• Σχόλιο του χρήστη 'Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA)' | 13 Μαρτίου 2023, 22:16

    Επαναφέρονται οι προτάσεις της κοινωνίας των πολιτών, διατυπωθείσες ήδη στη δημόσια διαβούλευση προ της ψήφισης του Ν 4825/2021 (ΦΕΚ Α΄ 157/04.09.2021), για την επίτευξη, κατ’ελάχιστον, της αναγκαίας εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο (RSA κ.α., Παρατηρήσεις νομικών οργανώσεων επί του Σχεδίου Νόμου «Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών», Ιούνιος 2021, διαθέσιμο στο: https://bit.ly/3LhN3jg). Η τροποποίηση των διατάξεων του Κώδικα Ασύλου και συναφών νομοθετικών κειμένων καθίσταται έτι επιτακτικότερη ενόψει των διαδικασιών επί παραβάσει που έχει εκκινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της χώρας για κακή μεταφορά της ενωσιακής νομοθεσίας, ιδίως με νέες προειδοποιητικές επιστολές για την Οδηγία 2008/115/ΕΚ για τις επιστροφές τον Σεπτέμβριο του 2022 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «September Infringements package: key decisions», 29 Σεπτεμβρίου 2022, https://bit.ly/3ZzCYCJ) και για την Οδηγία 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο τον Ιανούαριο του 2023 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «January Infringements package: key decisions», INF/23/142, 26 Ιανουαρίου 2023, https://bit.ly/3RdzL8n). 1) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ & ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ: ΑΡΘΡΟ 40 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Το αρ. 40, περ. α΄ του Κώδικα Ασύλου εισάγει το καθεστώς «περιορισμού ελευθερίας» των υπαγόμενων σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, συνιστάμενο σε απαγόρευση εξόδου από τις εγκαταστάσεις του ΚΥΤ. Λαμβανομένου υπόψη του βαθμού του περιορισμού στην προσωπική ελευθερία των νεοεισερχομένων, ήτοι της υποχρεωτικής παραμονής τους εντός του ΚΥΤ, της αδυναμίας τους να δεχθούν επισκέπτες εκτός της δομής και του περιορισμού και της παρακολούθησης των κινήσεών τους από τις αρχές (ΔΕΕ, Υποθέσεις C-924/19 και C-925/19 FMS, 14 Μαΐου 2020, σκ. 226-227), το εν λόγω μέτρο αποτελεί εκ των πραγμάτων κράτηση κατά την έννοια του αρ. 2, παρ. θ΄ της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή. Το μέτρο του «περιορισμού ελευθερίας» δυνάμει του αρ. 40, περ. α΄ του Κώδικα Ασύλου εφαρμόζεται αδιακρίτως για ανώτατο διάστημα 25 ημερών, προς υπηρέτηση του σκοπού της ολοκλήρωσης των διαδικασιών υποδοχής και ταυτοποίησης. Εντούτοις, ουδόλως υπόκειται στις προϋποθέσεις και τις εγγυήσεις που προβλέπει ο ενωσιακός νομοθέτης για την κράτηση των αιτούντων άσυλο στα αρ. 8 έως 11 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή και στο αρ. 26 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, ιδίως την εξατομικευμένη εξέταση της συνδρομής των περιοριστικά αναφερόμενων στο αρ. 8, παρ. 3 λόγων κράτησης, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του στερητικού της ελευθερίας μέτρου (ΔΕΕ, Υποθέσεις C-924/19 και C-925/19 FMS, 14 Μαΐου 2020, σκ. 258-259). Κατά συνέπεια, η ανωτέρω διάταξη της εθνικής νομοθεσίας αντιβαίνει στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις αμφότερων των Οδηγιών. Την ερμηνεία αυτή ενισχύει και η υπ’αριθμόν INFR(2022)2156 προειδοποιητική επιστολή που απηύθυνε στην Ελληνική Κυβέρνηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη Ιανουαρίου του 2023, σε διαδικασία επί παραβάσει κατά της χώρας για πλημμελή μεταφορά των άρθρων 8, 9 και 11 της Οδηγίας για την υποδοχή. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η περ. α΄ του άρθρου 40 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «(α) υπάγονται στις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, τελώντας σε καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας τους εντός του Κέντρου μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 50 του παρόντος.» 2) ΚΡΑΤΗΣΗ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΑΣΥΛΟ: ΑΡΘΡΟ 52 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Το αρ. 52, παρ. 3 του Κώδικα Ασύλου μεταφέρει πλημμελώς το αρ. 11, παρ. 6 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή, όπως επισημαίνεται και στην υπ’αριθμόν INFR(2022)2156 προειδοποιητική επιστολή που απηύθυνε στην Ελληνική Κυβέρνηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη Ιανουαρίου του 2023. Ο ενωσιακός νομοθέτης περιορίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση της διασφάλισης ξεχωριστού καταλύματος για τις οικογένειες υπό κράτηση, στις μόνες περιπτώσεις των αιτούντων που κρατούνται «σε συνοριακό φυλάκιο ή σε ζώνη διέλευσης» εκτός του πλαισίου των διαδικασιών των συνόρων. