• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΕΚΤ (ΕΝΩΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ)' | 22 Ιανουαρίου 2016, 12:40

    Α/Παρατηρήσεις για την παρ. 2 (που τροποποιεί την παράγραφο 3 του άρθρου 18 ν. 2121/1993 ) του άρθρου 69 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου: Από την επιβολή εύλογης αμοιβής δύνανται κατά τη διακριτική ευχέρεια κράτους – μέλους (άρθρο 5 § 2 α – β Οδηγίας 2001/29/EK) να εξαιρούνται τεχνικά μέσα, τα οποία πέραν των παρεπόμενων δυνατοτήτων αναπαραγωγής πνευματικών έργων δύνανται να έχουν κύριες χρήσεις, που εξυπηρετούν την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του κοινού, εφόσον προηγείται ισορροπημένη και αναλογική στάθμιση των σχετικών συγκρουόμενων δικαιωμάτων και έννομων συμφερόντων των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων (σκέψη 31 της Οδηγίας 2001/29/EK) και, συγκεκριμένα, του δικαιώματος για τη συμμετοχή στην Κοινωνία της Πληροφορίας (άρθρο 5Α § 2 Σ), το οποίο ασκείται με την ιδιωτική αναπαραγωγή του έργου. Το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα επιτάσσει τη διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους, η οποία αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19 του Συντάγματος (αιτιολογικές σκέψεις 2 και 5 της Οδηγίας 2001/29/EK, κατά τις οποίες ο επιδιωκόμενος από την Οδηγία 2001/29 σκοπός συνίσταται στη δημιουργία ενός γενικού και ευέλικτου πλαισίου στο επίπεδο της Ένωσης που θα ευνοεί την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, βλ. και ΔικΕΕ απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2011, C-283/2010, Circul Globus Bucuresti, σκέψη 38). Μέχρι σήμερα, στην Ελληνική νομοθεσία η εύλογη αμοιβή ρητώς δεν εφαρμόζεται σε παραγωγή και εισαγωγή ηλεκτρονικών υπολογιστών και των εξαρτημάτων αυτών (άρθρο 18 § 3 Ν. 2121/1993). Πιο συγκεκριμένα, στην αρχική του διατύπωση το εν λόγω άρθρο του Ν. 2121/1993 περιελάμβανε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές στις συσκευές οι οποίες υπαγόντουσαν στην υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής για ιδιωτική χρήση. Εντούτοις, η σχετική διάταξη τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 3049/2002, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 10 παρ. 33β του Ν. 3207/2003, η οποία αφαίρεσε από τον κατάλογο των συσκευών για τις οποίες οφείλεται η εύλογη αμοιβή τους υπολογιστές. Στην Εισηγητική Έκθεση του άρθρου 14 ν.3049/2002 η παραπάνω τροποποίηση αιτιολογήθηκε, μεταξύ άλλων, στη βάση ότι η συμπερίληψη των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο σύστημα της εύλογης αμοιβής δε λειτούργησε ομαλά και ότι, συνεπώς, μία τέτοια κατάργηση ήταν αναγκαία για την εξυπηρέτηση αποχρώντων λόγων δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην πραγμάτωση της συνταγματικής επιταγής για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην Κοινωνία της Πληροφορίας και της γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου που επιτάσσει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Πιο συγκεκριμένα, η κατάργηση της καταβολής εύλογης αμοιβής για τους δικαιούχους αναφορικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές είχε ως σκοπό να καταστεί προσιτή η αγορά στο ευρύ καταναλωτικό κοινό για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας, ενώ διατηρήθηκε και διευρύνθηκε για τις συσκευές που χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η παράγραφος 2 του άρθρου 69 επαναφέρει την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής για ιδιωτική χρήση ύψους 2% επί της αξίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών που εισάγονται στη χώρα μας. Την επιβάρυνση αυτή καλούνται να καταβάλουν οι ελληνικές εταιρείες εισαγωγής ηλεκτρονικών υπολογιστών, μετακυλώντας τη σχετική επιβάρυνση στους καταναλωτές των εν λόγω προϊόντων. Εντούτοις, η επιστροφή στο καθεστώς προ της τροποποίησης του 2002, όπως προτείνεται με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο, καθώς οι αποχρώντες λόγοι δημοσίου συμφέροντος, ήτοι η ανάγκη για τη διευκόλυνση των πολιτών για την πρόσβαση στην Κοινωνία της Πληροφορίας, είναι σήμερα πιο ισχυροί από ποτέ. Συγκεκριμένα, από το 2002 ως σήμερα η διείσδυση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στην οικονομία, στην κοινωνία αλλά και στις σχέσεις κράτους – πολίτη έχει καταστήσει αναγκαία την ολόπλευρη πρόσβαση του καθενός στη χρήση τους. Συνεπώς, η επιβάρυνση των Η/Υ με την προτεινόμενη εύλογη αμοιβή και ειδικά στις σημερινές συνθήκες δριμείας οικονομικής κρίσης συνιστά σημαντικό εμπόδιο στην πρόσβαση των πολιτών στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Υπενθυμίζεται ότι η ίδια η Πολιτεία, αναγνωρίζοντας την ανωτέρω αναγκαιότητα προώθησης της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών και διάδοσης της ευρυζωνικότητας, χρηματοδότησε το πρόγραμμα «Ψηφιακή Αλληλεγγύη» με σκοπό να καταστεί πιο προσιτή σε όλους η αγορά σχετικού εξοπλισμού. Σε κραυγαλέα αντίφαση με τα παραπάνω, το υπόψη σχέδιο νόμου επιδιώκει την επιβολή μίας νέας εισφοράς υπέρ τρίτων 2% στην τιμή αγοράς των Η/Υ. Είναι προφανές ότι το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο επιβαρύνοντας τις τιμές πώλησης των Η/Υ οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε η Πολιτεία με την «Ψηφιακή Αλληλεγγύη» και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω επισημαίνεται ότι το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο έρχεται σε μία χρονική στιγμή, κατά την οποία το σύστημα της εύλογης αμοιβής μέσω συσκευών στην παρούσα του μορφή τίθεται πανευρωπαϊκά υπό αμφισβήτηση. Αιτία είναι ότι το σύστημα αυτό προέρχεται από την εποχή των αναλογικών υλικών φορέων και είναι πλέον αναχρονιστικό στην ψηφιακή εποχή, όπου η επιγραμμική χρήση σε συνεχή ροή (streaming), κατά την οποία δεν δημιουργούνται αντίγραφα, αντικαθιστά όλο και περισσότερο την αγορά υλικών φορέων. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα δεδομένα της μουσικής βιομηχανίας (IFPI 2015) τα έσοδα από το streaming έχουν ξεπεράσει τα έσοδα από το downloading σε πάνω από 37 χώρες παγκοσμίως. Έτσι, μολονότι όλο και λιγότεροι χρήστες καταφεύγουν στην αγορά έργων που δύνανται να αναπαραχθούν, το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο έρχεται αγνοώντας τα δεδομένα της αγοράς να αυξήσει δραματικά την εύλογη αμοιβή των δημιουργών, συμπεριλαμβάνοντας τους Η/Υ στις συσκευές επί των οποίων επιβάλλεται το σχετικό τέλος. Επιπροσθέτως, το σύστημα της εύλογης αμοιβής που καθιερώνεται από την ως άνω Οδηγία 2001/29/ΕΚ τελεί υπό αναμόρφωση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COM(2015) 626 final της 9.12.2015 με τίτλο «Προς ένα σύγχρονο, πιο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας», η