• Σχόλιο του χρήστη 'ΟΣΔ ΑΘΗΝΑ' | 1 Νοεμβρίου 2022, 15:29

    Η ενσωμάτωση του άρθρου 18 της οδηγίας 2019/790 στην αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 39) διάταξη του άρθρου 32 του νόμου 2121/1993 εμφανίζεται καταρχήν ως μία νομοθετική επιλογή που κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Τούτο διότι διατάξεις όπως αυτή του άρθρου 18, που έχουν θεσπιστεί υπέρ του ασθενέστερου μέρους της σύμβασης, δηλαδή του πνευματικού δημιουργού, ακριβώς λόγω της πλήρους αποτυχίας της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων να διασφαλίσει δίκαιες συμβατικές σχέσεις του δημιουργού με τον αντισυμβαλλόμενό του, θα καθίσταντο κενό γράμμα στην πράξη, αν μεταφέρονταν στο εσωτερικό δίκαιο με εθνικές διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Απόλυτα ορθά ως εκ τούτου το νομοσχέδιο δεν έκανε χρήση της διακριτικής ευχέρειας που του παραχωρούσε το α. 23 της οδηγίας 2019/790 όπως ενσωματώσει την αρχή της δέουσας και αναλογικής αμοιβής με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου. Μάλιστα, φαίνεται συστηματικά συνεπέστερο όπως η ίδια τροποποίηση ενσωματωθεί και στην παράγραφο 3 εδάφιο β του άρθρου 34 Ν. 2121/1993, η οποία (ομοίως) θα έπρεπε να διαμορφωθεί ως εξής: «Η αμοιβή αυτή καθορίζεται σε ορισμένο ποσοστό, το ύψος του οποίου καθορίζεται ελεύθερα μεταξύ των μερών και πρέπει να είναι κατάλληλο και αναλογικό». Συναφώς υπενθυμίζεται ότι λίαν σημαντικές ευρωπαϊκές νομοθεσίες επέλεξαν, εν όψει του κινδύνου να περιπέσουν σε αχρηστία κομβικής σημασίας για την αποτελεσματική προστασία του δημιουργού διατάξεις, όπως εκείνη του άρθρου 18 της οδηγίας, να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου το σύνολο των ενωσιακής προέλευσης κανόνων για τις συμβάσεις της πνευματικής ιδιοκτησίας (άρθρα 18-23) και όχι μόνο τα άρθρα 19-21, όπως εσφαλμένα υποδεικνύει το άρθρο 23 παρ. 1 της οδηγίας (πρβλ. ενδεικτικά την διάταξη του νέου άρθρου 32 παρ. 3 εδ. α του Γερμανικού νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία: "§ 32 Angemessene Vergütung ,,, (3) Auf eine Vereinbarung, die zum Nachteil des Urhebers von den Absätzen 1 bis 2a abweicht, kann der Vertragspartner sich nicht berufen", καθώς και τη διάταξη του νέου άρθρου 37f παράγραφος 1 εδ. α του αυστριακού νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία: “§37f Unabdingbarkeit – (1) Auf die Ansprüche nach § 37c und § 37d und die Vermittlung nach § 37e oder eine andere Form der alternativen Streitbeilegung kann im Voraus nicht verzichtet werden”). Επισκοπώντας όσα προεκτίθενται, θεωρούμε νομοτεχνικώς απολύτως αναγκαία, προς άρση οιασδήποτε αμφισβήτησης ήθελε εγερθεί κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32, ως προς το επιτρεπτό ή μη της παραίτησης του δημιουργού από το δικαίωμα της έγερσης αξίωσης δέουσας και αναλογικής αμοιβής, την προσθήκη δευτέρου εδαφίου στην παράγραφο 3 του α. 32 που θα ορίζει (κατά τρόπο όμοιο προς εκείνο του εδαφίου α της παρ. 3 του - εισαγόμενου με το νομοσχέδιο - α. 32Α Ν. 2121/1993) ότι «Οποιαδήποτε παραίτηση ή συμβατικός περιορισμός των δικαιωμάτων του δημιουργού που προβλέπονται από το παρόν άρθρο είναι