Αρχική Αναδιοργάνωση της δομής της Ελληνικής Αστυνομίας και αναβάθμιση της εκπαίδευσης του ένστολου προσωπικού της – Εκσυγχρονισμός του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρησης υπόδικων, κατάδικων και κρατούμεν...ΜΕΡΟΣ Α΄ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (άρθρα 1-101)Σχόλιο του χρήστη Κ.Κ. | 22 Φεβρουαρίου 2025, 21:19
Kαθίσταται αβάσιμη η υιοθέτηση της διάταξης που περιλαμβάνεται στο Μέρος Α΄, άρθρο 78, παράγραφος 8, του υπό ψήφιση νομοθετικού κειμένου, κυρίως κατά το μέρος που αφορά τις Διευθύνσεις Επικοινωνιών και Δικτύων, Υποδομών και Τεχνικών Μέσων και Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης δεδομένου ότι συντρέχουν, σωρευτικά, οι ακόλουθες συνθήκες. 1. Η επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν θέσεις ευθύνης, και δη σε επίπεδο Διευθυντών Διευθύνσεων, οφείλει να βασίζεται σε κριτήρια που ανταποκρίνονται στις ειδικές απαιτήσεις των αντίστοιχων Υπηρεσιών, με γνώμονα τη βέλτιστη λειτουργικότητα, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και τη διατήρηση της ιεραρχικής συνοχής και πειθαρχίας. Η τοποθέτηση Πολιτικών Υπαλλήλων σε θέσεις αυτού του είδους εγείρει βάσιμες αμφιβολίες, καθώς στερούνται, κατά κανόνα, των επιχειρησιακών εμπειριών, της εξειδικευμένης γνώσης και της αντίληψης της διοικητικής ιεραρχίας που είναι απαραίτητες σωρευτικά για την ομαλή και αποδοτική λειτουργία των Υπηρεσιών. Η διοικητική τους πορεία διαμορφώνεται κυρίως εντός ενός γραφειοκρατικού πλαισίου, το οποίο, αν και απαραίτητο για τη θεσμική συνέπεια, δεν εξοπλίζει απαραίτητα το άτομο με τις δεξιότητες δυναμικής διαχείρισης κρίσεων, επιχειρησιακού σχεδιασμού και επιτελικής ηγεσίας. 2. Η στελέχωση ηγετικών θέσεων σε Διευθύνσεις, στις οποίες το 99% του προσωπικού αποτελείται από ένστολα στελέχη, επιτάσσει την επιλογή προσώπων που διαθέτουν αθροιστικά την απαραίτητη επιχειρησιακή εμπειρία, εξειδικευμένες γνώσεις και διοικητικές ικανότητες. Η υιοθέτηση μιας ρύθμισης που επιτρέπει την ανάθεση κρίσιμων θέσεων σε Πολιτικούς Υπαλλήλους ενδέχεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τα υφιστάμενα στελέχη ως προς τη συνέχιση της θητείας τους στο Σώμα, μειώνοντας τα κίνητρα παραμονής τους και αποδυναμώνοντας τη συνοχή της Υπηρεσίας. Τα ένστολα στελέχη, λόγω της μακροχρόνιας θητείας τους σε επιχειρησιακά και διοικητικά καθήκοντα, διαθέτουν τόσο την απαιτούμενη εμπειρία όσο και τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα για να ανταποκριθούν επιτυχώς στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης. Η βαθιά γνώση των λειτουργικών αναγκών, η εξοικείωση με τα επιχειρησιακά πρωτόκολλα και η προσαρμοστικότητα σε δυναμικές συνθήκες καθιστούν την επιλογή τους σαφώς πλεονεκτική έναντι προσώπων που δεν προέρχονται από το συγκεκριμένο επαγγελματικό και διοικητικό υπηρεσιακό περιβάλλον. Η ανάθεση ηγετικών θέσεων σε Πολιτικούς Υπαλλήλους χωρίς προηγούμενη ένταξη στον επιχειρησιακό ή διοικητικό πυρήνα της Υπηρεσίας ενδέχεται να οδηγήσει σε αποδυνάμωση της θεσμικής συνοχής και σε