Επιτροπή «θα αξιολογήσει την ανάγκη για λήψη μέτρων προκειμένου να διασφαλίσει ότι, όταν τα κράτη μέλη επιβάλλουν τέλη για την αντιγραφή ιδιωτικής χρήσης και τη φωτοαναπαραγωγή προς αποζημίωση των δικαιούχων, τα διάφορα συστήματα λειτουργούν ορθά στην ενιαία αγορά και δεν δημιουργούν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Στα ζητήματα που μπορεί να χρειάζεται να αντιμετωπιστούν συγκαταλέγονται η σχέση μεταξύ αποζημίωσης και ζημίας των δικαιούχων, η σχέση μεταξύ συμβατικών συμφωνιών και επιμερισμού των τελών, οι διπλές πληρωμές, η διαφάνεια έναντι των καταναλωτών, οι απαλλαγές και οι αρχές που διέπουν τα συστήματα επιστροφής, καθώς και η απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών όσον αφορά τη διανομή των εισπραττόμενων τελών. Η Επιτροπή θα προωθήσει επίσης διάλογο προβληματισμού σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα τέλη μπορούν να διανέμονται πιο αποτελεσματικά στους δικαιούχους.» Συνεπώς θα ήταν σκόπιμο να αναμείνει ο Έλληνας νομοθέτης την αποκρυστάλλωση του ζητήματος της εύλογης αμοιβής σε επίπεδο Ε.Ε. προτού προβεί σε οποιαδήποτε τροποποίηση και δη διεύρυνσή του. Ενόψει όλων των ανωτέρω αποτελεί παράδοξο πώς ενώ το σύστημα της εύλογης αμοιβής στην παρούσα του μορφή τίθεται πανευρωπαϊκά υπό αμφισβήτηση ως μη ανταποκρινόμενο στα σημερινά οικονομικά δεδομένα, ο Έλληνας νομοθέτης να το διευρύνει τόσο δραστικά λίγο πριν την αναμόρφωσή του σε επίπεδο Ε.Ε. Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση Padawan του ΔικΕΕ κάθε σύστημα κράτους – μέλους, με το οποίο επιβάλλεται εύλογη αμοιβή για ιδιωτική αναπαραγωγή, το οποίο ορίζεται σε σταθερό ποσοστό ανεξαρτήτως συσκευής, ελέγχεται ως προς τη συμβατότητά του με το Κοινοτικό δίκαιο, αφού δεν λαμβάνει υπόψη τα τεχνικά χαρακτηριστικά και την προσφορότητα του συγκεκριμένου μέσου ως προς την ένταση αναπαραγωγής και την δυνατότητα αποθήκευσης κάθε φορέα. Το ΔικΕΕ στην υπόθεση Padawan διευκρινίζει μάλιστα ότι η «ασήμαντη» ζημία είναι πιθανό να μη γεννά υποχρέωση πληρωμής. Οι συσκευές Η/Υ, όπως τα κινητά τηλέφωνα, τα tablets, τα laptops κτλ, αποτελούν τεχνικά μέσα τα οποία έχουν πολλαπλές κύριες χρήσεις νευραλγικής σημασίας για την επικοινωνία, την παραγωγή, την εργασία, την δημιουργία και την καινοτομία, ενώ σε σχέση με τις κύριες χρήσεις τους η χρήση για ιδιωτική αντιγραφή είναι εντελώς δευτερεύουσα. Εν όψει των ανωτέρω ζητούμε την απόσυρση της παραγράφου 2 του άρθρου 69 του προτεινόμενου νομοσχεδίου. Β/Παρατηρήσεις για την παρ. 8 (προσθήκη άρθρου 66Ε) του άρθρου 69 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου: Με το άρθρο 5Α § 2 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, η δε διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας θεμελιώνεται και ως ανθρώπινο δικαίωμα από τα άρθρα 11 και 36 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Το εν λόγω συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα θεμελιώνει την υποχρέωση αποχής του κράτους από ενέργειες που περιορίζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των ατόμων στα αγαθά και τις εφαρμογές της κοινωνίας της πληροφορίας. Εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 3 § 2ζ του Ν. 4070/2012, που ενσωματώνει το άρθρο 1 § 1β της Οδηγίας 2009/140/ΕΕ στην Ελληνική έννομη τάξη, το οποίο προβλέπει ότι «[τ]υχόν μέτρα από δημόσιες αρχές που αφορούν στην πρόσβαση