• Σχόλιο του χρήστη 'Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες' | 14 Φεβρουαρίου 2019, 20:49

    Για τον επιτυχημένο σχεδιασμό της Εθνικής Στρατηγικής θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη οι διεθνείς και ευρωπαϊκές προκλήσεις σε ζητήματα ασύλου και μετανάστευσης. Η ίδια η χρήση του όρου «προσφυγική κρίση» προκειμένου να παρουσιαστεί ως η νέα πρόκληση για τη στρατηγική της ένταξης, παραβλέπει το γεγονός, ότι όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω η Ελλάδα αντιμετώπισε ήδη και παλαιότερα προσφυγικά ρεύματα, ως προς τα οποία θα έπρεπε να αναπτύξει πολιτική ένταξης. Επιπλέον, θα πρέπει να αποτυπωθεί σε μια Εθνική Στρατηγική για την ένταξη ότι αν και ο αριθμός των δικαιούχων διεθνούς προστασίας ήταν ιδιαίτερα μεγάλος για τα δεδομένα της Ελλάδας, εντούτοις ο αριθμός αυτός δεν ήταν δυσανάλογος για το μέγεθος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ώστε τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες προστασίας τους. Συνεπώς θα πρέπει στο κείμενο της Εθνικής Στρατηγικής να αποτυπώνεται η ανάγκη χάραξης μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής για την ένταξη, ανεξάρτητα από συγκυριακές μεταβολές. Στη συνέχεια, η Στρατηγική συνδέει τις προκλήσεις της Ένταξης για ένα «σημαντικό αριθμό προσώπων που παρέμειναν στην Ελλάδα» μετά το 2015 με «το κλείσιμο των συνόρων από τις γειτονικές βαλκανικές και κεντροευρωπαϊκές χώρες, καθώς και την απροθυμία ορισμένων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους στο πλαίσιο του Προγράμματος Μετεγκατάστασης». Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσο διατηρείται το κριτήριο καθορισμού του πρώτου κράτους μέλους εισόδου στην ΕΕ ως υπεύθυνου για την εξέταση αιτήσεων ασύλου, τόσο η Ελλάδα θα αναλαμβάνει δυσανάλογο μερίδιο της ευθύνης χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει –μεταξύ άλλων- δυνατότητες ένταξης στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Όπως εξάλλου αναφέρει και η ίδια η Στρατηγική, τους τελευταίους δώδεκα μήνες, η Ελλάδα υπήρξε σταθερά η τέταρτη ευρωπαϊκή χώρα σε αριθμό υποβληθείσων αιτήσεων διεθνούς προστασίας μετά τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, και πριν από χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία και η Ισπανία (υπό 2.3). Επομένως η βάση του προβλήματος εντοπίζεται στη μη αναθεώρηση του Κανονισμού του Δουβλίνου και όχι στο κλείσιμο των συνόρων (τα οποία σημειώνεται ότι οι γειτονικές βαλκανικές χώρες δεν είχαν νομική υποχρέωση να διατηρήσουν ανοιχτά). Σε αυτό το πλαίσιο, η μη τήρηση των δεσμεύσεων του προγράμματος μετεγκατάστασης αναδεικνύει εντονότερα την ανάγκη καθιέρωσης μόνιμου νομικά δεσμευτικού μηχανισμού που να διασφαλίζει αφενός τον σεβασμό των δικαιωμάτων και αφετέρου την δίκαιη κατανομή της ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Τέλος, η αναφορά στατιστικών στοιχείων στο σύνολο του κειμένου θα πρέπει να ειδωθεί ξανά, ενόψει παρόδου σημαντικού χρόνου από η συγγραφή του κειμένου έως την ανάρτησή της σε διαβούλευση. Σημαντική πηγή θα μπορούσε να αποτελέσει η συλλογή στατιστικών στοιχείων της ΥΑ/ΟΗΕ, στο πλαίσιο συλλογής στοιχείων για την κατάσταση στη Μεσόγειο (https://data2.unhcr.org/en/situations/mediterranean/location/5179).