• Άρθρο 23 Κυκλοφορία – Πωλήσεις (άρθρο 23 παρ.2α) Η καθιέρωση ενός ελαχίστου ορίου πωλήσεων ανά έκδοση είναι βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας μιας εφημερίδας και ασφαλώς όχι μόνο πρέπει να υπάρχει αλλά και να αυστηροποιηθεί και να διασφαλιστεί η μη καταστρατήγησή του. Ως εκ τούτου η καθιέρωση ορίου πωλήσεων με βάση συντελεστή επί του πληθυσμού κάθε νομού είναι η σωστή αντιμετώπιση για να αποφευχθούν οι αστείες και ακατανόητες κατηγοριοποιήσεις του παρελθόντος. Παρότι ο συντελεστής θα μπορούσε να είναι υψηλότερος του προβλεπόμενου (0,3% επί του πληθυσμού του νομού) εντούτοις και υπό τις παρούσες συνθήκες στην αγορά, δεν μας βρίσκει αντίθετους η ρύθμιση. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι το κριτήριο των πωλήσεων αφορά ΜΟΝΟ τις περιφερειακές εφημερίδες αφού περιλαμβάνεται στο άρθρο 23 και όχι στο άρθρο 4, πράγμα που σημαίνει ότι στο γενικό Μητρώο Έντυπου Τύπου όλες οι λοιπές κατηγορίες εντύπων καταχωρούνται χωρίς κριτήριο πωλήσεων, δηλαδή μπορούν να εντάσσονται ακόμη και free press εκδόσεις κλπ. Τιμολόγηση εφημερίδων Στο σημείο αυτό προκύπτει και ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα που συνδέεται με το κριτήριο των πωλήσεων και δεν είναι άλλο από την σοβαρή καταστρατήγηση του κριτηρίου που έχει παρατηρηθεί τελευταία σε αρκετές περιπτώσεις και δεν είναι άλλο από την εξευτελιστική τιμολόγηση σε επίπεδα π.χ του 0,1 ευρώ ανά φύλλο(!!) που εντούτοις είναι και συνεχίζει και με το παρόν Σχέδιο Νόμου να είναι επιτρεπτή. Πρόκειται δηλαδή για εφημερίδες ουσιαστικά free press που υποτιμολογούνται κατ’ αυτόν τον αχαρακτήριστο τρόπο για να αποφύγουν ακριβώς τον χαρακτηρισμό free press και να μπορούν να καταχωρούν κρατικές δημοσιεύσεις! Επομένως, πρέπει να τεθεί εκ του νόμου κάποιο όριο τιμολόγησης του φύλλου που με βάση τις συνθήκες της αγοράς δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 0,30 ευρώ. Για να αποκλειστεί δε και η άλλη πιθανή οδός καταστρατήγησης με όχημα τις συνδρομές πρέπει και εκεί να τεθεί ως όριο, πάλι με βάση τις συνθήκες της αγοράς, ένα ποσοστό όχι λιγότερο του 80% της συνολικής αξίας της συνδρομής με βάση υπολογισμού βεβαίως το κατώτατο επιτρεπτό όριο τιμολόγησης ανά φύλλο. Απαγόρευση χειρόγραφων και φωτοτυπημένων εκδόσεων (άρθρο 23 παρ.2γ) Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο εφημερίδων που δεν τυπώνονται σε κανονικό τυπογραφικό χαρτί αλλά αναπαράγονται από φωτοτυπικά κλπ σε μικρό εννοείται αριθμό αντιτύπων και με προφανή στόχο να διατηρήσουν απλώς το δικαίωμα κρατικών δημοσιεύσεων. Επειδή δε προβάλλουν ως δικαιολογία τον ισχυρισμό ότι τα σύγχρονα ταχυεκτυπωτικά μηχανήματα συγκεκριμένων τύπων της αγοράς δεν είναι φωτοτυπικά μηχανήματα(!), η διατύπωση της συγκεκριμένης απαγόρευσης πρέπει να είναι η εξής: γ) να μην είναι χειρόγραφες, να μη φέρουν εκτύπωση σε μία μόνο όψη, να εκτυπώνονται σε τυπογραφικό μηχάνημα τύπου OFFSET (κυλινδρικό ή επίπεδο) και να υπάρχει σχετική υπεύθυνη δήλωση του εκδότη. Το κριτήριο της επίκαιρης τοπικής ύλης ως υποχρεωτικό ποσοστό (50%) επί του συνόλου της ύλης (άρθρο 23 παρ. 2δ) είναι κατάλοιπο παλαιότερων ρυθμίσεων, ανεφάρμοστο στην πράξη και περιττό, υπό προϋποθέσεις δε μπορεί να οδηγήσει και σε περιπλοκές. Υιοθετήθηκε όταν δεν υπήρχαν ουσιαστικά άλλες δικλείδες ασφαλείας, όπως αυτές που εισάγει το παρόν Σχέδιο Νόμου, προκειμένου να αποφευχθούν εκδόσεις χωρίς δημοσιογράφους που απλώς αναπαρήγαγαν κείμενα από το internet. Αν στην εφημερίδα υπάρχει επαρκής αριθμός δημοσιογράφων, θα υπάρχει αυτονόητα και επίκαιρη τοπική ύλη που στις σοβαρές εφημερίδες δεν είναι το 50% αλλά το 80% ή και το σύνολο της ύλης. Επίσης βραχυκυκλώνει τις υπηρεσίες εποπτείας και ελέγχου που θα πρέπει να μετρούν κείμενα με το υποδεκάμετρο! Τέλος επειδή δεν διευκρινίζεται σχετικά, αν μια ημέρα το ποσοστό επίκαιρης ύλης για κάποιο λόγο πέσει κάτω του 50% και υπάρξει σχετική καταγγελία, τι θα γίνει; Θα επιβληθεί η προβλεπόμενη σοβαρότατη ποινή της διαγραφής; Κατά τη γνώμη μας τα όποια παραστατικά και δικαιολογητικά απαιτηθούν θα πρέπει να είναι πλήρη, πρόσφατα, ακριβή και να μην υποκαθίστανται από διάφορες «υπεύθυνες δηλώσεις». Ως εκ τούτου μας βρίσκει σύμφωνους η πρόβλεψη υποβολής πίνακα προσωπικού θεωρημένου από την αρμόδια επιθεώρηση εργασίας καθώς και βεβαιώσεων ασφάλισης του προσωπικού στα οικεία ταμεία (άρθρο 23 παρ.3α) . Ειδική προσοχή πρέπει να δοθεί για ευνόητους λόγους, στην πιστοποίηση της πραγματικής κυκλοφορίας και των πραγματικών πωλήσεων με βάση όλα όσα ήδη αναφέρθηκαν. Θεωρούμε αναγκαία την πιστοποίηση του αναγκαίου αριθμού των πωλούμενων φύλλων με παραστατικά (τιμολόγια κλπ) από όλους τους φορείς και τα μέσα πώλησης (πρακτορεία διανομής κεντρικά ή τοπικά, αναγνωρισμένα με αποκλειστικό αντικείμενο εργασίας το συγκεκριμένο, συνδρομές, άλλα σημεία πώλησης κλπ). Η βεβαίωση του «νομίμως απασχολούμενου διανομέα σχετικά με τον αριθμό των διακινούμενων (και όχι πωληθέντων) φύλλων» που προβλέπεται στο άρθρο 23 παρ.3β, πρέπει να καταργηθεί.