• ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ, ΓΕΝΙΚΑ Η θέση μας είναι κάθετα υπέρ της αποποινικοποίησης της δημόσιας εκτέλεσης, τουλάχιστον για τους επαγγελματίες χρήστες (όπως οι ραδιοφωνικοί σταθμοί), και διότι είναι αδιανόητο και νομικά μοναδικό να δίδεται σε ιδιώτη το δικαίωμα να καταδιώκει ποινικά άλλον ιδιώτη για αστικής φύσης διαφορές, και διότι η συγκεκριμένη δυνατότητα (ποινικής καταδίωξης) γίνεται αντικείμενο συστηματικής καταχρηστικής εκμετάλλευσης από ορισμένους ΟΣΔ (και ιδίως από την ΑΕΠΙ ΑΕ), αλλά και διότι το αστικό δίκαιο παρέχει πληρέστατη προστασία έναντι του τυχόν κακόβουλου (επαγγελματία) χρήστη, όπως σε όλες τις άλλες κατηγορίες (εμπορικών και μη) συναλλαγών. Ειδικότερα, είναι αδιανόητο οι επαγγελματίες χρήστες, που διαθέτουν άδεια για την άσκηση του επαγγέλματός τους, που έχουν γνωστή έδρα και πραγματική επαγγελματική εγκατάσταση, που υπόκεινται σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, ιδίως δε οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, που γνωστοποιούν κατ' έτος τα οικονομικά τους στοιχεία στο ΕΣΡ και υπόκεινται σε κανόνες αυξημένης διαφάνειας, να σέρνονται σιδηροδέσμιοι στα Ποινικά Δικαστήρια σαν να είναι διακινητές παράνομου (πειρατικού) φωνογραφικού υλικού. Βεβαίως, δε διαφωνούμε ως προς την ιδιάζουσα φύση του Πνευματικού Δικαιώματος, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα επί αγαθού προοριζόμενου για δημόσια χρήση, η οποία πραγματώνεται διά της δημόσιας εκτέλεσης. Αν εξετάσουμε άλλα αντίστοιχα δικαιώματα, διαπιστώνουμε ότι η ποινική προστασία του εν λόγω δικαιώματος είναι μοναδική και παντελώς αδικαιολόγητη, δεδομένου εξάλλου και ότι, μετά την καθιέρωση των ΟΣΔ, η συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων, καθ΄όλα τα στάδια που προηγούνται της διανομής των αμοιβών στους δικαιούχους (δημιουργούς), φέρει όλα τα στοιχεία της διενέργειας εμπορικών πράξεων, και αντιμετωπίζεται μάλιστα ως τέτοια από τη φορολογική νομοθεσία (π.χ. υπαγωγή στον ΦΠΑ). Θα μπορούσαν να αναφερθούν ως παραδείγματα η μη καταβολή κομίστρου για μίσθωση οχήματος Δημόσιας Χρήσης (π.χ. ΤΑΞΙ, φορτοταξί) ή σε δημόσια και ιδωτικά μέσα μαζικής μεταφοράς, η καταπάτηση ιδιωτικού δάσους, ακόμη δε και η μη καταβολή τιμήματος σε συμβάσεις πώλησης εμπορευμάτων με παρακράτηση κυριότητας. Το σημαντικότερο, όμως, παράδειγμα, που καταδεικνύει την αστοχία της ρύθμισης, έρχεται από τον ίδιο νομικό χώρο, της προστασίας των έργων της διανοίας, και συγκεκριμένα από τον τομέα της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (εφευρέσεις). Ας σκεφθούμε λίγο την περίπτωση ενός μεμονωμένου εφευρέτη τεχνολογικής εφαρμογής, δηλαδή και πάλι ενός πνευματικού δημιουργού άυλου, πνευματικού έργου (της εφεύρεσης) το οποίο προορίζεται για εν τέλει δημόσια χρήση (εν προκειμένω, αναγκαστικά μέσω της εμπορικής παραγωγής και εκμετάλλευσης) και του οποίου την εφεύρεση εκμεταλλεύεται, χωρίς τη λήψη αδείας και την καταβολή δικαιωμάτων (royalties), μια βιομηχανία για την αποκόμιση κερδών. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΜΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, παρότι η διαφορά ισχύος των μερών είναι τεράστια (μεμονωμένος εφευρέτης έναντι βιομηχανικής επιχείρησης) και παρότι δεν υφίσταται θεσμός αντίστοιχος των ΟΣΔ ο οποίος να είναι σε θέση να υπερασπιστεί συλλογικά τα δικαιώματα των δημιουργών - εφευρετών. Εξάλλου, το παράδειγμα των ΟΣΔ συγγενικών δικαιωμάτων καταδεικνύει ακριβώς ότι η νομική προστασία των δικαιούχων που παρέχεται μέσω του θεσμού των ΟΣΔ είναι επαρκέστατη, ακόμη και χωρίς τη δυνατότητα ποινικής καταδίωξης των χρηστών. Από όλα τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η δυνατότητα ποινικής καταδίωξης για δημόσια εκτέλεση πνευματικού έργου χωρίς άδεια, στην περίπτωση των επαγγελματιών χρηστών δε συνιστά τίποτε άλλο από εργαλείο ποινικού καταναγκασμού για την είσπραξη αξιώσεων αστικής φύσης, αντίστοιχο, αν και όχι δικονομικά, όμως οπωσδήποτε στην ουσία του, με την προσωποκράτηση για ιδιωτικά χρέη, κάτι το οποίο είναι αδιανόητο και ξένο προς τη νομική μας τάξη ευρύτερα, το Σύνταγμα δε και την ΕΣΔΑ, ειδικότερα. Η ΑΣΤΟΧΙΑ ΤΟΥ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ, ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2121/1993, ο οποίος αναθεώρησε συνολικά τον προηγούμενο νόμο περί πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2387/1920), «αφετηρία και κατευθυντήρια γραμμή του προτεινόμενου νομοσχεδίου είναι η πληρέστερη και αποτελεσματικότερη δυνατή προστασία των πνευματικών δημιουργών». Ήτοι, όχι η δημιουργία μιας υγιούς αγοράς, η ρύθμιση και η εποπτεία της κατά τρόπον ώστε να λειτουργεί εύρυθμα και προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον όλων των εμπλεκομένων πλευρών, αλλά αποκλειστικά η «πληρέστερη και αποτελεσματικότερη δυνατή προστασία» της μιας πλευράς της ρυθμιζόμενης έννομης σχέσης, εκείνης των δημιουργών. Στο πλαίσιο αυτό, με την ψήφιση του Ν. 2121/1993 εισήχθη στην Ελληνική έννομη τάξη για πρώτη φορά τόσο εκτεταμένη και ευρεία ανισορροπία σε βάρος ενός μόνο μέρους μιας δικαιοπραξίας, του χρήστη πνευματικών έργων, και υπέρ του άλλου μέρους, των δικαιούχων πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων. Και τούτο, τόσο από άποψη δικονομικών δικαιωμάτων, όσο και – κυρίως – από άποψη ουσιαστικών δικαιωμάτων. Μάλιστα, η πρωτοφανής αυτή εύνοια του νομοθέτη εισήχθη όχι μόνο υπέρ των μεμονωμένων δημιουργών, όπως θα ήταν ίσως εύλογο σε ένα βαθμό, αλλά και υπέρ των Ο.Σ.Δ. που διαχειρίζονται πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα, παρά την διαφαινόμενη, ήδη κατά την περίοδο ψήφισης του νόμου, διαφορά διαπραγματευτικής ισχύος που θα υπήρχε μεταξύ των Ο.