• Σχόλιο του χρήστη 'Βασίλειος Γαβριήλ' | 11 Μαρτίου 2019, 16:45

    Κύριε Παναγιώτη Ρήγα, Με το παρόν νομοσχέδιο επιθυμώ να εκφράσω την λύπη μου της δυσμενούς διακρίσεως ως προς το σύστημα των προαγωγών, που υπάρχει μεταξύ των ΕΜΘ και των λοιπών Υπαξιωματικών, οποιασδήποτε προέλευσης και συγκεκριμένα να εφαρμοσθεί, η παράλληλη βαθμολογική εξέλιξη των Ε.Μ.Θ., με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών (Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντών - Εθελοντριών Οπλιτών από Ανακατάταξη, Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977), με διατήρηση της υπάρχουσας επετηρίδας τους, χωρίς τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως αναδρομικών αποδοχών και χωρίς να δημιουργείται δικαίωμα αναδρομικών κρίσεων και προαγωγών σε καμία περίπτωση, όπως διευθετήθηκε η προαγωγή των Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977 με το άρθρο 13 του Ν.3257/2004 και η προαγωγή των Ανθυπασπιστών με το άρθρο 14 του Ν.3648/2008, προσέτι δε για να αρθεί η αδικία που υφίσταται, όπως κατωτέρω εκτενώς αναλύεται. Ότι σύμφωνα με την παρ.4 άρθρ.7 του Ν. 2913/2001, οι Ε.Μ.Θ. εξελίσσονται βαθμολογικά μέχρι το βαθμό του Ανθυπασπιστή. Ο χρόνος παραμονής σε κάθε βαθμό αναφέρεται στο άρθρο 3 του Π.Δ. 21/1991, σύμφωνα με το οποίο η προαγωγή στον επόμενο βαθμό πραγματοποιείται με τη συμπλήρωση συγκεκριμένης συνολικής στρατιωτικής υπηρεσίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη κενών οργανικών θέσεων. Κατά συνέπεια και με βάση τα παραπάνω, ο καταληκτικός και αποστρατευτικός βαθμός των Ε.Μ.Θ. είναι αυτός του Ανθυπασπιστή. Ότι παρόμοιες περιπτώσεις θεσμών, πριν εφαρμοστεί ο θεσμός των Ε.Π.Υ. - Ε.Μ.Θ., υπήρξαν : α. Ο θεσμός του «Εθελοντή Οπλίτη από ανακατάταξη». Στο συγκεκριμένο θεσμό, το προσωπικό που τον περιελάμβανε, είχε εθελούσια υποχρέωση παραμονής στο στράτευμα για πέντε (5) έτη (όπως και οι Ε.Π.Υ.), ενώ μετά την παρέλευση της πενταετίας μπορούσε να μονιμοποιηθεί οποτεδήποτε, με το βαθμό που έφερε, μπαίνοντας πίσω από σειρές Παραγωγικών Σχολών, αναλόγως το έτος κατάταξής του και να εξελιχθεί περαιτέρω, βάσει των διατάξεων των άρθρων 5, 8, 9, 12, και 46 του Ν.Δ. 445/1974. Χαρακτηριστικά, στο άρθρο 8 αναφέρεται ότι, οι Υπαξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων εξελίσσονται, βάσει του εν λόγω Νομοθετικού Διατάγματος μέχρι και το βαθμό του Ανθυπασπιστού, ενώ οι Ανθυπασπισταί και των τριών Κλάδων των ΕΔ δύνανται να προαχθούν εις Ανθυπολοχαγούς, Σημαιοφόρους ή Ανθυποσμηναγούς, αντιστοίχως, εξελισσόμενοι περαιτέρω βάσει των διατάξεων του Ν. 2439/1996. Παρόμοια, στο άρθρο 12 του ανωτέρω Νομοθετικού Διατάγματος, αναφέρονται ο ελάχιστος και ο μέγιστος χρόνος παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό. Σε κάθε περίπτωση, οι Ανθυπασπιστές εάν κριθούν προακτέοι, προάγονται στον επόμενο βαθμό με τη συμπλήρωση είκοσι (20) χρόνων συνολικής στρατιωτικής υπηρεσίας από την κατάταξή τους, όπως συμπληρώθηκε πρόσφατα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 3648/2008. β. Ο