κενά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η έλλειψη εμπειρικής γνώσης των ιδιαίτερων λειτουργικών απαιτήσεων μπορεί να έχει επιπτώσεις στη συνολική αποδοτικότητα του οργανισμού, επιβραδύνοντας τη διοικητική ανταπόκριση και μειώνοντας την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα. Επιπλέον, η συγκεκριμένη πρακτική ενδέχεται να υπονομεύσει την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας και να επηρεάσει αρνητικά την αξιοπιστία του διοικητικού μηχανισμού, δημιουργώντας συνθήκες αναποτελεσματικότητας και δυσκολιών στην αντιμετώπιση σύγχρονων προκλήσεων. 3. Η τοποθέτηση στελεχών σε ηγετικές θέσεις Διευθύνσεων με εξειδικευμένο αντικείμενο επιβάλλει την επιλογή προσώπων που διαθέτουν όχι μόνο τεχνικές ή διοικητικές γνώσεις αλλά και βαθιά κατανόηση των αστυνομικών διαδικασιών, της ποινικής και διοικητικής νομοθεσίας, καθώς και των μηχανισμών επιβολής του νόμου. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εγγενή στα υπηρεσιακά στελέχη που έχουν διαμορφώσει την επαγγελματική τους πορεία εντός της συγκεκριμένης δομής και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το ρόλο του Αξιωματικού. Η ανάθεση αυτών των θέσεων σε Πολιτικούς Υπαλλήλους προκαλεί προβληματισμούς ως προς την αποτελεσματικότητα και την επιχειρησιακή συνέπεια της Υπηρεσίας. Η έλλειψη άμεσης εμπειρίας στις αστυνομικές διαδικασίες, η μη εξοικείωση με τα πρωτόκολλα επιβολής του νόμου και η απουσία εκτεταμένης εκπαίδευσης στις θεμελιώδεις αρχές της ποινικής και διοικητικής νομοθεσίας ενδέχεται να δημιουργήσουν λειτουργικά κενά και να υπονομεύσουν τη θεσμική συνέχεια των Διευθύνσεων. Επιπλέον, η απουσία ιεραρχικής εξέλιξης μέσα από την αστυνομική δομή σημαίνει ότι τα εν λόγω στελέχη δεν διαθέτουν την επιχειρησιακή αντίληψη που απαιτείται για τη διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων και τη λήψη αποφάσεων σε περιβάλλοντα υψηλής πίεσης. 4. Ειδικά, η Διεύθυνση Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επιχειρησιακή ανταπόκριση και τη συνολική λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση κρίσιμων πληροφοριακών συστημάτων, με διαβαθμισμένες πληροφοριών, καθώς και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας και διαθεσιμότητας αυτών 24/7. Πρόκειται για ένα πεδίο εξαιρετικής σημασίας, καθώς η αποτελεσματικότητά του συνδέεται άμεσα με την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη και την επιχειρησιακή ετοιμότητα της Ελληνικής Αστυνομίας. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στο ζήτημα της ασφάλειας πληροφοριών, καθώς η πρόσβαση σε διαβαθμισμένα δεδομένα απαιτεί αυστηρές διαδικασίες ελέγχου, θεσμική πιστοποίηση και ιεραρχική διαβάθμιση. Οι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, βάσει του βαθμού και της εξέλιξής τους εντός της υπηρεσιακής ιεραρχίας, υπόκεινται σε διαρκείς ελέγχους καταλληλότητας και είναι θεσμικά διαπιστευμένοι για τη διαχείριση ευαίσθητων πληροφοριών. Το πλαίσιο αυτό διασφαλίζει την ακεραιότητα και την προστασία των δεδομένων που συνδέονται άμεσα με την επιχειρησιακή δράση