Σ.Δ. και κάθε μεμονωμένου χρήστη, πλην ελαχίστων αναμενόμενων εξαιρέσεων. Τόσο η θεωρία όσο και μέρος της νομολογίας, συμφωνούν πως αυτό συνέβη διότι ο νομοθέτης έκλινε, κατά τη νομοθετική ρύθμιση της έννομης σχέσης δημιουργών – χρηστών, υπέρ της ευμενέστερης αντιμετώπισης των δημιουργών έναντι των χρηστών με βάση τρεις, κυρίως, σκέψεις: (α) Ότι ο δικαιούχος πνευματικών ή συγγενικών δικαιωμάτων είναι το αδύναμο μέρος στη σύμβαση παραχώρησης άδειας δημόσιας εκτέλεσης έναντι του χρήστη. (β) Ότι θα υφίσταται καθεστώς υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των Ο.Σ.Δ. με το ίδιο αντικείμενο (π.χ. μεταξύ των Ο.Σ.Δ. πνευματικών δικαιωμάτων επί μουσικών έργων), και (γ) ότι είναι τεχνολογικά δυσχερής η εξαγωγή εξατομικευμένης πληροφόρησης για το καθεστώς χρήσης κάθε έργου, και άρα κοστοβόρα η παρακολούθηση της πραγματικής χρήσης. Με αυτές τις σκέψεις, προκρίθηκαν και θεσπίστηκαν ρυθμίσεις με τις οποίες όχι μόνο οι δικαιούχοι, αλλά και οι Ο.Σ.Δ. τυγχάνουν προνομιακής, έναντι των χρηστών, μεταχείρισης, εξαιρετικά αυξημένης προστασίας των δικαιωμάτων τους και σημαντικότατων διευκολύνσεων στο έργο τους. Πλέον συγκεκριμένα, ο Ν. 2121/1993 προβλέπει στο άρθρο 55 «σπουδαίες δικονομικές διευκολύνσεις», κατά την έκφραση της ίδιας της Εισηγητικής του Έκθεσης, όπως τεκμήριο καθολικής εκπροσώπησης όλων των δικαιούχων στη χώρα (στην περίπτωση των συγγενικών δικαιωμάτων), τεκμήριο διαχείρισης του συνόλου των περιουσιακών δικαιωμάτων συμβεβλημένου με τον Ο.Σ.Δ. δικαιούχου με απλή δήλωση του Ο.Σ.Δ., περιορισμένη (δειγματοληπτική) αναφορά των έργων που έτυχαν χρήσης «χωρίς άδεια», περιορισμένη ανάγκη προσκόμισης νομιμοποιητικών στοιχείων κ.α.. Πολύ δε περισσότερο, οι Ο.Σ.Δ. (αρχικά μόνο των πνευματικών δικαιωμάτων, ήδη δε και των συγγενικών) εξοπλίστηκαν έναντι των χρηστών και με ένα βαρύτατο οπλοστάσιο ποινικών, αστικών και διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης του νόμου. Σε ό,τι αφορά τις πρώτες (ποινικές κυρώσεις), ακόμη κι αν εστιάσουμε μόνο στις στερητικές της ελευθερίας ποινές, διαπιστώνουμε πως για τον παραβάτη – χρήστη, εκείνον δηλαδή που κάνει χρήση προστατευόμενου έργου χωρίς την άδεια του Ο.Σ.Δ. που διαχειρίζεται τα δικαιώματα περί το εν λόγω έργο (ή του δημιουργού, σε περιπτώσεις όμως που δεν αφορούν την παρούσα και γι’ αυτό δε θα αναφερθούμε περαιτέρω), επαπειλείται ποινή, ακόμη και την πρώτη φορά που ο χρήστης θα διαπράξει το αδίκημα του άρθ. 66 §1 του Ν. 2121/1993, φυλάκισης «τουλάχιστον ενός έτους». Επαπειλείται, δηλαδή, ακόμη και για τη ραδιοφωνική μετάδοση (στην περίπτωσή μας) ενός μόνο τραγουδιού χωρίς άδεια, ποινή βαρύτερη από την ποινή που προβλέπεται λ.