θεσμός του Ν. 705/1977 (περί στρατεύσεως των Ελληνίδων), όπου σύμφωνα με το άρθρο 6, προσλήφθηκαν στις Ένοπλες Δυνάμεις γυναίκες με «Εθελουσία Κατάταξη» για επαγγελματική σταδιοδρομία ως Υπαξιωματικοί, φέροντας το βαθμό του Υποσμηνία. Στο συγκεκριμένο θεσμό, το προσωπικό που τον περιελάμβανε, μετά από σχετικές αιτήσεις, μονιμοποιήθηκε με το βαθμό που έφερε (την παρούσα δεδομένη χρονική περίοδο), ενώ θέματα βαθμολογικής εξέλιξης ρυθμίστηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 3257/2004, με αναδρομική ισχύ και χωρίς τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως αναδρομικών αποδοχών, σύμφωνα με τον οποίο τηρήθηκε ενιαία επετηρίδα επί το πλείστον, για κάθε Κλάδο των Ενόπλων Δυνάμεων, εξελισσόμενο περαιτέρω βάσει των διατάξεων του Ν.2439/1996. Τονίζεται ότι, το συγκεκριμένο προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων προσλήφθηκε με διαφορετική Εγκύκλιο και Νόμο, το οποίο στη συνέχεια ενσωματώθηκε στις διατάξεις του Ν.Δ. 445/1974, μετά από συμπληρωματικές ευνοϊκές ρυθμίσεις και τροπολογίες σχετικών Νόμων (άρθρο 22 του Ν. 2109/1992 και άρθρο 15 του Ν. 2936/2001). Ότι με βάση το προαναφερθέν Νομοθετικό πλαίσιο, καθορίσθηκαν οι προϋποθέσεις για την εισχώρηση διαφόρων προελεύσεων Υπαξιωματικών (Μόνιμοι εκ Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντές - Εθελόντριες Οπλίτες από ανακατάταξη, Εθελόντριες του Ν. 705/1977), σύμφωνα με το οποίο τα στελέχη που τις απαρτίζουν είναι παρόμοιων προσόντων και έχουν επιλεχθεί μέσα από συγκεκριμένα κριτήρια και διαδικασίες, που θεσπίστηκαν από την Πολιτεία. Έτσι, ικανοποιήθηκε το επιτακτικό αίτημα της Πολιτείας για τη στελέχωση των Ε.Δ. σε κατώτερο προσωπικό, σύμφωνα με το οποίο, τα κριτήρια και οι διαδικασίες που εφαρμόστηκαν σε κάθε περίπτωση υποψήφιων για την εισαγωγή τους στις Παραγωγικές Σχολές αλλά και στις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών, απαιτούσαν υψηλό μορφωτικό επίπεδο (πτυχιούχους ΑΕΙ - ΤΕΙ, απόφοιτους ΙΕΚ και άλλων συναφών Εκπαιδευτηρίων, απόφοιτους διαφόρων προσανατολισμών Λυκείων), συγκεκριμένο ηλικιακό έτος, οικογενειακή κατάσταση, διεξαγωγή αθλητικών δοκιμασιών κλπ, ώστε να μπορούν ν’ ανταποκριθούν ανά πάσα στιγμή, στα νέα δεδομένα που επιβάλλει η σύγχρονη κοινωνία των Στρατών. Παρά ταύτα, όλες οι παραπάνω προελεύσεις απαρτίζονται από πληθώρα νόμων και εσωτερικών Κανονισμών της Υπηρεσίας, χωρίς ωστόσο να διαχωρίζεται εμπράκτως η φύση της εργασίας τους, αφού όλοι έχουν εκπαιδευτεί με τα ίδια στρατιωτικά πρότυπα από αξιόπιστα και διαπιστευμένα στελέχη, προσφέροντας στη συνέχεια παρόμοιο έργο, με υψηλό επαγγελματικό και διακρινόμενο επίπεδο. Ότι μετέπειτα και προκειμένου να αντιμετωπιστούν ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων σε κατώτερα στελέχη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Ν.2936/2001, εισήχθη ο θεσμός των «Επαγγελματιών Οπλιτών» (ΕΠ.