• Σχόλιο του χρήστη 'HIAS Greece' | 1 Ιουλίου 2021, 15:18

    Προτείνονται δε και οι εξής τροποποιήσεις επί του Ν. 4636/2019: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ – αρ. 39 Ν 4636/2019 Το αρ. 39, παρ. 4, περ. α΄ Ν 4636/2019 εισάγει το καθεστώς «περιορισμού ελευθερίας» των υπαγόμενων σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, συνιστάμενο σε απαγόρευση εξόδου από τις εγκαταστάσεις του ΚΥΤ. Λαμβανομένου υπόψη του βαθμού του περιορισμού στην προσωπική ελευθερία των νεοεισερχομένων, ήτοι της υποχρεωτικής παραμονής τους εντός του ΚΥΤ, της αδυναμίας τους να δεχθούν επισκέπτες εκτός της δομής και του περιορισμού και της παρακολούθησης των κινήσεών τους από τις αρχές (ΔΕΕ, C-924/19 και C-925/19 FMS, σκ. 226-227), το εν λόγω μέτρο αποτελεί εκ των πραγμάτων κράτηση κατά την έννοια του αρ. 2, παρ. θ΄ της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή. Το μέτρο του «περιορισμού ελευθερίας» δυνάμει του αρ. 39, παρ. 4, περ. α΄ Ν 4636/2019 εφαρμόζεται αδιακρίτως για ανώτατο διάστημα 25 ημερών, προς υπηρέτηση του σκοπού της ολοκλήρωσης των διαδικασιών υποδοχής και ταυτοποίησης. Εντούτοις, ουδόλως υπόκειται στις προϋποθέσεις και τις εγγυήσεις που προβλέπει ο ενωσιακός νομοθέτης για την κράτηση των αιτούντων άσυλο στα αρ. 8 έως 11 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή και στο αρ. 26 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, ιδίως την εξατομικευμένη εξέταση της συνδρομής των περιοριστικά αναφερόμενων στο αρ. 8, παρ. 3 λόγων κράτησης, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του στερητικού της ελευθερίας μέτρου (ΔΕΕ, C-924/19 και C-925/19 FMS, σκ. 226-227). Κατά συνέπεια, η ανωτέρω διάταξη της εθνικής νομοθεσίας αντιβαίνει στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις αμφότερων των Οδηγιών. Η περ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 39 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «(α) υπάγονται στις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, τελώντας σε καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας τους εντός του Κέντρου μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 46 του παρόντος». ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ – αρ. 48 Ν 4636/2019 Το αρ. 48, παρ. 3 Ν 4636/2019 μεταφέρει πλημμελώς το αρ. 11, παρ. 6 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή. Ο ενωσιακός νομοθέτης περιορίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να παρεκκλίνουν από την υποχρέωση της διασφάλισης ξεχωριστού καταλύματος για τις οικογένειες υπό κράτηση, στις μόνες περιπτώσεις των αιτούντων που κρατούνται «σε συνοριακό φυλάκιο ή σε ζώνη διέλευσης» εκτός του πλαισίου των διαδικασιών των συνόρων. Η παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «3. Στις οικογένειες υπό κράτηση, παρέχεται ξεχωριστό κατάλυμα με τη συγκατάθεση όλων των ενήλικων μελών τους, υπό συνθήκες που διασφαλίζουν την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και για εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από το προηγούμενο εδάφιο όταν ο αιτών κρατείται σε συνοριακό φυλάκιο ή σε ζώνη διέλευσης.» ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΥΠΟΔΟΧΗΣ – αρ. 51, 57 Ν 4636/2019 Το αρ. 39, παρ. 10, περ. γ΄ Ν 4636/2019 θεσπίζει, ως λόγο περιορισμού ή ανάκλησης των υλικών συνθηκών υποδοχής των αιτούντων άσυλο, τη μη συμμόρφωση του αιτούντος με απόφαση μεταφοράς σε δομή για την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποδοχής και ταυτοποίησης, με ανάλογη εφαρμογή του αρ. 57 του νόμου. Παρόμοιος λόγος προβλέπεται στο αρ. 10, παρ. 5 ΚΥΑ 1/7433/2019 στις περιπτώσεις αιτούντων, οι οποίοι αρνούνται τη μεταφορά από το ΚΥΤ σε δομή φιλοξενίας. Οι ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις είναι αντίθετες με το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον υπερβαίνουν τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους περιορισμού ή ανάκλησης των συνθηκών υποδοχής, που προβλέπονται στο αρ. 20, παρ. 1-3 της Οδηγίας για την υποδοχή. Δεν συγκαταλέγεται, δε, στους λόγους περιορισμού ή ανάκλησης των συνθηκών υποδοχής η μη συμμόρφωση του ανηλίκου αιτούντος με την υποχρέωση εγγραφής σε σχολείο ή παρακολούθησης μαθημάτων, την οποία έχει εισαγάγει ο κοινός νομοθέτης στο αρ. 51, παρ. 2 Ν 4636/2019. Προσέτι, έχει αποσαφηνιστεί στη νομολογία του ΔΕΕ ο διαχωρισμός των κυρώσεων που προβλέπει το αρ. 20, παρ. 4 της Οδηγίας για την υποδοχή από τους λόγους περιορισμού ή ανάκλησης των συνθηκών υποδοχής. Σύμφωνα με την αυθεντική ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου από το ΔΕΕ, η Οδηγία δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν τη διακοπή των υλικών συνθηκών υποδοχής ως κύρωση σε αιτούντες, οι οποίοι παραβιάζουν τους κανόνες λειτουργίας των δομών φιλοξενίας (C-233/18 Haqbin, σκ. 56). Κατά συνέπεια, είναι αντίθετες με το αρ. 20, παρ. 4 της Οδηγίας οι διατάξεις του αρ. 57, παρ. 4 Ν 4636/2019, καθώς και οι διατάξεις των σχετικών κανονιστικών πράξεων που εκδόθηκαν κατ’εξουσιοδότηση του νόμου, ήτοι του αρ. 10, παρ. 1, περ. γ΄ ΚΥΑ 1/7433/2019 και του αρ. 18, παρ. 1, περ. β΄ ΚΥΑ 23/13532/2020. Τέλος, ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει μεταφέρει στο αρ. 57, παρ. 5 του νόμου την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να λαμβάνουν υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, σύμφωνα με το αρ. 20, παρ. 5 της Οδηγίας. Η παρ. 2 του άρθρου 51 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «2. Η ένταξη στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της ταυτοποίησης του ανήλικου. Εάν οι ανήλικοι αιτούντες και τα ανήλικα τέκνα των αιτούντων δεν συμμορφώνονται προς την υποχρέωση της παραγράφου 1 και δεν εγγράφονται ή δεν παρακολουθούν τα αντίστοιχα σχολικά μαθήματα, επειδή αποδεδειγμένα δεν επιθυμούν να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα, επιβάλλονται σε βάρος των ενήλικων μελών της οικογένειας του ανήλικου, οι προβλεπόμενες για τους Έλληνες πολίτες διοικητικές κυρώσεις.» Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 57 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «4. Σε περιπτώσεις σοβαρής παραβίασης του Κανονισμού λειτουργίας των κέντρων φιλοξενίας, η οποία διαταράσσει την ομαλή λειτουργία των κέντρων και τη συμβίωση των ατόμων σε αυτά ιδίως όταν επιδεικνύεται ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά, επιβάλλεται κύρωση, χωρίς τη διακοπή της παροχής υλικών συνθηκών.» Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 57 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «5. Η απόφαση για περιορισμό ή διακοπή παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής ή η απόφαση με την οποία επιβάλλεται η κύρωση της παραγράφου 4, λαμβάνεται από την αρμόδια Αρχή υποδοχής σε ατομική και αντικειμενική βάση και οφείλει να είναι αιτιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.» ΘΥΜΑΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΒΙΑΣ – αρ. 61 Ν 4636/2019 Το αρ. 61 Ν 4636/2019 προβλέπει ότι η πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων και βίας πραγματοποιείται «με ιατρική γνωμάτευση από δημόσιο νοσοκομείο, στρατιωτικό νοσοκομείο ή κατάλληλα εκπαιδευμένους ιατρούς δημοσίων φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας, συμπεριλαμβανομένων των ιατροδικαστών». Ο περιορισμός των φορέων αρμόδιων για τη χορήγηση σχετικής ιατρικής γνωμάτευσης αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο, εφόσον δεν προβλέπεται τέτοια δυνατότητα στα κράτη μέλη ούτε στο αρ. 25, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή, ούτε στο Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με το οποίο η