των τελικών χρηστών σε υπηρεσίες και εφαρμογές ή στη χρήση από τους τελικούς χρήστες υπηρεσιών και εφαρμογών μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να τελούν σε αρμονία με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις γενικές αρχές του Κοινοτικού δικαίου και, ιδιαιτέρως, να : 1. Είναι κατάλληλα, αναλογικά και αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία. 2. Εξασφαλίζουν δίκαιη και αμερόληπτη προκαταρκτική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως του ενδιαφερομένου ή των ενδιαφερομένων. 3. Υπόκεινται στις λοιπές διαδικαστικές διασφαλίσεις που προβλέπονται από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις γενικές αρχές του Κοινοτικού δικαίου. 4. Διασφαλίζουν το δικαίωμα των θιγόμενων σε αποτελεσματικό και έγκαιρο δικαστικό έλεγχο του λαμβανόμενου μέτρου. Περαιτέρω, με τον πρόσφατο Ενωσιακό Κανονισμό 2015/2120 θεμελιώνεται το ειδικότερο δικαίωμα στο ανοικτό διαδίκτυο, με βάση το οποίο οι τελικοί χρήστες αποκτούν το δικαίωμα να έχουν πρόσβαση και να διανέμουν πληροφορίες και περιεχόμενο καθώς και να χρησιμοποιούν και να παρέχουν εφαρμογές και υπηρεσίες χωρίς διάκριση, όπως επίσης και να χρησιμοποιούν τερματικό εξοπλισμό της επιλογής τους, ανεξαρτήτως του τόπου του τελικού χρήστη ή του παρόχου ή του τόπου, της προέλευσης ή του προορισμού της πληροφορίας, του περιεχομένου, της εφαρμογής ή της υπηρεσίας (άρθρο 3 § 1 του Κανονισμού). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος) οι περιορισμοί θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να είναι: α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη και το κοινό και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλ. σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Όσο πιο έντονος είναι ο περιορισμός, τόσο πιο προφανής πρέπει να είναι η αναγκαιότητα του υπό κρίση μέτρου. Ένα μέτρο διακοπής πρόσβασης αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό. Οι προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 8 (προσθήκη άρθρου 66Ε) του άρθρου 69 του υπό διαβούλευση σχεδίου συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στην κοινωνία της πληροφορίας στο μέτρο που με την εφαρμογή του θα διακόπτεται η πρόσβαση των χρηστών σε διαδικτυακό περιεχόμενο. Πρέπει λοιπόν να ελεγχθεί κατά πόσο ο περιορισμός αυτός εναρμονίζεται με την αρχή της αναλογικότητας. Στα πλαίσια αυτά καταθέτουμε τις εξής παρατηρήσεις : α/ Η τεχνική της διακοπής πρόσβασης στο επίπεδο των τηλεπικοινωνιακών παρόχων δεν είναι πρόσφορη για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού της μη πρόσβασης των χρηστών σε διαδικτυακό περιεχόμενο, καθώς είναι ευχερώς προσπελάσιμη από τους χρήστες με απλά και ευρέως διαθέσιμα τεχνικά μέσα και χωρίς απαιτήσεις εξειδικευμένης γνώσης. Επιπλέον, η προτεινόμενη διοικητική διαδικασία δεν πληρεί τα εχέγγυα δίκαιης δίκης, όπως αυτά έχουν νομολογηθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [λ.