ΟΠ.). Στο συγκεκριμένο θεσμό, το προσωπικό που τον περιλαμβάνει, εξελίσσεται μέχρι το βαθμό του Αρχισμηνία. Ο χρόνος παραμονής τους σε κάθε βαθμό καθορίστηκε στον ανωτέρω Νόμο, κατόπιν συμπληρωματικών ευνοϊκών ρυθμίσεων και διατάξεων, μόλις ένα (1) χρόνο μετά, με το Ν.3036/2002. Ότι το γεγονός αυτού του διαφορετικού τρόπου εξέλιξης στις διάφορες υπάρχουσες προελεύσεις Υπαξιωματικών, δίνει την εντύπωση, έστω και εσφαλμένα, ενός διαρκούς και συνεχόμενου «αγώνα» της Πολιτείας μέσω της Υπηρεσίας, να διαχωρίσει την εξέλιξη του προσωπικού των Υπαξιωματικών, χωρίς ωστόσο να υφίσταται ουσιαστικός λόγος γι’ αυτού του είδους τον διαχωρισμό, αφού όλα τα στελέχη χαρακτηρίζονται ως κατώτερα, καλύπτοντας παρόμοιες και πάγιες ανάγκες του Στρατεύματος. Σημειώνεται ότι, οι Παραγωγικές Σχολές Υπαξιωματικών, ανήκουν στην ανώτερη βαθμίδα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από το 2001, ενώ ο θεσμός των Ε.Μ.Θ. υφίστατο μέχρι και το 2000. Παράλληλα, οι ειδικότητες των Ε.Μ.Θ. είναι παρόμοιες μ’ αυτές των Υπαξιωματικών εκ Παραγωγικών Σχολών. Ότι συγκριτικά με τις προγενέστερες προελεύσεις Υπαξιωματικών (Εθελοντών - Εθελοντριών Οπλιτών από Ανακατάταξη, Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977), το προσωπικό των οποίων τοποθετήθηκε πίσω από σειρές Παραγωγικών Σχολών, αναλόγως το έτος κατάταξής του και σε ενιαία επετηρίδα, οι Ε.Μ.Θ. διαθέτουν ξεχωριστή επετηρίδα και προάγονται ανεξαρτήτως κενών οργανικών θέσεων. Το καθεστώς των διαφορετικών επετηρίδων μεταξύ των Ε.Μ.Θ. και των Υπαξιωματικών διαφόρων προγενέστερων προελεύσεων, αλλά και αυτών εκ Παραγωγικών Σχολών, ανεξαρτητοποιεί τις προαγωγές, δεν δημιουργεί προστριβές μεταξύ αυτών και δίνει την αίσθηση μιας δίκαιης μεταχείρισης του Στρατεύματος απέναντί τους. Ακόμα κι έτσι όμως, δημιουργούνται τεράστια κενά στην ιεραρχία, λόγω πολλών αποστρατειών των στελεχών τα τελευταία έτη, καθώς και Υπαξιωματικοί πολλών «ταχυτήτων», με αποτέλεσμα οι Ε.Μ.Θ. να αναπληρώνουν επαρκώς και επάξια αυτά τα κενά και να τοποθετούνται σε θέσεις με καθήκοντα πέραν των προβλεπομένων του βαθμού τους. Το γεγονός αυτό από μόνο του ενισχύει τις παρ. 5, 7 και 8 της παρούσας και αποδεικνύει περίτρανα ότι οι Ε.Μ.Θ. αποτελούν βασικό στελεχιακό δυναμικό του Στρατεύματος. Ότι κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, σε περίπτωση που πρόκειται να ρυθμίσει όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις καθώς και διαφορετικές κατηγορίες προσώπων, κατ’ ουσία, να μην αντιμετωπίζει με τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις. Κατά συνέπεια, αν η Πολιτεία δημιουργήσει ειδική ρύθμιση με νόμο για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, χρίζοντας άμεση τροποποίηση, ώστε να αρθεί η εν λόγω αδικία. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής. Ότι κατόπιν των ανωτέρω, έχοντας επίγνωση ότι δεν θα διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία του Στρατεύματος κι ότι δεν θα υπάρξει οικονομική επίπτωση στον Κρατικό προϋπολογισμό, διότι αφενός δεν υφίσταται δικαίωμα λήψεως αναδρομικών αποδοχών, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, όπως αρθεί η δυσμενής διάκριση ως προς το σύστημα των προαγωγών, που υπάρχει μεταξύ των ΕΜΘ και των λοιπών Υπαξιωματικών, οιασδήποτε προέλευσης και συγκεκριμένα να εφαρμοσθεί και στην περίπτωση των ΕΜΘ, η παράλληλη βαθμολογική εξέλιξη των Ε.