πιστοποίηση των θυμάτων βασανιστηρίων απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση και τη συνδρομή κοινωνικού λειτουργού, ιατρικής, ψυχολογικής και νομικής εμπειρογνωμίας. Δέον όπως επισημανθεί ότι η πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων ή άλλων μορφών βίας δυνάμει του αρ. 61 του νόμου ουδέποτε έχει υλοποιηθεί από την έναρξη ισχύος της αρχικής διάταξης μέχρι σήμερα, εφόσον οι δημόσιοι φορείς υγείας δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα και διαδικασίες για τη διεξαγωγή της. Η αδυναμία συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η διάταξη επιβεβαιώνεται συστηματικά και ρητά από τους αρμόδιους φορείς, μεταξύ άλλων από το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ευαγγελισμός», το Γενικό Νοσοκομείο Μυτιλήνης «Βοστάνειο», το Γενικό Νοσοκομείο Χίου «Σκυλίτσειο», το Γενικό Νοσοκομείο Σάμου, το Γενικό Νοσοκομείο Κω, την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Βορείου Αιγαίου και την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Δωδεκανήσου. Παράλληλα, γνωματεύσεις από φορείς εκτός των προβλεπόμενων στο αρ. 61 Ν 4636/2019 δεν γίνονται δεκτές από τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές (ΔΕφΠειρ 20/2019, 206/2019). Συνακολούθως, η επίμαχη διάταξη καθιστά την πιστοποίηση των θυμάτων βασανιστηρίων αδύνατη και διακινδυνεύει την υποχρέωση των ελληνικών αρχών για τον εντοπισμό και την παραπομπή των θυμάτων βασανιστηρίων σε υπηρεσίες αποκατάστασης, ακόμη και αν αυτά έχουν διαγνωστεί με πιστοποιητικά εξειδικευμένων φορέων, τα οποία ακολουθούν έγκυρα τη μεθοδολογία που προβλέπει το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης. Η παρ. 1 του άρθρου 61 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «1. Τα θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών πράξεων βίας πιστοποιούνται από εξειδικευμένους φορείς και λαμβάνουν την αναγκαία περίθαλψη για τη βλάβη που προκλήθηκε, ιδίως πρόσβαση σε κατάλληλη ιατρική και ψυχολογική θεραπεία ή περίθαλψη.» ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ – αρ. 74 Ν 4636/2019 Σχετικά με τις υποχρεώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου προ της έκδοσης απόφασης επί της αίτησης, το αρ. 74, παρ. 3, περ. α΄ Ν 4636/2019 αναφέρεται στη συλλογή και τήρηση «συγκεκριμένων και ακριβών» πληροφοριών σχετικά με τη χώρα προέλευσης του αιτούντος. Οι ανωτέρω πληροφορίες οφείλουν να είναι και «ενημερωμένες», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο αρ. 10, παρ. 3, περ. β΄ και τις αιτ. σκ. 39 και 48 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου (βλ. «up-to-date» στο αγγλικό, «actualisées» στο γαλλικό και «actualizada» στο ισπανικό κείμενο). Προσέτι, ο νομοθέτης παραλείπει πλήρως τη μεταφορά του συνδεόμενου με την ανωτέρω διάταξη αρ. 12, παρ. 2, περ. δ΄ της Οδηγίας, σχετικά με την πρόσβαση του αιτούντος ή/και του εκπροσώπου ή νομικού συμβούλου του στις συγκεκριμένες πηγές πληροφοριών, τις οποίες συνεκτιμά η αποφαινόμενη αρχή για να αποφασίσει επί της αίτησης. Η περ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 74 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «α. Αναζητεί, συλλέγει, αξιολογεί και τηρεί συγκεκριμένες, ενημερωμένες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική, καθώς και τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες προέλευσης των αιτούντων (χώρες καταγωγής, χώρες προηγούμενης συνήθους διαμονής, χώρες μέσω των οποίων διήλθαν κ.λπ.). Για τον σκοπό αυτόν λαμβάνει συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από διάφορες πηγές, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, άλλες συναρμόδιες Αρχές ή αντίστοιχες αρχές κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλες αρχές ή όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεθνείς οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στις Αρμόδιες Αρχές Απόφασης, στους αιτούντες και, εάν απαιτείται, στους δικηγόρους ή άλλους συμβούλους τους.» ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ – αρ. 77 Ν 4636/2019 Σύμφωνα με το αρ. 15, παρ. 3, περ. γ΄ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, τα κράτη μέλη «επιλέγουν διερμηνέα δυνάμενο να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτούντος και του προσώπου που διεξάγει τη συνέντευξη. Η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτών εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια.» Ωστόσο, ο κοινός νομοθέτης μεταφέρει πλημμελώς τη διάταξη στο αρ. 77, παρ. 12, περ. β΄ Ν 4636/2019, όπως τροποποιήθηκε από το αρ. 10 Ν 4686/2020, στο οποίο προβλέπεται ότι «ο διερμηνέας που επιλέγεται είναι ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που κατανοεί ή που ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί ο αιτών». Η ελληνική νομοθεσία δεν πληροί τις σαφείς προδιαγραφές που θέτει το ενωσιακό δίκαιο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και απρόσκοπτης επικοινωνίας κατά τη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης, μέσω της διενέργειας της επικοινωνίας σε γλώσσα την οποία προτιμά ο αιτών, εκτός αν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί πραγματικά και στην οποία δύναται να επικοινωνήσει με σαφήνεια. Δεν συμμορφώνεται με τις επιταγές του ενωσιακού νομοθέτη η ρύθμιση περί επικοινωνίας σε γλώσσα, την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί ο αιτών. Η περ. β΄ της παρ. 12 του άρθρου 77 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «β. ο διερμηνέας που επιλέγεται είναι ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που κατανοεί ο αιτών.» ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ – αρ. 81 Ν 4636/2019 Μεταφέρονται πλημμελώς οι περ. α΄ και β΄ του αρ. 28, παρ. 2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου στις περ. β΄ και δ΄ του αρ. 81, παρ. 2 Ν 4636/2019, καθότι δεν ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία η δυνατότητα του αιτούντος να αποδείξει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ότι η μη παράσταση στην προσωπική συνέντευξη ή η αναχώρηση από τον τόπο διαμονής του οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του. Η παράλειψη της ανωτέρω διαδικαστικής εγγύησης φέρει σοβαρές συνέπειες, εφόσον συνεπάγεται κατά περίπτωση την έκδοση πράξης διακοπής της διαδικασίας εξέτασης ή απόρριψης της αίτησης ασύλου, χωρίς τη δυνατότητα αναπομπής της υπόθεσης από την Επιτροπή Προσφυγών στην Υπηρεσία Ασύλου για τη διεξαγωγή νέας συνέντευξης σε πρώτο βαθμό, σε περίπτωση που κρίνεται ότι έχει εμφιλοχωρήσει παράβαση της διαδικασίας (αρ. 105 Ν 4636/2019, ΣτΕ 689/2021). Περαιτέρω, ο ενδεικτικός κατάλογος των λόγων σιωπηρής ανάκλησης που προβλέπεται στο αρ. 81, παρ. 2 του ίδιου νόμου περιλαμβάνει τεκμήρια μη συναφή με τη βούληση του αιτούντος να υπαχθεί στη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, όπως:  η περ. ε΄ περί παραβίασης των υποχρεώσεων του αρ. 78 του νόμου, ιδίως της αυτοπρόσωπης εμφάνισης ή προσκόμισης βεβαίωσης διαμονής σε δομή φιλοξενίας το νωρίτερο δύο ή τρεις ημέρες πριν την – έγγραφη, κατά κανόνα – συζήτηση της προσφυγής (αρ. 97, παρ. 1 Ν 4636/2019). Η γενικευμένη εφαρμογή της διάταξης οδηγεί στη συστηματική και δυσανάλογη απόρριψη προσφυγών από τις Επιτροπές, αποκλείοντας τους αιτούντες από την έννομη προστασία.  