χ. δημοσιότητα της διαδικασίας], με αποτέλεσμα να μην πληρεί τα κριτήρια καταλληλότητας αναφορικά με το είδος και την έκταση του επιδιωκόμενου περιορισμού θεμελιώδους δικαιώματος. Περαιτέρω, η πρόβλεψη περί προσφυγής κατά αποφάσεων της προβλεπόμενης διοικητικής αρχής στο διοικητικό εφετείο ουσιαστικά αποξενώνει τους θιγόμενους από τέτοιες αποφάσεις από το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστική προστασία εξαιτίας του σημαντικού κόστους και του μακρού χρόνου επίλυσης. β/ Η τεχνική της διακοπής πρόσβασης στο επίπεδο των τηλεπικοινωνιακών παρόχων δεν είναι αναγκαία για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, καθώς με αυτήν γίνεται απόπειρα για την αντικατάσταση της ήδη ισχύουσας και εξαιρετικά ευνοϊκής για τους δικαιούχους δικαστικής διαδικασίας, που προβλέπεται στα άρθρα 63Α επ. του Ν. 2121/1993, αναφορικά με όλες τις υποθέσεις, που σχετίζονται με το διαδίκτυο και κατ’ επέκταση της υποκατάστασης της δικαστικής κρίσης σε τέτοιες υποθέσεις. γ/ Η τεχνική της διακοπής πρόσβασης στο επίπεδο των τηλεπικοινωνιακών παρόχων δεν είναι ούτε εν στενή έννοια αναλογική, καθώς η έκταση του περιορισμού [διακοπή πρόσβασης σε όνομα χώρου] θα πρέπει να είναι θεωρείται βέβαιο ότι στις πλείστες των περιπτώσεων θα είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό [προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας] και συνεπώς ανοιχτή σε εκτεταμένα φαινόμενα κατάχρησης. Συγκεκριμένα, με την προτεινόμενη διοικητική διαδικασία καθίσταται πρακτικά δυνατή η διακοπή πρόσβασης σε ιστοτόπους, ακόμη και αυτοί εμπεριέχουν 99% νόμιμο και μόνο 1% παράνομο περιεχόμενο. Κατ’ επέκταση, δια της εφαρμογής της προτεινόμενης διοικητικής διαδικασίας υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την εκτεταμένη διακοπή πρόσβασης σε απολύτως νόμιμο διαδικτυακό περιεχόμενο για τους χρήστες του διαδικτύου στην Ελλάδα. Με αυτό όμως το περιεχόμενο οι προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 8 (προσθήκη άρθρου 66Ε) του άρθρου 69 του υπό διαβούλευση σχεδίου παραβιάζουν το δικαίωμα των χρηστών για την πρόσβαση στην κοινωνία της πληροφορίας καθώς και την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της πληροφόρησης στην παθητική της διάσταση με τρόπο που αντίκειται στο Σύνταγμα και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Για τους παραπάνω λόγους, προτείνουμε τη διαγραφή του συνόλου της παραγράφου 8 (προσθήκη άρθρου 66Ε), ή έστω τη ριζική αναμόρφωσή της εν ευθέτω χρόνο, κατόπιν διαλόγου με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, λαμβάνοντας υπόψη και τις εξελίξεις στο επίπεδο της ΕΕ. Σε επικουρική βάση και στην περίπτωση που τα παραπάνω δεν γίνουν δεκτά, καταθέτουμε τα ακόλουθα σχόλια – παρατηρήσεις σε σχέση με την βελτίωση των προτεινόμενων διατάξεων : 1. Προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης του δικαιούχου προς την Αρχή θα πρέπει να είναι η πρότερη όχληση του κατόχου του επίμαχου ιστοτόπου ή/και του παρόχου υπηρεσιών φιλοξενίας του επίμαχου περιεχομένου. Η πρόβλεψη μίας τέτοιας εξωδικαστικής διαδικασίας υφίσταται σε άλλες έννομες τάξεις [βλ. ΗΠΑ], εμμέσως προβλέπεται και από την σχετική Οδηγία 2000/31/ΕΚ, ενώ συμβάλλει στην εξωδικαστική επίλυση μεγάλου όγκου υποθέσεων πριν αυτές φτάσουν στο επίπεδο της διοικητικής / δικαστικής επίλυσης. 2. Για την αποφυγή φαινομένων κατάχρησης της διαδικασίας προτείνεται να περιοριστεί ο κύκλος των αιτούντων τη διακοπή πρόσβασης στους αναγνωρισμένους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. 3. Για την κατ’ ελάχιστον εναρμόνιση με την αρχή της αναλογικότητας προτείνεται η προσθήκη λόγου απόρριψης αιτήσεων σε περίπτωση που ο καταγγελλόμενος ιστότοπος φιλοξενεί και νόμιμο περιεχόμενο [βλ. § 5 της προτεινόμενης διαδικασίας]. 