χ. για ανθρωποκτονία από αμέλεια (ΠΚ 302), κατάρτιση ένοπλης ομάδας (ΠΚ 195), τοκογλυφία (ΠΚ 404), πλαστογραφία (ΠΚ 216), απάτη (ΠΚ 386), αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος (ΠΚ 394) ακόμη και αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κλοπή (ΠΚ 372 §1) ακόμη και αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπεξαίρεση (ΠΚ 375), καταδολίευση δανειστών (ΠΚ 397), υπεξαγωγή εγγράφων (ΠΚ 222), υπόθαλψη εγκληματία (ΠΚ 231), παρασιώπηση εγκλημάτων (ΠΚ 232), έκθεση σε κίνδυνο ζωής ή παράλειψη λύτρωσης (ΠΚ 306-307), απλή σωματική βλάβη (ΠΚ 308), ακόμη και απρόκλητη (ΠΚ 308Α) ή επικίνδυνη (ΠΚ 309), φθορά ξένης ιδιοκτησίας (ΠΚ 381) ακόμη και διακεκριμένη, απειλή (ΠΚ 333) κ.α.. Μάλιστα, η κατ’ επάγγελμα μετάδοση προστατευόμενων πνευματικών έργων χωρίς άδεια, συνιστά κακούργημα! Τέλος, στην αρχική του μορφή ο Ν. 2121/1993 είχε μόνο μια διοικητική πρόβλεψη, στο άρθ. 63 §2, διά της οποίας προέβλεπε ως προϋπόθεση χορήγησης, όχι μόνο αδείας χρήσης μουσικών οργάνων (χορηγούμενης από την Αστυνομία, και μετά το 2010 από τον οικείο Δήμο) στα Καταστήματα Υγειονομικού Ενδιαφέροντος (εφεξής «Κ.Υ.Ε.»), αλλά και «κάθε άλλης αδείας» στους χώρους εν γένει που προορίζονται για τη δημόσια εκτέλεση προστατευόμενης μουσικής, την προηγούμενη προσκόμιση «έγγραφης αδείας δημόσιας εκτέλεσης χορηγούμενης από τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της εξουσίας δημόσιας εκτέλεσης». Στη συνέχεια, διά του άρθ. 2 §9 του Ν. 3524/2007 προστέθηκε στο Ν. 2121/1993 το άρθ. 65Α, διά του οποίου ανατέθηκε στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ήδη Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος) καθώς και τις Αστυνομικές, Λιμενικές και Τελωνειακές Αρχές, να ελέγχουν την παραγωγή και διανομή υλικών φορέων που περιέχουν προστατευόμενα έργα χωρίς της άδεια του δημιουργού ή του Ο.Σ.Δ. που τον εκπροσωπεί και να επιβάλλουν τα προβλεπόμενα στο νόμο διοικητικά πρόστιμα. Ήδη δε, διά του άρθ. 55 §1 περ. ε’ του Ν. 2121/1993, στους Ο.Σ.Δ. είχε εξ υπαρχής δοθεί το δικαίωμα, μεταξύ άλλων «να προβαίνουν (…)σε κάθε διοικητική (…) ενέργεια για τη νόμιμη προστασία των δικαιωμάτων των δημιουργών ή των δικαιοδόχων τους και ιδίως (…) να ζητούν την απαγόρευση πράξεων που προσβάλλουν το δικαίωμα ως προς τις εξουσίες που τους έχουν ανατεθεί», διάταξη που συμπληρώνεται από το άρθ. 63 §1 του Ν. 2121/1993 προς παρεμπόδιση προσβολής του πνευματικού ή συγγενικού δικαιώματος ή της εξακολούθησής της. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση του άρθρ. 65Α, κατά την οποία η ίδια η Δημόσια Διοίκηση αναλαμβάνει το ρόλο του ελεγκτή κι επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και η αφαίρεση της διοικητικής αδείας, σε κάθε άλλη περίπτωση το δημόσιο αυτό έργο, υπό την έννοια της άσκησης δημόσιας εξουσίας επί των διοικουμένων – χρηστών, έχει εν τοις πράγμασι «παραδοθεί» στους Ο.