρήση», αφηγήματα περί «συντεχνιών» και εκπορευόμενη από εχθρικές, για τους δημοσίους υπαλλήλους και για τον συνδικαλισμό, προαντιλήψεις, η επιλογή αυτή αποστεγνώνει το πειθαρχικό δίκαιο από σοβαρές εγγυήσεις δημοκρατίας, συμμετοχής και κοινωνικού ελέγχου, με την υπόρρητη απαξιωτική (και παντελώς αβάσιμη, όπως η μακρόχρονη πρακτική καταδεικνύει) αιτίαση ότι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων λειτουργούν, εξ ορισμού, υποστηρικτικά προς κάθε πειθαρχικώς διωκόμενο και ανασταλτικά για την απόδοση πειθαρχικής δικαιοσύνης.