η περ. η΄ περί μη συμμόρφωσης με απόφαση μεταφοράς σε δομή φιλοξενίας, η οποία παραβλέπει, περαιτέρω, το πνεύμα της Οδηγίας για την υποδοχή και τους περιορισμούς που θέτει ο ενωσιακός νομοθέτης στη δυνατότητα των κρατών μελών να μεταφέρουν τους αιτούντες από μία δομή φιλοξενίας σε άλλη,  η περ. στ΄ περί παράλειψης ανανέωσης του Δελτίου Αιτήσαντος Διεθνή Προστασία την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη του,  η ευρεία και επαναλαμβανόμενη αναφορά σε μη συνεργασία με τις αρχές στην περ. ζ΄. Η παρ. 2 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) αντικαθίσταται ως εξής: «2. Σιωπηρή ανάκληση θεωρείται ότι υπάρχει ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι ο αιτών: α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του κατά το άρθρο 4 του παρόντος νόμου ή β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη ή σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, όπως προβλέπεται στα άρθρα 77 και 97 του παρόντος, παρότι κλήθηκε νόμιμα, ή γ. διέφυγε από τον χώρο όπου βρισκόταν υπό κράτηση ή δεν συμμορφώθηκε με τα επιβληθέντα εναλλακτικά μέτρα, ή δ. αναχώρησε από τον χώρο όπου διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές εφόσον είχε προς τούτο υποχρέωση ή εγκατέλειψε τη Χώρα χωρίς να λάβει άδεια από τις αρμόδιες Αρχές Παραλαβής, Οι περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν ο αιτών αποδείξει εντός δέκα (10) ημερών ότι συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 78 του παρόντος νόμου.» ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ – αρ. 83 Ν 4636/2019 Κατά τη θέσπιση του Ν 4636/2019 και του Ν 4686/2020, ο νομοθέτης παρέλειψε τη μεταφορά του αρ. 31, παρ. 6, περ. α΄ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, σύμφωνα με το οποίο, εάν η εξέταση της αίτησης σε πρώτο βαθμό υπερβαίνει το διάστημα των έξι μηνών, ο αιτών ενημερώνεται για την καθυστέρηση. Δέον όπως σημειωθεί ότι η περ. β΄ της ανωτέρω παραγράφου δεν έχει μεταφερθεί ορθώς στο αρ. 83, παρ. 6 Ν 4636/2019, ενόσω η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρεται σε υπέρβαση του χρονικού ορίου των έξι μηνών αλλά του «ανώτατου κατά περίπτωση χρονικού ορίου». Δεν διασφαλίζεται συνακολούθως η απρόσκοπτη πρόσβαση του αιτούντος στις εγγυήσεις της Οδηγίας με την παρέλευση του εξάμηνου από την κατάθεση της αίτησης. Η παρ. 6 του άρθρου 83 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «6. Στις περιπτώσεις που η εξέταση διαρκεί πέραν των έξι μηνών, ο αιτών ενημερώνεται για την καθυστέρηση. Ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητά αυτοπροσώπως πληροφορίες από τις Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής για τους λόγους της καθυστέρησης και τον χρόνο, κατά τον οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησης. Η ενημέρωση αυτή δεν θεμελιώνει υποχρέωση των ανωτέρω Αρχών να λάβουν απόφαση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.» ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ – αρ. 112 Ν 4636/2019 Το αρ. 112, παρ. 1 του νόμου μεταφέρει πλημμελώς το αρ. 26, παρ. 1 της Οδηγίας για την υποδοχή, εφόσον παραλείπεται η διάταξη περί άσκησης προσφυγής κατά αποφάσεων που αφορούν τη χορήγηση των συνθηκών υποδοχής. Λόγω της πλημμελούς ενσωμάτωσης της Οδηγίας, οι αιτούντες άσυλο στερούνται ένδικο βοήθημα για την προβολή νομικών ή πραγματικών λόγων, κατά απόφασης της διοίκησης, η οποία απορρίπτει την πρόσβασή τους σε συνθήκες υποδοχής. Η παρ. 1 του άρθρου 112 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) τροποποιείται ως εξής: «1. Κατά των αποφάσεων σχετικά με την παροχή των συνθηκών υποδοχής, των αποφάσεων που περιορίζουν ή διακόπτουν την παροχή των συνθηκών υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 57 του παρόντος, καθώς και κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45 του παρόντος, οι θιγόμενοι αιτούντες έχουν δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999).» (βλ. και τις «Παρατηρήσεις νομικών οργανώσεων επί του Σχεδίου Νόμου "Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών"», διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο https://rsaegean.org/el/paratiriseis-sn-anamorfosi-diadikasion-apelaseon-kai-epistrofon/)