Μ.Θ., με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών (Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντών - Εθελοντριών Οπλιτών από Ανακατάταξη, Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977), με διατήρηση της υπάρχουσας επετηρίδας τους, χωρίς τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως αναδρομικών αποδοχών και χωρίς να δημιουργείται δικαίωμα αναδρομικών κρίσεων και προαγωγών σε καμία περίπτωση, όπως διευθετήθηκε η προαγωγή των Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977 με το άρθρο 13 του Ν.3257/2004 και η προαγωγή των Ανθυπασπιστών με το άρθρο 14 του Ν.3648/2008, άλλως και όλως επικουρικώς, στην περίπτωση που δεν γινόταν αποδεκτός ο ανωτέρω τρόπος, τότε εναλλακτικά να επιλεγεί η παράλληλη εξέλιξη των Ε.Μ.Θ., με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών (Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντών - Εθελοντριών Οπλιτών από Ανακατάταξη, Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977), χωρίς τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως αναδρομικών αποδοχών και χωρίς να δημιουργείται δικαίωμα αναδρομικών κρίσεων και προαγωγών σε καμία περίπτωση, μέχρι το βαθμό του Λοχαγού και αντιστοίχων. Η τυχόν άρνηση του Υπουργείου να αναγνωρίσει την αναγκαιότητα, αλλά και επιληφθεί για την τροποποίηση της βαθμολογικής εξέλιξης των Εθελοντών Μακράς Θητείας, επί σκοπώ την εξέλιξη των Ε.Μ.Θ., με δια¬τήρηση της υπάρχουσας επετηρίδας τους, ώστε να αρθεί ο διαφορετικός τρόπος μεταχείρισης και διάκρισης που υφίσταται, μεταξύ αυτών και των υπολοίπων Υπαξιωματικών, οιασδήποτε προέλευσης και συγκεκριμένα παράλληλη εξέλιξη των Ε.Μ.Θ., με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών (Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντών - Εθελοντριών Οπλιτών από Ανακατάταξη, Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977), όπως διευθετήθηκε η προαγωγή των Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977 με το άρθρο 13 του Ν.3257/2004 και η προαγωγή των Ανθυπασπιστών με το άρθρο 14 του Ν.3648/2008, αλλά και η εντεύθεν υφιστάμενη αδικία, τυγχάνει ακυρωτέα για τους ακόλουθους λόγους: i) Παραβίαση της αρχής της ισότητας (άρθρο Σ 4 παρ. 1) σε συνδυασμό με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο Σ 25 παρ. 1): Η αρχή της ισότητας, η οποία αποτελεί πρωταρχικής σημασίας για όλη την έννομη τάξη, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ωφέλιμη στην πραγματοποίηση του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Πράγματι, ο υφιστάμενος την αδράνεια μπορεί να αμυνθεί προβάλλοντας ότι άλλοι φορείς του δικαιώματος απολαμβάνουν το σεβασμό του. Είναι αυτονόητο ότι για να δημιουργηθεί ζήτημα επέκτασης μιας ρύθμισης πρέπει να υπάρξει ρύθμιση. Η παράβαση της ισότητας νοείται σε αναφορά προς σχέσεις ή καταστάσεις για τις οποίες ο νομοθέτης