• Η διάταξη του Άρθρου 46 εισάγει στην ελληνική έννομη τάξη τη δυνατότητα κράτησης αιτούντα άσυλο, ο οποίος έχει ήδη καταθέσει αίτημα ασύλου εν ελευθερία. Για το λόγο αυτό δημιουργεί ένα γενικευμένο καθεστώς ανασφάλειας και ευθέως υπονομεύει το «τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας». Επιπλέον, οι προτεινόμενες διατάξεις, λόγω της ασαφούς διατύπωσής τους αλλά και των σκέψεων της αιτιολογικής έκθεσης, δύναται να θεωρηθεί ότι μπορεί να προβλέπουν ως επιτρεπόμενο χρόνο κράτησης αιτούντα άσυλο ακόμη και το ανώτατο χρονικό όριο των 18 μηνών που προβλέπεται από την Οδηγία Επιστροφής, ενώ επίσης ρητά διακρίνουν την κράτηση λόγω εξέτασης αίτησης ασύλου από την κράτηση στο πλαίσιο απομάκρυνσης με επιστροφή/απέλαση/επανεισδοχή, η οποία ήδη κατά το ν. 3907/2011 μπορεί να διαρκέσει για ανώτατο χρονικό διάστημα 18 μηνών. Ταυτόχρονα, οι αιτήσεις ασύλου κρατουμένων προβλέπεται ότι θα εξετάζονται στο πλαίσιο της «κατά απόλυτης προτεραιότητας διαδικασίας», ήτοι ολοκλήρωση του α’ βαθμού εντός μόλις 15 ημερών. Σε μία τέτοια περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερα δυσμενή θέση του κρατούμενου αιτούντα άσυλο, καθίσταται προφανές το ανέφικτο της άσκησης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων όσων παραμένουν υπό κράτηση. Περαιτέρω, η διάταξη καταργεί βασικές εγγυήσεις κατά την επιβολή/συνέχιση του μέτρου, όπως τον αυτόματο δικαστικό έλεγχο της απόφασης επιβολής/παράτασης της κράτησης αιτούντα άσυλο «με σκοπό την ελάφρυνση των διοικητικών αρχών και των δικαστηρίων» σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, χωρίς να λαμβάνεται όμως υπόψη ότι εξαιτίας της φύσης των στερητικών της ελευθερίας μέτρων, η υποχρέωση επιβολής/έγκρισης μέτρου κράτησης από Δικαστήριο συνιστά υποχρέωση που ευθέως απορρέει από το Κράτος Δικαίου και την ίδια τη συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Επιπλέον, δεν απαιτείται πλεόν εισήγηση της Υπηρεσίας Ασύλου για τη συνέχιση του μέτρου της κράτησης και ορίζεται απλώς ότι η σχετική απόφαση λαμβάνεται «κατόπιν ενημέρωσης του Προϊσταμένου της Αρμόδιας Αρχής Παραλαβής». Τέλος, σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη πτυχή του ζητήματος, επισημαίνεται ότι, για ακόμη μια φορά, ο έλληνας νομοθέτης δεν καταργεί τη δυνατότητα κράτησης παιδιών είτε ασυνόδευτων είτε συνοδευόμενων από μέλη της οικογένειάς τους, παρά το γεγονός ότι αυτό το μέτρο είναι καταφανώς αντίθετο προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.