Σ.Δ.. Τούτο πιστοποιείται και σε πρόσφατο έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών προς τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και δι’ αυτών σε όλους τους Δήμους της χώρας, υπ’ αριθ. πρωτ. 50385/6-3-2014 έγγραφο Γ.Δ.Τ.Α./ΥΠ.ΕΣ., το οποίο σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ΑΕΠΙ και ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ δε συγκαταλέγονται μεταξύ των δημοσίων ελεγκτικών οργάνων, ωστόσο είναι οι μόνοι αρμόδιοι ΦΟΡΕΙΣ που μπορούν να ελέγξουν αν εκτελείται δημόσια εκπροσωπούμενο από αυτούς ρεπερτόριο. (…) Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού οι ως άνω ΟΣΔ νομιμοποιούνται να προβαίνουν ενώπιον των ΟΤΑ στη δήλωση – βεβαίωση του α. 55 παρ. 2 του ν. 2121/1993 υποκείμενοι στις έννομες συνέπειες του νόμου για το αληθές της δήλωσής τους. Συνεπώς, σε περίπτωση που οι ως άνω ΟΣΔ υποβάλλουν σε ΟΤΑ αίτηση ανάκλησης αδείας ΚΥΕ που κάνει χρήση του ρεπερτορίου τους χωρίς την προβλεπόμενη από το άρθρο 63 παρ. 2 του ν. 2121/1993 άδειά τους, η οποία συνοδεύεται από σχετική δήλωση βεβαίωσή τους μαζί με εισαγγελική παραγγελία ή αστυνομική απαγόρευση [σ.σ. προφανώς εννοεί την απαγόρευση του άρθ. 63 §1 του Ν. 2121/1993] ο δήμος δεν αρχειοθετεί αυτή αλλά υποχρεούται να ανακαλέσει την άδεια ίδρυσης και λειτουργίας του ΚΥΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3463/2006 και του ν. 3852/2010». Ήτοι, με μόνη την υποβολή δήλωσης – «βεβαίωσης» από Ο.Σ.Δ. ότι γίνεται άνευ αδείας του δημόσια εκτέλεση προστατευόμενου ρεπερτορίου, χωρίς καν την ανάγκη απόδειξης του περιεχομένου της δήλωσης – «βεβαίωσης» και χωρίς να τηρείται από τον Ο.Σ.Δ. κανένα από τα εχέγγυα της χρηστής διοίκησης (δεδομένου ότι δεν αποτελεί διοικητική αρχή), κατά παράκαμψη ακόμη και του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του φερόμενου ως παραβάτη – χρήστη (στην περίπτωση εφαρμογής του άρθ. 6 §3 εδ. α’ του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας Ν. 2690/1999 σε συνδυασμό με το άρθρο 63 §1 του Ν. 2121/1993), ιδρύεται δέσμια αρμοδιότητα της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει κάθε διοικητική άδεια περί την επιχείρηση του χρήστη. Πρόκειται, δηλαδή, για εξουσία που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ» μιας επιχείρησης, επερχόμενη μάλιστα όχι ως το αποτέλεσμα διοικητικής διαδικασίας κι αιτιολογημένης νόμιμης κρίσης που φέρει όλα τα στοιχεία της εξωτερικής και εσωτερικής νομιμότητας της διοικητικής δράσης, ως θα έπρεπε, αλλά ως το αναπόφευκτο διοικητικά αποτέλεσμα (εν όψει και της νομικής φύσης της δέσμιας αρμοδιότητας) μιας απλής υπεύθυνης δήλωσης ενός άλλου ιδιώτη!!! Όλα τα παραπάνω πρέπει να καταργηθούν ρητά, άλλως να τροποποιηθούν κατάλληλα, στο πλαίσιο του Συντάγματος και των Διεθνών Συνθηκών.