• ΑΡΘΡΟ 69 Α. Βλέπουμε κατ’ αρχήν θετική την ρητή αναφορά και ένταξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο άρθρο 18 του Ν. 2121/1993. Η άδικη κατάργηση της αμοιβής επί της αξίας εισαγωγής των ηλεκτρονικών υπολογιστών με τον Ν. 3049/2002 είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική και ηθική βλάβη των πνευματικών δημιουργών αφού διαμέσου των ηλεκτρονικών υπολογιστών πραγματοποιείτο αναμφίβολα αναπαραγωγή πνευματικών έργων για ιδιωτική χρήση. Από το 2002 όμως και ύστερα η αναπαραγωγή πνευματικού έργου για ιδιωτική χρήση διαμέσου των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει διευρυνθεί σε τεράστιο βαθμό και σήμερα ο ηλεκτρονικός υπολογιστής αποτελεί το προσφορότερο τεχνικό μέσο αναπαραγωγής πνευματικών έργων για ιδιωτική χρήση. Γι’ αυτό και με το ν.3905/2010 η απαρίθμηση των μέσων στο άρθρο 18 έγινε ενδεικτική και συνεπώς έκτοτε οι ηλεκτρονικές υπολογιστές (όπως και τα κινητά και οι ταμπλέτες) υπάγονται στην κατηγορία των τεχνικών μέσων του 6%. Περαιτέρω επισημαίνουμε ότι οι τιμές των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν μειωθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια και σήμερα η πλειοψηφία των υπολογιστών πωλείται σε τιμές 80 έως 150 Ευρώ. Συνεπώς, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές πρέπει να παραμείνουν στην κατηγορία των τεχνικών μέσων στα οποία η αμοιβή ορίζεται σε 6%. Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι με τα ψηφιακά μέσα αναπαράγονται για ιδιωτική χρήση έργα όλων των κατηγοριών μεταξύ των οποίων έντυπα κείμενα, εικόνες, φωτογραφίες, μουσικά έργα, οπτικοακουστικά έργα κλπ. Συνεπώς η διανομή της εύλογης αμοιβής που εισπράττεται από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τις ταμπλέτες, τα κινητά τηλέφωνα και τα ψηφιακά αποθηκευτικά μέσα θα πρέπει να διανέμεται σε όλες τις κατηγορίες των δικαιούχων συμπεριλαμβανομένων των συγγραφέων και των εκδοτών. Εντελώς αδικαιολόγητη είναι η εξαίρεση των εκτυπωτών από την υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής αφού είναι το κατ’ εξοχήν μέσο με το οποίο αναπαράγονται έργα του λόγου και εικόνες-φωτογραφίες. Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ οι εκτυπωτές υπάγονται στην υποχρέωση καταβολής εύλογης αμοιβής και πρέπει να επανέλθουν και στην ελληνική ρύθμιση. Β. Με τις ισχύουσες διατάξεις δεν υπάρχει πρόβλεψη γενικής υποχρέωσης ενημέρωσης – δήλωσης όσων προβαίνουν στην εισαγωγή ή κατασκευή των ειδών που υπάγονται στον θεσμό της εύλογης αμοιβής. Υποχρέωση υποβολής δήλωσης έχουν μόνον όσοι προσκληθούν σχετικά εγγράφως από τους δικαιούχους Οργανισμούς. Αυτό το κενό του νόμου έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι εισαγωγείς να επωφελούνται και να αναβάλλεται η υποχρέωσή τους μέχρι να τους εντοπίσουν οι Οργανισμοί. Στην περίπτωση μάλιστα που κάποιοι περιστασιακά και μόνον εισάγουν είναι πολύ δύσκολο για τους Οργανισμούς να τους εντοπίσουν. Πρέπει να σημειωθεί ότι η καθολική εφαρμογή του νόμου και η εξασφάλιση με τον τρόπο αυτόν ίσων όρων ανταγωνισμού καθώς και η αποφυγή στρεβλώσεων στην αγορά, αποτελεί πάγιο αίτημα και των εισαγωγέων – κατασκευαστών που ήδη συμβάλλονται με τους Οργανισμούς και καταβάλλουν με συνέπεια την εύλογη αμοιβή. Άρα η πρότασή μας είναι αφενός να προβλεφθεί γενική υποχρέωση δήλωσης όσων προβαίνουν στην εισαγωγή ή κατασκευή των ειδών που υπάγονται στο θεσμό της εύλογης αμοιβής, με επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση μη συμμόρφωσης τους και αφετέρου να προβλεφθεί η δυνατότητα των Οργανισμών να λαμβάνουν τη συγκεκριμένη πληροφόρηση για τις εν λόγω εισαγωγές από τις αρμόδιες διευθύνσεις του Υπουργείου Οικονομικών. Γ. Τέλος σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ θα πρέπει να διασφαλίζεται η επιστροφή της εύλογης αμοιβής σε τελικούς αγοραστές συσκευών που αποδεικνύουν ότι δεν τις χρησιμοποιούν για ιδιωτική χρήση. Παράλληλα για την ενότητα της εφαρμογής του νόμου και επειδή πρακτικά είναι αδύνατον οι εισαγωγείς να γνωρίζουν τους τελικούς αποδέκτες των συσκευών και ιδίως τη χρήση που αυτοί θα κάνουν θα πρέπει να καταβάλουν την εύλογη αμοιβή για το σύνολο των μέσων που εισάγουν και όχι να προβαίνουν σε ex ante εξαίρεση με βάση εκτιμήσεις (όπως έχει κριθεί με τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Amazon και Copydan). Προτείνουμε να συμπεριληφθεί σχετικά διάταξη που να διασφαλίζει αφενός την καταβολή της αμοιβής για το σύνολο των εισαγόμενων συσκευών και αφετέρου την επιστροφή από τους ΟΣΔ της εύλογης αμοιβής με σύντομες και απλές διαδικασίες σε εκείνους τους τελικούς χρήστες – αποδέκτες των συσκευών που αποδεικνύουν ότι δεν χρησιμοποιούν τις συσκευές για ιδιωτικές αναπαραγωγές.