• Σχόλιο του χρήστη 'Ποφάντης Στέφανος' | 9 Δεκεμβρίου 2014, 13:23

    Η διάταξη της παραγράφου 3 έρχεται σε αντίθεση καταρχήν με το πνεύμα του Συνταγματικού Δικαίου. Το άρθρο 12 του Συντάγματος θεμελιώνει την αρχή της ελεύθερης κοινωνικής ομαδοποίησης, τη συλλογικότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την αγώγιμη αξίωση αποχής από κρατικές παρεμβάσεις. Μια από τις ειδικότερες μορφές συλλογικής δράσης αποτελούν τα αθλητικά σωματεία, που υπάγονται στις διατάξεις 78 επ. του Αστικού Κώδικα και προσδιορίζονται ως είδος της γενικότερης έννοιας του σωματείου. Ο νόμος επομένως αναφέρεται σε αυτόβουλη ένωση προσώπων βασιζόμενη στην ιδιωτική τους αυτονομία. Αποτελεί εγγύηση για την ελεύθερη συλλογική δράση, για την κοινωνική ανάπτυξη. Η ελευθερία ενώσεως εννοιολογικά απαιτεί την ύπαρξη αυτής ακριβώς της ελευθερίας, της ιδιωτικής βούλησης προς συνένωση. Ο σκοπός του συντακτικού νομοθέτη είναι με τη συγκεκριμένη διάταξη να προστατεύσει την ελεύθερη συλλογική δράση, τη δημιουργία ομάδων κατ’ επιλογή των κοινωνών, την συλλογική επιδίωξη κοινών σκοπών. Οι αναγκαστικές ενώσεις καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν υπάγονται λοιπόν στην έννοια αυτή. Με το άρθρο 16, 9 του Συντάγματος ο αθλητισμός τίθεται υπό την κρατική προστασία λόγω της σπουδαίας, ηθικής, κοινωνικής και παιδαγωγικής του σημασίας. Η κρατική εποπτεία ασκείται στις ενώσεις αθλητικών σωματείων και χρησιμοποιώντας τον όρο ανώτατη εποπτεία διακρίνεται η υποχρέωση του κράτους για σεβασμό στην ιδιωτική αυτονομία του αθλητικού σωματείου. Με αυτόν τον τρόπο παράλληλα με την κρατική εποπτεία κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα η αρχή της αυτοδιοίκησης και της αυτοτέλειας των αθλητικών σωματείων μέσω της ελεύθερης βούλησης των μελών του. Οι ειδικότεροι νόμοι μπορούν να καθορίζουν το γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας των αθλητικών σωματείων, πρέπει όμως η ευθύνη της διοίκησης να αφήνεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και ο ρόλος του κράτους να παραμένει εποπτικός και ρυθμιστικός. Η ίδρυση αθλητικών σωματείων από κρατικούς φορείς καταστρατηγεί τις θεμελιώδεις αυτές αρχές του Συντάγματος και δημιουργεί ταυτοπροσωπία εποπτεύοντος και εποπτευόμενου, επιχορηγούντος και επιχορηγούμενου, αναιρώντας αυτομάτως την αρχή ανεξαρτησίας των σωματείων και την αρχή διαφάνειας στη διαδικασία επιχορήγησης. Η διάταξη αυτή έρχεται επίσης σε πλήρη αντίθεση με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα: Τα σωματεία κινούνται σε εθελοντική βάση, στηρίζονται αποκλειστικά στις συνδρομές, προσπαθούν να διασφαλίσουν υγιή ανεξάρτητο ερασιτεχνικό αθλητισμό και συντηρούν τους δημοτικούς αθλητικούς χώρους. Οι τραγικές ελλείψεις αθλητικών εγκαταστάσεων, υποδομών και συντήρησής τους, η παντελής απουσία επιχορήγησης αλλά και η αντιμετώπισή τους από τη Δημοτική Αρχή και τις υπερκείμενες Ενώσεις με τιμολογιακή πολιτική καθιστούν ολοένα και δυσχερέστερη τη λειτουργία των ερασιτεχνικών τοπικών σωματείων. Με αυτά τα δεδομένα η ίδρυση αθλητικών σωματείων από ΟΤΑ δεν μπορεί να αποσκοπεί παρά στην εισπρακτική προοπτική, την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και την εξόντωση των υπαρχόντων σωματείων αντί να προστατευτούν ως ζωτικά κοινωνικά κύτταρα. Η συμμετοχή των ΟΤΑ στον αγωνιστικό αθλητισμό και μάλιστα σε ρόλο αθέμιτου ανταγωνιστή που θα χαίρει προνομίων δημοσίου, με αδιευκρίνιστες καταστατικές προϋποθέσεις που προκαλούν ασάφεια και ανασφάλεια δικαίου, θα προκαλέσει κατακερματισμό και θα λειτουργήσει διχαστικά στις τοπικές κοινωνίες. Αν η τοπική αυτοδιοίκηση και κατ’ επέκταση η πολιτεία διαθέτει κονδύλια για οργανωμένο αγωνιστικό αθλητισμό σε τοπικό επίπεδο, γιατί παραμένουν εγκαταλελειμμένες οι αθλητικές εγκαταστάσεις, που τα τοπικά ερασιτεχνικά σωματεία με κόπο συντηρούν και όχι μόνο δεν ενισχύονται, παρά οδηγούνται σε οικονομική ασφυξία. Η ενασχόληση των ΟΤΑ με τον αγωνιστικό αθλητισμό θα αποβεί πιθανότατα εις βάρος και του μαζικού αθλητισμού που αποτελεί κύρια αρμοδιότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ουσιαστική κοινωνική παρέμβαση και βελτιώνει την ποιότητα ζωής όλων.