• Σχόλιο του χρήστη 'Άννα Μαρία Κατσιμένη' | 13 Μαρτίου 2023, 13:13

    Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, προϋπόθεση για την απόκτηση της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους είναι να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη αρνητική απόφαση χορήγησης διεθνούς προστασίας ενώ, μάλιστα, διευκρινίζεται πως σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος παραμονής βάσει σχετικού δικαιώματος του αιτούντος διεθνούς προστασίας στη Χώρα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73 του ν. 4939/2022, δεν προσμετράται για τη συμπλήρωση της επταετίας! Από κανένα σημείο του παρόντος, ούτε από την αιτιολογική έκθεση αλλά ούτε και από το άρθρο πρώτο του νομοσχεδίου όπου αποτυπώνεται ο σκοπός αυτού, δεν προκύπτει η ανάγκη επιπλέον συρρίκνωσης έως ουσιαστικής κατάργησης της ΜΟΝΗΣ δυνατότητας ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ νομιμοποίησης υτχ, αυτή της άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο, ο σκοπός του νομοσχεδίου «είναι η αναμόρφωση του Κώδικα Μετανάστευσης και η συμπερίληψη σε αυτόν του συνόλου των αδειών διαμονής που χορηγούνται από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές σε πολίτες τρίτων χωρών ώστε να διασφαλίζονται η πληρέστερη ανταπόκριση της μεταναστευτικής πολιτικής στις σύγχρονες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικονομίας, καθώς και η απλούστευση, η διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των διαδικασιών». Με ποιον ακριβώς τρόπο η εξαίρεση από την προσμέτρηση της 7ετίας του χρονικού διαστήματος που κάποιος έμενε νόμιμα στη χώρα έστω με προσωρινό τίτλο, ήτοι αυτόν του ΔΑΔΠ και συνεπώς εργαζόταν νόμιμα, πλήρωνε φόρους, ασφαλιζόταν εξυπηρετεί τη μεταναστευτική πολιτική της χώρας; Η ως άνω εισαγόμενη διάκριση παραβιάζει ευθέως την καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας που αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Πώς είναι δυνατό να μην θεωρείται ότι η ρύθμιση αυτή εισάγει διάκριση στο πρόσωπο των πρώην αιτούντων άσυλο όταν ένας πολίτης τρίτης χώρας που δεν αιτήθηκε ποτέ άσυλο στη χώρα, ήτοι έμεινε 7 χρόνια τελείως παράτυπα, θα δικαιούται να νομιμοποιηθεί σε αντίθεση με έναν που διέμενε έστω προσωρινά νόμιμα σε αυτή; Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- συρρίκνωση του δικαιώματος νομιμοποίησης το πρώτον υτχ που διαμένουν χρόνια στη χώρα και δη η εισαγωγή διακριτικής μεταχείρισης στο πρόσωπο των υτχ που στο παρελθόν συνιστούσαν αιτούντες άσυλο και διέμεναν στη χώρα ως τέτοιοι πέραν του ότι εγείρει σημαντικούς προβληματισμούς σε σχέση με τη συνταγματικότητά της, θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στην ελληνική κοινωνία αφού θα εξωθήσει χιλιάδες υτχ που όλο αυτό το διάστημα διέμεναν στην ελληνική επικράτεια περιμένοντας να νομιμοποιηθούν οριστικά στην παρανομία. Δεν υπάρχει υτχ που από το 2016 να μην έχει διαμείνει στην Ελλάδα ένα – μεγαλύτερο ή μικρότερο – διάστημα της ζωής του ως αιτών άσυλο, απεναντίας, το σύνηθες είναι σημαντικό κομμάτι της 7ετίας – αν όχι όλο – να αποδεικνύεται από έγγραφα που κάποιος έχει εκδώσει ως αιτών άσυλο, τα οποία μάλιστα αποτελούσαν μέχρι και σήμερα τα πιο ισχυρά έγγραφα «βέβαιης χρονολογίας». Η εξώθηση στην παρανομία χιλιάδων αλλοδαπών θα δημιουργήσει έντονες πιέσεις στην ελληνική κοινωνία (επιβάρυνση φορολογικού και κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, εγκληματικότητα, μαύρη εργασία που οδηγεί σε συνολική πτώση των ημερομισθίων, γκετοποίηση, ριζοσπαστισμός) αλλά και θα βυθίσει όλους αυτούς τους ανθρώπους σε ακόμη πιο ευάλωτη θέση (ενίσχυση των δικτύων διακινητών για μετεγκατάστασή τους σε άλλη χώρα της Ευρώπης, εργασιακή εκμετάλλευση – μαύρη εργασία, trafficking, φτώχεια).