4. Η γνωστοποίηση από την Αρχή προς τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους της κατατεθείσας αίτησης [βλ. § 6 της προτεινόμενης διαδικασίας] είναι ατελέσφορη, καθώς οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι δε φιλοξενούν διαδικτυακό περιεχόμενο και εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να προβούν σε άρση της προσβολής, δηλαδή σε αφαίρεση οποιουδήποτε διαδικτυακού περιεχομένου. Για τον λόγο αυτόν η σχετική πρόβλεψη πρέπει να αφαιρεθεί. 5. Για την θεμελίωση της ασφάλειας δικαίου ως προς τις υποχρεώσεις των τηλεπικοινωνιακών παρόχων κρίνεται αναγκαία η ρητή πρόβλεψη στον νόμο ότι η διακοπή πρόσβασης θα εκτελείται αποκλειστικά και μόνο σε επίπεδο ονόματος χώρου και ότι δε θα αφορά τη λήψη θετικών ενεργειών ή την εγκατάσταση τεχνολογικών φίλτρων, όπως άλλωστε απαγορεύεται από τα άρθρα 11 και 14 του ΠΔ 131/2003, που ενσωματώνουν την Ενωσιακή Οδηγία 2000/31/ΕΚ [βλ. § 10 της προτεινόμενης διαδικασίας]. 6. Τα νομικά ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο είναι πολλές φορές ασαφή και χρήζουν ερμηνείας. Η οριστική κρίση για το κατά πόσο μια πράξη στο διαδίκτυο αποτελεί προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας ή όχι απαιτεί σε πολλές περιπτώσεις πολυετείς δίκες, ενώ πολλές φορές τα ζητήματα αυτά καταλήγουν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό μορφή προδικαστικού ερωτήματος. Ως εκ τούτου, η ανάθεση της αρμοδιότητας για την επίλυση τέτοιων ζητημάτων σε διοικητική επιτροπή και με τόσο σύντομες διαδικαστικές προθεσμίες, πέραν της αμφίβολης συνταγματικότητας εν γένει, θα πρέπει τουλάχιστον να γίνει κατά τρόπο απόλυτα ορισμένο. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει η ως άνω Επιτροπή να έχει εξουσίες επί συγκεκριμένων ρητά κατονομαζόμενων παραβάσεων και όχι γενικώς και αορίστως επί «προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή/και συγγενικών δικαιωμάτων τελούμενης στο διαδίκτυο». Επιπροσθέτως για τους ίδιους λόγους θα πρέπει οι σχετικές προθεσμίες να επιμηκυνθούν τουλάχιστον στο διπλάσιο, ώστε το δικαίωμα ακρόασης να ασκείται ουσιαστικά και όχι μόνον τυπικά. 7. Ομοίως τα μέτρα που θα λαμβάνει η επιτροπή θα πρέπει να είναι απολύτως ορισμένα. Ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι τα μέτρα μπορεί να επιβάλλονται και σε τρίτους που δεν ευθύνονται κατά κανένα τρόπο για την παράβαση (όπως οι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο) και μάλιστα επ’ απειλή προστίμου 500-1.000 € για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης, δεν νοείται να μην προσδιορίζονται με ακρίβεια και σαφήνεια στον νόμο. Η τωρινή προτεινόμενη διατύπωση «…ή τους καλεί στη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου κρίνει η Επιτροπή πρόσφορο» δεν είναι επαρκώς ορισμένη. 8. Σε κάθε περίπτωση και ενόψει της σοβαρότητας των δικαιωμάτων και συμφερόντων που διακυβεύονται θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι χωρίς απόφαση του αρμοδίου οργάνου οι πάροχοι δεν θα υποχρεούνται με κανένα τρόπο στη διακοπή πρόσβασης στη χρήση του διαδικτύου καθώς και ότι η άσκηση προσφυγής στο Διοικητικό Εφετείο να έχει εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώ θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι έννομο συμφέρον για την άσκηση της προσφυγής έχει ο κάθε χρήστης του διαδικτύου, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία των πολιτών.