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η παρ. 3 του άρθρου 52 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «3. Στις οικογένειες υπό κράτηση, παρέχεται ξεχωριστό κατάλυμα με τη συγκατάθεση όλων των ενήλικων μελών τους, υπό συνθήκες που διασφαλίζουν την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και για εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από το προηγούμενο εδάφιο όταν ο αιτών κρατείται σε συνοριακό φυλάκιο ή σε ζώνη διέλευσης.» 3) ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΥΠΟΔΟΧΗΣ: ΑΡΘΡΑ 46, 55, 61 Ν 4939/2022 Το αρ. 46, περ. γ΄ του Κώδικα Ασύλου θεσπίζει, ως λόγο περιορισμού ή ανάκλησης των υλικών συνθηκών υποδοχής των αιτούντων άσυλο, τη μη συμμόρφωση του αιτούντος με απόφαση μεταφοράς σε δομή για την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποδοχής και ταυτοποίησης, με ανάλογη εφαρμογή του αρ. 57 του νόμου. Η διάταξη είναι αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον υπερβαίνει τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους περιορισμού ή ανάκλησης των συνθηκών υποδοχής, που προβλέπονται στο αρ. 20, παρ. 1-3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή. Δεν συγκαταλέγεται, δε, στους λόγους περιορισμού ή ανάκλησης των συνθηκών υποδοχής η μη συμμόρφωση του ανηλίκου αιτούντος με την υποχρέωση εγγραφής σε σχολείο ή παρακολούθησης μαθημάτων, την οποία έχει εισαγάγει ο κοινός νομοθέτης στο αρ. 55, παρ. 2 του Κώδικα Ασύλου. Προσέτι, έχει αποσαφηνιστεί στη νομολογία του ΔΕΕ ο διαχωρισμός των κυρώσεων που προβλέπει το αρ. 20, παρ. 4 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή από τους λόγους περιορισμού ή ανάκλησης των συνθηκών υποδοχής. Σύμφωνα με την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ, η Οδηγία δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν τη διακοπή των υλικών συνθηκών υποδοχής ως κύρωση σε αιτούντες, οι οποίοι παραβιάζουν τους κανόνες λειτουργίας των δομών φιλοξενίας (ΔΕΕ, Υπόθεση C-233/18 Haqbin, 12 Νοεμβρίου 2019, σκ. 56). Κατά συνέπεια, είναι αντίθετες με το αρ. 20, παρ. 4 της Οδηγίας οι διατάξεις του αρ. 61, παρ. 4 του Κώδικα Ασύλου. Τέλος, ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει μεταφέρει στο αρ. 57, παρ. 5 του Κώδικα Ασύλου την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να λαμβάνουν υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, σύμφωνα με το αρ. 20, παρ. 5 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η περ. γ΄ άρθρου 39 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) καταργείται. Η παρ. 2 του άρθρου 55 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «2. Η ένταξη στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της ταυτοποίησης του ανήλικου. Εάν οι ανήλικοι αιτούντες και τα ανήλικα τέκνα των αιτούντων δεν συμμορφώνονται προς την υποχρέωση της παρ. 1 και δεν εγγράφονται ή δεν παρακολουθούν τα αντίστοιχα σχολικά μαθήματα, επειδή αποδεδειγμένα δεν επιθυμούν να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα, επιβάλλονται σε βάρος των ενήλικων μελών της οικογένειας του ανήλικου, οι προβλεπόμενες για τους Έλληνες πολίτες διοικητικές κυρώσεις.» Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «4. Σε περιπτώσεις σοβαρής παραβίασης του Κανονισμού Λειτουργίας των κέντρων φιλοξενίας, η οποία διαταράσσει την ομαλή λειτουργία των κέντρων και τη συμβίωση των ατόμων σε αυτά ιδίως όταν επιδεικνύεται ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά, επιβάλλεται κύρωση, χωρίς τη διακοπή της παροχής υλικών συνθηκών.» Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 61 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «5. Η απόφαση για περιορισμό ή διακοπή παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής ή η απόφαση με την οποία επιβάλλεται η κύρωση της παρ. 4, λαμβάνεται από την αρμόδια Αρχή υποδοχής σε ατομική και αντικειμενική βάση και οφείλει να είναι αιτιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.» 4) ΘΥΜΑΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ & ΒΙΑΣ: ΑΡΘΡΟ 67 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Το αρ. 67, παρ. 1 του Κώδικα Ασύλου προβλέπει ότι η πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων και βίας πραγματοποιείται «με ιατρική γνωμάτευση από δημόσιο νοσοκομείο, στρατιωτικό νοσοκομείο ή κατάλληλα εκπαιδευμένους ιατρούς δημοσίων φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας, συμπεριλαμβανομένων των ιατροδικαστών». Ο περιορισμός των φορέων αρμόδιων για τη χορήγηση σχετικής ιατρικής γνωμάτευσης αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο, εφόσον δεν προβλέπεται τέτοια δυνατότητα στα κράτη μέλη ούτε στο αρ. 25, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή, ούτε στο Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με το οποίο η πιστοποίηση των θυμάτων βασανιστηρίων απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση και τη συνδρομή κοινωνικού λειτουργού, ιατρικής, ψυχολογικής και νομικής εμπειρογνωμίας. Δέον όπως επισημανθεί ότι η πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων ή άλλων μορφών βίας δυνάμει του αρ. 67 του νόμου ουδέποτε έχει υλοποιηθεί από την έναρξη ισχύος της αρχικής διάταξης (Άρθρο 23 Ν 4540/2018, ΦΕΚ Α΄ 91/22.05.2018) μέχρι σήμερα, εφόσον οι δημόσιοι φορείς υγείας δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα και διαδικασίες για τη διεξαγωγή της (Αντί πολλών, ΜΕΤΑδραση, Θύματα βασανιστηρίων: Από την ανίχνευση στην προστασία: Ιστορικό, πρακτικές και συστάσεις για τη βελτίωση της προστασίας των θυμάτων βασανιστηρίων στην Ελλάδα, 21 Δεκεμβρίου 2021, https://bit.ly/3170BJQ, Γιατροί Χωρίς Σύνορα, «Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ολοκληρώνουν τη δράση τους στην κλινική για επιζώντες βασανιστηρίων στην Αθήνα», 21 Δεκεμβρίου 2021, https://bit.ly/3EBMrOC). Παράλληλα, γνωματεύσεις από φορείς εκτός των προβλεπόμενων στο αρ. 67 του Κώδικα Ασύλου εξακολουθούν να μην γίνονται δεκτές από τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές (Ενδεικτικά, 4η ΕπΠροσ 79499/2023, σ. 9). Συνακολούθως, η επίμαχη διάταξη καθιστά την πιστοποίηση των θυμάτων βασανιστηρίων αδύνατη και διακινδυνεύει την υποχρέωση των ελληνικών αρχών για τον εντοπισμό και την παραπομπή των θυμάτων βασανιστηρίων σε υπηρεσίες αποκατάστασης, ακόμη και αν αυτά έχουν διαγνωστεί με πιστοποιητικά εξειδικευμένων φορέων, τα οποία ακολουθούν έγκυρα τη μεθοδολογία που προβλέπει το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η παρ. 1 του άρθρου 67 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «1. Τα θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών πράξεων βίας πιστοποιούνται από εξειδικευμένους φορείς και λαμβάνουν την αναγκαία περίθαλψη για τη βλάβη που προκλήθηκε, ιδίως πρόσβαση σε κατάλληλη ιατρική και ψυχολογική θεραπεία ή περίθαλψη.» 5) ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ: ΑΡΘΡΟ 76 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Η διάταξη μεταφέρει πλημμελώς το αρ. 23, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον παραλείπει τη θέσπιση διαδικασιών «που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αιτούντος», παρέχοντας σε διαπιστευμένους δικηγόρους πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες ή πηγές, τις οποίες συνεκτιμά η αποφαινόμενη αρχή. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η παρ. 4 του άρθρου 76 του ν. 4939/2022 (Α΄111) τροποποιείται ως εξής: «4. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι που εκπροσωπούν αιτούντες, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του φακέλου τους, βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί η απόφαση, υπό την επιφύλαξη του τέταρτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και υπό την προϋπόθεση ότι οι ανωτέρω πληροφορίες δεν σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Άλλοι εξουσιοδοτημένοι σύμβουλοι ή πρόσωπα, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου, που παρέχουν συνδρομή σε αιτούντες, έχουν πρόσβαση σε στοιχεία του φακέλου τους, υπό τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον αυτά σχετίζονται με την παρεχόμενη συνδρομή. Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής, μετά από αιτιολογημένη πράξη του, απαγορεύει τη γνωστοποίηση πληροφοριών ή της πηγής αυτών, εφόσον πρόκειται για διαβαθμισμένες πληροφορίες που σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ενώ δύναται, μετά από αιτιολογημένη πράξη του, να απαγορεύει τη γνωστοποίησή τους, εφόσον η αποκάλυψή τους ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή των προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων, τα οποία αφορούν οι πληροφορίες, ή εάν θίγονται οι έρευνες σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή οι διεθνείς σχέσεις των κρατών μελών. Η παραπάνω απαγόρευση δεν θα πρέπει να περιορίζει δυσανάλογα το δικαίωμα του αιτούντος σε εκπροσώπηση, νομική συμπαράσταση και υπεράσπιση. Η πρόσβαση στις εν λόγω απόρρητες πληροφορίες ή πηγές είναι δυνατή από πιστοποιημένους πληρεξούσιους δικηγόρους, από την Αρχή Προσφυγών, στο πλαίσιο εξέτασης προσφυγής και από το Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 114 του παρόντος Κώδικα αίτησης ακύρωσης.» 6) ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ: ΑΡΘΡΟ 79 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Σχετικά με τις υποχρεώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου προ της έκδοσης απόφασης επί της αίτησης, το αρ. 79, παρ. 3, περ. α΄ του Κώδικα Ασύλου αναφέρεται στη συλλογή και τήρηση «συγκεκριμένων και ακριβών» πληροφοριών σχετικά με τη χώρα προέλευσης του αιτούντος. Οι ανωτέρω πληροφορίες οφείλουν να είναι και «ενημερωμένες», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο αρ. 10, παρ. 3, περ. β΄ και τις αιτ. σκ. 39 και 48 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου (Βλ. και τους όρους «up-to-date» στο αγγλικό, «actualisées» στο γαλλικό και «actualizada» στο ισπανικό κείμενο του αρ. 10, παρ. 3, περ. β΄ της Οδηγίας). Προσέτι, ο νομοθέτης παραλείπει πλήρως τη μεταφορά του συνδεόμενου με την ανωτέρω διάταξη αρ. 12, παρ. 2, περ. δ΄ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με την πρόσβαση του αιτούντος ή/και του εκπροσώπου ή νομικού συμβούλου του στις συγκεκριμένες πηγές πληροφοριών, τις οποίες συνεκτιμά η αποφαινόμενη αρχή για να αποφασίσει επί της αίτησης. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η περ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 79 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «α. Αναζητεί, συλλέγει, αξιολογεί και τηρεί συγκεκριμένες, ενημερωμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, καθώς και τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες προέλευσης των αιτούντων (χώρες καταγωγής, χώρες προηγούμενης συνήθους διαμονής, χώρες μέσω των οποίων διήλθαν κ.λπ.). Για τον σκοπό αυτόν λαμβάνει συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, άλλες συναρμόδιες Αρχές ή αντίστοιχες αρχές κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλες αρχές ή όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεθνείς οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στις Αρμόδιες Αρχές Απόφασης, στους αιτούντες και, εάν απαιτείται, στους δικηγόρους ή άλλους συμβούλους τους.» 7) ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΑΡΘΡΟ 82 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Σύμφωνα με το αρ. 15, παρ. 3, περ. γ΄ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, τα κράτη μέλη «επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη. Η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτών εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια.» Ωστόσο, ο κοινός νομοθέτης μεταφέρει πλημμελώς τη διάταξη στο αρ. 82, παρ. 12, περ. β΄ του Κώδικα Ασύλου, στο οποίο προβλέπεται ότι «ο διερμηνέας που επιλέγεται είναι ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που κατανοεί ή που ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί ο αιτών». Η ελληνική νομοθεσία δεν πληροί τις σαφείς προδιαγραφές που θέτει το ενωσιακό δίκαιο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και απρόσκοπτης επικοινωνίας κατά τη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης, μέσω της διενέργειας της επικοινωνίας σε γλώσσα την οποία προτιμά ο αιτών, εκτός αν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί πραγματικά και στην οποία δύναται να επικοινωνήσει με σαφήνεια. Δεν συμμορφώνεται με τις επιταγές του ενωσιακού νομοθέτη η ρύθμιση περί επικοινωνίας σε γλώσσα, την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί ο αιτών. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η περ. β΄ της παρ. 12 του άρθρου 82 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «β. ο διερμηνέας που επιλέγεται είναι ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών.» 8) ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ: ΑΡΘΡΟ 86 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Μεταφέρονται πλημμελώς οι περ. α΄ και β΄ του αρ. 28, παρ. 2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου στις περ. β΄ και δ΄ του αρ. 86, παρ. 2 του Κώδικα Ασύλου, καθότι δεν ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία η δυνατότητα του αιτούντος να αποδείξει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ότι η μη παράσταση στην προσωπική συνέντευξη ή η αναχώρηση από τον τόπο διαμονής του οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Η παράλειψη της ανωτέρω διαδικαστικής εγγύησης φέρει σοβαρές συνέπειες, εφόσον συνεπάγεται κατά περίπτωση την έκδοση πράξης διακοπής της διαδικασίας εξέτασης ή απόρριψης της αίτησης ασύλου με συνακόλουθη έκδοση απόφασης επιστροφής (ΣτΕ 1398/2022), χωρίς τη δυνατότητα αναπομπής της υπόθεσης από την Επιτροπή Προσφυγών στην Υπηρεσία Ασύλου για τη διεξαγωγή νέας συνέντευξης σε πρώτο βαθμό, σε περίπτωση που κρίνεται ότι έχει εμφιλοχωρήσει παράβαση της διαδικασίας (Άρθρο 111 Ν 4939/2022. Βλ. ΣτΕ 689/2021, σκ. 15). Περαιτέρω, ο ενδεικτικός κατάλογος των λόγων σιωπηρής ανάκλησης που προβλέπεται στο αρ. 86, παρ. 2 του ίδιου νόμου περιλαμβάνει τεκμήρια μη συναφή με τη βούληση του αιτούντος να υπαχθεί στη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, όπως: - η περ. ε΄ περί παραβίασης των υποχρεώσεων του αρ. 83 του Κώδικα, ιδίως της αυτοπρόσωπης εμφάνισης ή προσκόμισης βεβαίωσης διαμονής σε δομή φιλοξενίας το νωρίτερο δύο ή τρεις ημέρες πριν την – έγγραφη, κατά κανόνα – συζήτηση της προσφυγής, η οποία όμως ρυθμίζεται διαφορετικά στο αρ. 102 του Κώδικα, - η περ. η΄ περί μη συμμόρφωσης με απόφαση μεταφοράς σε δομή φιλοξενίας, η οποία παραβλέπει, περαιτέρω, το πνεύμα της Οδηγίας για την υποδοχή και τους περιορισμούς που θέτει ο ενωσιακός νομοθέτης στη δυνατότητα των κρατών μελών να μεταφέρουν τους αιτούντες από μία δομή φιλοξενίας σε άλλη (RSA, Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου περί Διεθνούς Προστασίας, 21 Οκτωβρίου 2021, 18-19, https://bit.ly/3yQIzrv), - η περ. στ΄ περί παράλειψης ανανέωσης του Δελτίου Αιτήσαντος Διεθνή Προστασία την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του, - η ευρεία και επαναλαμβανόμενη αναφορά σε μη συνεργασία με τις αρχές στην περ. ζ΄. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 83 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) καταργούνται. Το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 83 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) καταργούνται. Η παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «2. Σιωπηρή ανάκληση θεωρείται ότι υπάρχει ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι ο αιτών: α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του κατά το άρθρο 3 του παρόντος νόμου ή β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη ή σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, όπως προβλέπεται στα άρθρα 82 και 102 του παρόντος, παρότι κλήθηκε νόμιμα, ή γ. διέφυγε από τον χώρο όπου βρισκόταν υπό κράτηση ή δεν συμμορφώθηκε με τα επιβληθέντα εναλλακτικά μέτρα, ή δ. αναχώρησε από τον χώρο όπου διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές εφόσον είχε προς τούτο υποχρέωση ή εγκατέλειψε τη Χώρα χωρίς να λάβει άδεια από τις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, Οι περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν ο αιτών αποδείξει εντός δέκα (10) ημερών ότι συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 83 του παρόντος Κώδικα. 9) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ: ΑΡΘΡΟ 89 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Ο νομοθέτης έχει παραλείψει τη μεταφορά του αρ. 31, παρ. 6, περ. α΄ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, σύμφωνα με το οποίο, εάν η εξέταση της αίτησης σε πρώτο βαθμό υπερβαίνει το διάστημα των έξι μηνών, ο αιτών ενημερώνεται για την καθυστέρηση. Δέον όπως σημειωθεί ότι η περ. β΄ της ανωτέρω παραγράφου δεν έχει μεταφερθεί ορθώς στο αρ. 88, παρ. 6 του Κώδικα Ασύλου, ενόσω η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρεται σε υπέρβαση του χρονικού ορίου των έξι μηνών αλλά του «ανώτατου κατά περίπτωση χρονικού ορίου». Δεν διασφαλίζεται συνακολούθως η απρόσκοπτη πρόσβαση του αιτούντος στις εγγυήσεις της Οδηγίας με την παρέλευση του εξάμηνου από την κατάθεση της αίτησης. Η δε διάταξη του αρ. 89, παρ. 9 του Κώδικα Ασύλου σχετικά με την ταχύρρυθμη διαδικασία υπερβαίνει τα όρια που θέτει ο ενωσιακός νομοθέτης στο αρ. 31, παρ. 8 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και δη τους περιοριστικά απαριθμούμενους λόγους επιβολής της οικείας διαδικασίας. Συγκεκριμένα, δεν προβλέπεται ως λόγος εφαρμογής της ταχύρρυθμης διαδικασίας η περίπτωση όπου «ο αιτών αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση να υποβληθεί σε λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία». Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η παρ. 6 του άρθρου 88 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) τροποποιείται ως εξής: «6. Στις περιπτώσεις που η εξέταση διαρκεί πέραν των έξι μηνών, ο αιτών ενημερώνεται για την καθυστέρηση. Ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητά αυτοπροσώπως πληροφορίες από τις Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής για τους λόγους της καθυστέρησης και τον χρόνο, κατά τον οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησης. Η ενημέρωση αυτή δεν θεμελιώνει υποχρέωση των ανωτέρω Αρχών να λάβουν απόφαση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.» Η περ. ια΄ της παρ. 9 του άρθρου 88 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) καταργείται. 10) ΠΡΟΔΗΛΩΣ ΑΒΑΣΙΜΕΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ: ΑΡΘΡΟ 93 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Επισημαίνεται εκ νέου ότι ο ενωσιακός νομοθέτης του αρ. 32, παρ. 2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου επιτρέπει τον χαρακτηρισμό αιτήσεων ως «προδήλως αβάσιμων» αποκλειστικά στις περιπτώσεις για τις οποίες επιτρέπεται η εφαρμογή της ταχύρρυθμης διαδικασίας δυνάμει του αρ. 31, παρ. 8 της Οδηγίας. Η ελληνική νομοθεσία παραμένει ασύμβατη με το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον προβλέπονται στο αρ. 93 του Κώδικα Ασύλου λόγοι πρόδηλης αβασιμότητας πέραν όσων επιτρέπει η Οδηγία, ήτοι η απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση στην περ. ι΄ (που αποδίδεται εσφαλμένα και στην ελληνική εκδοχή της Οδηγίας: Βλ. «not inadmissible» στην αγγλική εκδοχή της διάταξης, «n’est pas irrecevable» στη γαλλική, nicht unzulässig ist» στη γερμανική και «no sea inadmissible» στην ισπανική) και η κατάφωρη παραβίαση του καθήκοντος συνεργασίας στην περ. ια΄ της παρ. 2, καθώς και η παραμονή στο έδαφος της χώρας μόνο για οικονομικούς λόγους σύμφωνα με την παρ. 3. Προσέτι, το προβλεπόμενο στο αρ. 102, παρ. 2 του Κώδικα Ασύλου τεκμήριο καταχρηστικής κατάθεσης της προσφυγής με μόνο στόχο την καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της εκτέλεσης απόφασης απέλασης, ουδόλως συνάγεται από τη μόνη παράλειψη της αυτοπρόσωπης παράστασης του προσφεύγοντος ή της προσκόμισης βεβαίωσης φιλοξενίας εντός δύο ή τριών ημερών κατά περίπτωση, σύμφωνα με το αρ. 83, παρ. 3 του Κώδικα. Δέον όπως επισημανθεί ότι, βάσει του αρ. 98, ο προσφεύγων ήδη βαρύνεται με την υποχρέωση κατάθεσης της προσφυγής υπό τη μορφή δικογράφου, στο οποίο αναγράφονται οι συγκεκριμένοι λόγοι προσφυγή. Η εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης αποτελεί σαφή ένδειξη της πρόθεσης του προσφεύγοντος όπως προσβάλει την πρωτοβάθμια απόφαση ασύλου με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών. Η πρόθεση αυτή ουδόλως ανατρέπεται από την αδυναμία του προσφεύγοντος να συμμορφωθεί με τις αυστηρές και δυσανάλογες διαδικαστικές απαιτήσεις του αρ. 83, παρ. 3 του νόμου. Εντούτοις, η γενικευμένη εφαρμογή της διάταξης οδηγεί στη συστηματική και δυσανάλογη απόρριψη προσφυγών από τις Επιτροπές, με τουλάχιστον 1.800 απορρίψεις προσφυγών επί τη βάσει της διάταξης το 2022, αποκλείοντας τους αιτούντες από την έννομη προστασία. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Οι περ. ι΄ και ια΄ της παρ. 2 και η παρ. 3 του άρθρου 93 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) καταργούνται. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 102 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) καταργείται. 11) ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: ΑΡΘΡΟ 94 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Η «υποβολή» της αίτησης κατά την έννοια του αρ. 6, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, με την οποία αποκτάται η ιδιότητα του «αιτούντος άσυλο» (Άρθρο 69, παρ. 8 Ν 4939/2022), συνίσταται στην έκφραση της βούλησης του ενδιαφερομένου να καταθέσει αίτηση διεθνούς προστασίας. Όπως αποσαφηνίζεται από το ΔΕΕ, «η ενέργεια της «υποβολής» αίτησης διεθνούς προστασίας δεν απαιτεί καμιά διοικητική διατύπωση» (ΔΕΕ, C-36/20 VL κατά Ministerio Fiscal, 25-06-2020, σκ. 93). Περαιτέρω, το Δικαστήριο τονίζει ότι, μολονότι «το άρθρο 6, παράγραφος 3, της ως άνω οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαιτούν οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να κατατίθενται σε καθορισμένο χώρο, επισημαίνεται ότι καμία διάταξη της ίδιας οδηγίας δεν θεσπίζει παρόμοιο κανόνα όσον αφορά την υποβολή των αιτήσεων διεθνούς προστασίας» (ΔΕΕ, C-808/18 Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, 17 Δεκεμβρίου 2020, σκ. 96). Το αρ. 94, παρ. 10 του Κώδικα Ασύλου, που προβλέπει ανεξαιρέτως την καταβολή παραβόλου ύψους 100 ευρώ ανά άτομο ως προϋπόθεση για την υποβολή δεύτερης και επέκεινα μεταγενέστερης αίτησης, θέτει ανεπίτρεπτους περιορισμούς στο δικαίωμα της «υποβολής» μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, κατά ευθεία παράβαση του αρ. 6, παρ. 1 της Οδηγίας. Η, δε, Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τονίσει ότι «το εισαχθέν παράβολο για τις μεταγενέστερες αιτήσεις φαίνεται πολύ υψηλό» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έγγραφο υπ’αριθμ. Ares(2021)7289610, 26 Νοεμβρίου 2021, σκ. 2.4) και ότι «η άνευ όρων επιβολή παραβόλου 100 ευρώ για δεύτερες μεταγενέστερες αιτήσεις εγείρει ζητήματα ως προς την αποτελεσματική πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απάντηση στην υπ’αριθμ. Ε-5103/2021 ερώτηση, 25 Ιανουαρίου 2022). Επίσης, έχει «επαναλάβει τις ανησυχίες της σχετικά με τη θέσπιση παραβόλου σε πολιτικό επίπεδο» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έγγραφο υπ’αριθμ. Ares(2022)1024324, 11-02-2022, σ. 3). Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η παρ. 10 του άρθρου 94 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) καταργείται. 12) ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ: ΑΡΘΡΟ 118 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ Το αρ. 118, παρ. 1 του Κώδικα Ασύλου μεταφέρει πλημμελώς το αρ. 26, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή, εφόσον παραλείπεται η διάταξη περί άσκησης προσφυγής κατά αποφάσεων που αφορούν τη χορήγηση των συνθηκών υποδοχής. Λόγω της πλημμελούς ενσωμάτωσης της Οδηγίας, οι αιτούντες άσυλο στερούνται ένδικο βοήθημα για την προβολή νομικών ή πραγματικών λόγων, κατά απόφασης της διοίκησης, η οποία απορρίπτει την πρόσβασή τους σε συνθήκες υποδοχής. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η παρ. 1 του άρθρου 118 του ν. 4939/2022 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «1. Κατά των αποφάσεων σχετικά με την παροχή των συνθηκών υποδοχής, των αποφάσεων που περιορίζουν ή διακόπτουν την παροχή των συνθηκών υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 61 του παρόντος Κώδικα, καθώς και κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 49 του παρόντος Κώδικα, οι θιγόμενοι αιτούντες έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999).» 13) ΠΡΟΑΝΑΧΩΡΗΣΙΑΚΗ ΚΡΑΤΗΣΗ: ΑΡΘΡΟ 97 ΚΩΔΙΚΑ ΑΣΥΛΟΥ, ΑΡΘΡΟ 30 Ν 3907/2011 Το αρ. 97, παρ. 4 του Κώδικα Ασύλου, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται κατά κανόνα η κράτηση σε προαναχωρησιακό κέντρο (ΠΡΟ.ΚΕ.Κ.Α.) σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής από την Επιτροπή Προσφυγών, καθώς και το αρ. 30 Ν 3907/2011 με το οποίο ανάγεται η προαναχωρησιακή κράτηση σε κανόνα για την επίσπευση των διαδικασιών επιστροφών, επιβάλλουν την κράτηση ως γενικευμένο μέτρο, κατά κατάφωρη παραβίαση της υποχρέωσης της χώρας να ακολουθεί τη διαβάθμιση των σταδίων που ορίζει η Οδηγία επιστροφών για την υλοποίηση της διαδικασίας επιστροφής (ΔΕΕ, C-61/11 El Dridi, 28 Απριλίου 2011, σκ. 36-41) και να καταφεύγει στη διοικητική κράτηση μόνο κατ’εξαίρεση, εφόσον είναι αναγκαίο, κατόπιν εξατομικευμένης εξέτασης και για συγκεκριμένους λόγους, όπως ορίζει το αρ. 15, παρ. 1 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ (Βλ. τους όρους «may only keep in detention» στο αγγλικό κείμενο, «peuvent uniquement placer en rétention» στο γαλλικό κείμενο της διάταξης) και το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία. Για τον λόγο αυτό, απηύθυνε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή νέα προειδοποιητική