άκυρη. Την ακυρότητα μπορεί να επικαλεσθεί μόνο ο δημιουργός». Στο ίδιο πλαίσιο, μας βρίσκει κατηγορηματικά αντίθετους η διάταξη της παραγράφου 4, κατά την οποία ο δημιουργός μπορεί να παραχωρήσει άνευ ανταλλάγματος μη αποκλειστικές άδειες εκμετάλλευσης προς όφελος οποιονδήποτε χρηστών. Η προτεινόμενη παράγραφος 4 βρίσκεται σε πρόδηλη αντίθεση με το κανονιστικό πρόταγμα τόσο του ενωσιακού, όσο και του εθνικού νομοθέτη, όπως αυτό εκφράζεται ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 18 της οδηγίας 2019/790 που εισάγει την αρχή της δέουσας (δηλαδή δίκαιης και εύλογης) και αναλογικής (δηλαδή ποσοστιαίας) αμοιβής του δημιουργού και ενσωματώνεται με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο στο άρθρο 32 Ν. 2121/1993. Εν όψει της αντίθεσής της με τον παραπάνω γενικό κανόνα περί υποχρεωτικής ποσοστιαίας αμοιβής του δημιουργού επί του οικονομικού αποτελέσματος της εκμετάλλευσης του έργου του, παρίσταται επιβεβλημένο να απαλειφθεί ολοσχερώς η προτεινόμενη με το νομοσχέδιο παράγραφος 4 του α. 32. Κατά τα λοιπά, σημαντικά ερωτηματικά εγείρονται ως προς την αναγκαιότητα της εισαγωγής πλάσματος δικαίου με την παράγραφο 3 του α. 32. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η συμφωνηθείσα αμοιβή του δημιουργού θεωρείται ότι είναι κατάλληλη σύμφωνα με την παράγραφο 1, αν το ύψος της προβλέπεται σε ισχύουσα συμφωνία που προέκυψε από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αναλογικότερη φαίνεται η διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3 του κυπριακού νόμου περί του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, κατά την οποία «Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) αμοιβή του δημιουργού δύναται να προσδιορίζεται με συλλογικές διαπραγματεύσεις ανά τομέα εκμετάλλευσης μεταξύ των εκπροσώπων των προσώπων που προβαίνουν σε εκμετάλλευση των έργων, των ερμηνειών και των δημιουργών ή ερμηνευτών». Τέλος, εν όψει των αμφίσημων και δυσερμήνευτων όρων που συγκροτούν το ισχύον σήμερα δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 και για λόγους πληρέστερης και αποτελεσματικότερης προστασίας του δημιουργού, ως του ασθενέστερου μέρους της σύμβασης, προτείνουμε όπως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 32 αναδιατυπωθεί ως εξής: «Βάση για τον υπολογισμό του ποσοστού είναι όλα ανεξαιρέτως τα ακαθάριστα έσοδα ή τα έξοδα ή το άθροισμα των ακαθάριστων εσόδων και εξόδων, που πραγματοποιούνται από την δραστηριότητα του αντισυμβαλλόμενου και προέρχονται από την εκμετάλλευση του έργου». Μετά δε το δεύτερο εδάφιο ζητούμε να προστεθεί (νέο) τρίτο εδάφιο (με αντίστοιχη αναρίθμηση των υφιστάμενων επομένων εδαφίων της εν λόγω παραγράφου) που θα ορίζει ότι «Η επιλογή της βάσης για τον υπολογισμό της ποσοστιαίας αμοιβής του παρόντος άρθρου ανήκει αποκλειστικά στον δημιουργό». Συμφυώς, οι αμέσως προαναφερόμενες δύο αναδιατυπώσεις θα πρέπει να επαναληφθούν και στα πλαίσια του άρθρου 34 του Ν. 2121/1993, όπου έχει επιλεγεί από το νομοθέτη ο ίδιος ακριβώς συνδυασμός όρων αναφορικά με τον προσδιορισμό των ενδεχόμενων βάσεων υπολογισμού της ποσοστιαίας αμοιβής του δημιουργού του οπτικοακουστικού έργου.