• Σχόλιο του χρήστη 'HIAS Greece' | 1 Ιουλίου 2021, 14:06

    Το αρ. 18 προτείνει την απάλειψη της ρητής αναφοράς στην υποχρέωση των αρμόδιων αρχών ασύλου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό να διατάσσουν την αναβολή της απομάκρυνσης, σε περίπτωση που παραβιάζεται η αρχή της επαναπροώθησης. Υπενθυμίζεται ότι η παραπομπή του ενδιαφερομένου σε διαδικασία χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, την οποία επιτρέπει το αρ. 6, παρ. 4 της Οδηγίας επιστροφών, αποτελεί τη μόνη αποτελεσματική δικλείδα ασφαλείας για την τήρηση των υποχρεώσεων της χώρας προς τους ανθρώπους, η απομάκρυνση των οποίων κωλύεται λόγω της αρχής της μη επαναπροώθησης ή άλλων λόγων π.χ. οικογενειακή ζωή, ανηλικότητα, λόγοι υγείας και την αποφυγή της δημιουργίας ενός πληθυσμού σε καθεστώς παρατεταμένης ανασφάλειας και διακινδύνευσης. Συνακολούθως, κρίνεται απαραίτητη η επαναφορά της ρύθμισης, την οποία κατήργησε ο Ν 4686/2020. Παράλληλα, επισημαίνονται σημαντικές αντιφάσεις στις ρυθμίσεις που διαπνέουν το Σχέδιο Νόμου, οι οποίες καθιστούν μεν τις αρχές ασύλου συναρμόδιες για την κίνηση της διαδικασίας επιστροφής, τους αφαιρούν ωστόσο τη δυνατότητα διαταγής της αναβολής απομάκρυνσης. Ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, επαναλαμβάνεται η ανάγκη της πλήρους επαναφοράς του δικαιώματος παραμονής των προσφεύγοντων μέχρι την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας διαδικασίας. Εφόσον ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει με το αρ. 2 του παρόντος Σχεδίου Νόμου την ενσωμάτωση της απόφασης απέλασης ή επιστροφής στην απορριπτική απόφαση επί της αίτησης ασύλου, πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, κατά την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ (C-181/16 Gnandi, σκ. 56). Στην υπόθεση Gnandi, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι «η προστασία που συνεπάγονται αυτοδικαίως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και η αρχή της μη επαναπροωθήσεως πρέπει να διασφαλίζεται με την αναγνώριση υπέρ του αιτούντος διεθνή προστασία δικαιώματος πραγματικής προσφυγής έχουσας αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον ενώπιον ενός δικαστηρίου» (C-181/16 Gnandi, σκ. 58). Προσέτι, η διάταξη του αρ. 104, παρ. 2 Ν 4636/2019 διατηρεί την κατάθεση χωριστής αίτησης παραμονής ως περιττό διαδικαστικό στάδιο στη δευτεροβάθμια εξέταση των αιτήσεων ασύλου, το οποίο προσθέτει δυσανάλογο φόρτο στους προσφεύγοντες και στις Επιτροπές Προσφυγών, λαμβανομένου υπόψη και του σύντομου των προθεσμιών που τους επιβάλλονται από το νόμο για τη συζήτηση των προσφυγών. Ενδεικτική του προβληματικού χαρακτήρα της ρύθμισης παραμένει η συστηματική πρακτική της απόρριψης της σχετικής αίτησης παραμονής ως άνευ αντικειμένου, κατόπιν της έκδοσης απόφασης επί της προσφυγής (ενδεικτικά 4η ΕπΠροσ 12645/2020, 6η ΕπΠροσ 5692/2020, 10η ΕπΠροσ 7465/2020, 13η ΕπΠροσ 2727/2020, 14η ΕπΠροσ 4334/2020, 19η ΕπΠροσ 19883/2020). Κατ’ελάχιστον, κρίνεται απαραίτητη η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με το αρ. 46, της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, εφόσον το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το αρ. 26 Ν 4686/2020, δεν μεταφέρει ορθώς το αρ. 46, παρ. 7 της Οδηγίας, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εφαρμόζεται το αρ. 46, παρ. 6 της Οδηγίας στις διαδικασίες των συνόρων. Καίτοι η Οδηγία διευκρινίζει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη η παρέκκλιση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα των προσφυγών στη διαδικασία των συνόρων μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις της παρ. 6, το αρ. 104, παρ. 3 Ν 4636/2019 δεν παραπέμπει στις αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως μεταφέρονται στο αρ. 104, παρ. 2 του νόμου. Αντιθέτως, η διάταξη προβλέπει ότι «η δυνατότητα εξαίρεσης από το δικαίωμα παραμονής, σύμφωνα με την παραγραφό 1» ισχύει για τις διαδικασίες των συνόρων, τηρουμένων των εγγυήσεων της παρ. 3. Συνακολούθως, ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει, κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, ότι η παρέκκλιση από το δικαίωμα παραμονής του προσφεύγοντος στο έδαφος δύναται να επιβληθεί σε οποιαδήποτε απόφαση εκδιδόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας των συνόρων. Όπως καταδεικνύεται από την εφαρμογή του νόμου στις διαδικασίες του αρ. 90, παρ. 3 Ν 4636/2019 μέχρι σήμερα, στερούνται ανασταλτικού αποτελέσματος και οι προσφυγές κατά αποφάσεων απαράδεκτου δυνάμει της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας» ή απόρριψης αίτησης ως αβάσιμης, σε πλήρη αντίθεση με την Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου. Για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 18 ως εξής: 1. Στην παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) διαγράφονται το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο και προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως εξής: «Όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, παύει η ισχύς του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος, η αποφαινόμενη Αρχή εξετάζει τη συνδρομή των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης και χορηγεί βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης.» 2. Η παρ. 2, η παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρου 104 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) καταργούνται. 3. Προστίθεται νέο άρθρο 105α στον ν. 4636/2019 (Α΄ 169) ως εξής: «Άρθρο 105α – Παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους Στην περίπτωση που αίτηση διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενή έχει απορριφθεί τελεσίδικα και η Επιτροπή προσφυγών πιθανολογεί ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραπέμπει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 19Α, παρ. 1, περ. στ΄ του ν. 4251/2014 (Α΄ 80) όπως ισχύει, οι οποίες αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση της εν λόγω άδειας. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή χορηγεί σχετική βεβαίωση στον ενδιαφερόμενο.» (βλ. και τις «Παρατηρήσεις νομικών οργανώσεων επί του Σχεδίου Νόμου "Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών"», διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο https://rsaegean.org/el/paratiriseis-sn-anamorfosi-diadikasion-apelaseon-kai-epistrofon/)