επιστολή στην υπ’αριθμ. INFR(2014) 2231 διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας για κακή μεταφορά της ως άνω οδηγίας. Προσέτι, όπως έχει ήδη επισημανθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς την Ελλάδα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Προειδοποιητική επιστολή – Παράβαση αριθ. 2014/2231, C(2014) 7344, 16 Οκτωβρίου 2014, 3), υπενθυμίζεται ότι δεν επιτρέπεται από το ενωσιακό κεκτημένο η επιβολή της προαναχωρησιακής κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας (ΔΕΕ, C-357/09 PPU Kadzoev, 30 Νοεμβρίου 2009, Σύσταση (ΕΕ) 2017/2338 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής», σημ. 14.1.) Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Η παρ. 4 του άρθρου 97 του ν. 4939/2022 (Α΄ 111) καταργείται. Η παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 3907/2011 (Α΄ 7) τροποποιείται ως εξής: «1. Οι υπήκοοι τρίτης χώρας που υπόκεινται σε διαδικασίες επιστροφής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 21, τίθενται υπό κράτηση για την προετοιμασία της επιστροφής και τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης μόνο σε περίπτωση που το αρμόδιο αστυνομικό όργανο κρίνει ότι: α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή β) ο υπήκοος τρίτης χώρας παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης και ότι δεν εφαρμόζονται άλλα λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως εκείνα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 22, εφόσον κρίνονται αποτελεσματικά. Η κράτηση επιβάλλεται και διατηρείται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα διεκπεραίωσης της διαδικασίας απομάκρυνσης, η οποία εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Σε κάθε περίπτωση, για τη συνέχιση του μέτρου της κράτησης λαμβάνονται υπόψη η διαθεσιμότητα κατάλληλων χώρων κράτησης και η δυνατότητα εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης για τους κρατουμένους.» 14) ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΦΥΓΗΣ: ΑΡΘΡΟ 18, περ. ζ΄ Ν 3907/2011 Σύμφωνα με το αρ. 3, σημ. 8 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ για τις επιστροφές, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν στο δίκαιό τους αντικειμενικά κριτήρια, βάσει των οποίων αξιολογείται η συνδρομή του κινδύνου διαφυγής στη διαδικασία επιστροφής. Προς τούτο απαιτείται η θέσπιση νομοθετικής διάταξης γενικής ισχύος, ώστε η εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου από τις αρμόδιες αρχές να τηρεί τις επιταγές της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας, της προσβασιμότητας και της προστασίας κατά της αυθαιρεσίας, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (ΔΕΕ, C-528/15 Al Chodor, 15 Μαρτίου 2017, σκ. 40-43). Συνακολούθως, η εισαγωγή μη εξαντλητικού καταλόγου κριτηρίων ουδόλως συμμορφώνεται με την υποχρεώση της θέσπισης αντικειμενικών κριτηρίων στην εθνική νομοθεσία και με την αναγκαία ασφάλεια δικαίου. Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Το δεύτερο εδάφιο της περ. ζ΄ του άρθρου 18 του ν. 3907/2011 (Α΄ 7) τροποποιείται ως εξής: «Τέτοια αντικειμενικά κριτήρια αποτελούν:» 15) ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ: ΑΡΘΡΟ 83 Ν 3386/2005 Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η ποινική νομοθεσία των κρατών μελών της ΕΕ στον τομέα της παράτυπης εισόδου και διαμονής πρέπει να συμμορφώνεται με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ για τις επιστροφές και δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της (ΔΕΕ, C-806/18 JZ, 17 Σεπτεμβρίου 2020, σκ. 26-27, Υπόθεση C-329/11 Achugbabian, 6 Δεκεμβρίου 2011, σκ. 50). Για το λόγο αυτό, όπως έχει επισημανθεί ήδη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην υπ΄αριθμ. INFR 2014/2231 επιστολή, είναι αντίθετη με την Οδηγία η ρύθμιση του αρ. 83, παρ. 1 Ν 3386/2005, η οποία προβλέπει ποινή φυλάκισης για το πλημμέλημα της παράνομης εισόδου (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Προειδοποιητική επιστολή – Παράβαση αριθ. 2014/2231, C(2014) 7344, 16 Οκτωβρίου 2014, 24. Βλ. Βασίλειος Παπαδόπουλος, «Ένα νομοσχέδιο με ανομολόγητες προθέσεις – Επαναφορά σε καθεστώς αλλοδαπών πολιτών χωρίς χαρτιά», 25 Ιουνίου 2021, https://bit.ly/2T5Eqj5). Για τον λόγο αυτό, η RSA συνιστά τα κάτωθι: Το άρθρο 83 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212) καταργείται.