και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Η πιθανότητα ανάληψης ηγετικού ρόλου στη συγκεκριμένη Διεύθυνση από Πολιτικούς Υπαλλήλους εγείρει βάσιμες ανησυχίες, καθώς η στελέχωση αυτων των θέσεων από άτομα που δεν έχουν προηγούμενη θητεία και εξέλιξη εντός του επιχειρησιακού μηχανισμού της Αστυνομίας ενδέχεται να οδηγήσει σε αδυναμία πλήρους κατανόησης των ιδιαίτερων απαιτήσεων ασφαλείας και ανταπόκρισης σε καταστάσεις υψηλής κρισιμότητας. Επιπλέον, η απουσία των απαραίτητων θεσμικών διαπιστεύσεων, οι οποίες είναι εγγενείς στην ιεραρχική εξέλιξη των ενστόλων στελεχών, μπορεί να δημιουργήσει κενά στη διαδικασία ελέγχου και διαχείρισης διαβαθμισμένων πληροφοριών, θέτοντας δυνητικά σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την επιχειρησιακή αξιοπιστία της Διεύθυνσης. Ειδικότερα, η τοποθέτηση πολιτικών υπαλλήλων ως Διευθυντών υποβαθμίζει το κύρος και τη λειτουργικότητα του ιεραρχικού συστήματος της Αστυνομίας, καθώς: • Παραβιάζει την αρχή της ιεραρχικής διοίκησης που απαιτεί τη διοικητική και επιχειρησιακή εξάρτηση κάθε Υπηρεσίας από ανώτερους Αξιωματικούς. • Δημιουργεί δυσλειτουργία στη διοικητική διαχείριση των Διευθύνσεων, καθώς οι πολιτικοί υπάλληλοι δεν έχουν την εξουσία να ασκήσουν ουσιαστική διοικητική και πειθαρχική εποπτεία στο ένστολο προσωπικό. • Υπονομεύει το υφιστάμενο πειθαρχικό πλαίσιο που διέπει το αστυνομικό προσωπικό, καθώς η υπαγωγή ενστόλων υπό τη διοικητική εποπτεία Πολιτικών Υπαλλήλων εισάγει εγγενείς αντιφάσεις στην εφαρμογή των πειθαρχικών κανόνων και στη διασφάλιση της εύρυθμης ιεραρχικής συμμόρφωσης. Η αστυνομική υπηρεσιακή δομή, η οποία στηρίζεται στην επιχειρησιακή πειθαρχία και στην αυστηρή ιεραρχία, ενδέχεται να αποδυναμωθεί από μία διοικητική πρακτική που δεν εναρμονίζεται με τη θεσμική φύση και τις λειτουργικές αρχές του Σώματος. Τα προαναφερθέντα συνιστούν τεκμηριωμένα και ισχυρά επιχειρήματα που καθιστούν σαφώς μη ενδεδειγμένη την υιοθέτηση της εν λόγω διάταξης. Η διατήρηση ενός θεσμικού πλαισίου που εγγυάται την επιχειρησιακή συνέχεια, τη θεσμική συνοχή και την αποτελεσματική διαχείριση κρίσιμων πληροφοριών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της Υπηρεσίας. Για όλους τους ανωτέρω λόγους καθίσταται επιτακτική η αναδιατύπωση της παραγράφου 8 του άρθρου 78 ως εξής: «Διευθυντής της Διεύθυνσης Πολιτικού Προσωπικού τοποθετείται πολιτικός υπάλληλος κατηγορίας Π.Ε. κλάδου Διοικητικού – Οικονομικού οποιασδήποτε ειδικότητας σύμφωνα με το π.δ. 85/2022 (Α’ 232), που επιλέγεται σύμφωνα με τον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26). Στη Διεύθυνση Επικοινωνίας, δύναται να τοποθετείται πολιτικός υπάλληλος ως Διευθυντής κατηγορίας Π.Ε., κλάδου και ειδικότητας σύμφωνα με το π.δ. 85/2022 συναφούς με την αποστολή της. Σε περίπτωση έλλειψης πολιτικών υπαλλήλων κλάδων και ειδικοτήτων συναφών με την αποστολή των εν λόγω διευθύνσεων, τοποθετείται υπάλληλος κατηγορίας Π.Ε. κλάδου Διοικητικού – Οικονομικού οποιασδήποτε ειδικότητας σύμφωνα με το π.δ. 85/2022 ή Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας.»