θέσπισε (γενικούς ή εξαιρετικούς) κανόνες. Διαπιστώνοντας μια τέτοια παράβαση, καταλήγει κανείς έμμεσα στην ικανοποίηση της υποχρέωσης του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, όταν επιχειρήσει να επανορθώσει την αδικία, είτε με την επέκταση της γενικής ρύθμισης, είτε με την επεκτατική εφαρμογή εξαιρετικών διατάξεων. Δεν θα μπορούσε βέβαια η νομοθετική διάπλαση της ασφαλιστικής σχέσης να τοποθετείται εκτός του συνταγματικού κανόνα της ισότητας. Η εν λόγω αρχή που διαχέεται σε ολόκληρο το νομοθετικό οικοδόμημα, προσδένει το νομοθέτη κατά τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας. Έτσι, εφαρμόζεται και εδώ στο ακέραιο η γενικώς κρατούσα αντίληψη ότι η αρχή της ισότητας, απευθυνόμενη στο νομοθέτη, επιτάσσει την ίση μεταχείριση ίσων σχέσεων ή καταστάσεων και την άνιση μεταχείριση ανίσων. Από την αρχή της ισότητας προκύπτει ότι αυτή δεν προσδιορίζεται κατά τρόπο θετικό. Δηλαδή, η αρχή δεν υποδεικνύει πότε δύο καταστάσεις είναι ίσες, ώστε να επιβάλλεται η ίση μεταχείρισή τους. Περισσότερο, το αίτημα της γενικής νομικής ισότητας προβάλλει ως φραγμός σε αυθαίρετες διακρίσεις του νομοθέτη. Με την επίκληση της αρχής της ισότητας, μια αυθαίρετη ειδική μεταχείριση αναδεικνύεται απαράδεκτη. Ασφαλώς, η αρχή της ισότητας δεν επιτάσσει την ισοπεδωτική αντιμετώπιση όλων των περιπτώσεων που εμφανίζουν κάποια ομοιότητα. Ο νομοθέτης, παραμελώντας τις επουσιώδεις ομοιότητες, μπορεί να ορίσει, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, κατηγορίες προσώπων ή σχέσεων στις οποίες να επιφυλάσσει ειδική μεταχείριση. Με άλλα λόγια, ενόψει των εκάστοτε κοινωνικών, οικονομικών ή άλλων συνθηκών, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση της ομοιότητας ή μη των καταστάσεων. Όμως για να είναι θεμιτή η κατασκευή όμοιων συνθηκών, και επομένως η νομοθετική διάκριση, πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς. Θα πρέπει, δηλαδή, η ειδική μεταχείριση και, κατ’ επέκταση, η διάκριση να στηρίζεται σε κριτήρια σχετικά με το σκοπό και το περιεχόμενο της ρύθμισης. Στο πεδίο της βαθμολογικής εξέλιξης, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, κατά τη νομολογία, η τήρηση της αρχής της ισότητας ελέγχεται, κατ’ αρχήν, ως προς τον περιορισμό της εφαρμογής της ισότητας εντός του αυτού φορέα. Πράγματι, η ισότητα νοείται μόνο σε αναφορά προς τις σχέσεις, οι οποίες δημιουργούνται στο εσωτερικό ενός φορέα, δηλαδή εντός του κύκλου μιας όμοιας κατηγορίας απασχολουμένων. Μια τέτοια οριοθέτηση της αρχής είναι αναγκαία στην βαθμολογικής εξέλιξη, όπου η ομοιογένεια των εργαζομένων διευκολύνει την πρόβλεψη: πρέπει να ενταχθούν στον ίδιο τρόπο αντιμετώπισης εκείνα τα πρόσωπα που χαρακτηρίζονται από κάποια ομοιογένεια. Ο καθορισμός του τρόπου της βαθμολογικής εξέλιξης του προσωπικού ανάγεται στην ευχέρεια του νομοθέτη, η οποία ελέγχεται μόνο όταν παρουσιάζεται ως αυθαίρετη. Από αυτή την άποψη, αντικειμενικό κριτήριο αποτελεί η επαγγελματική δραστηριότητα. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι η τήρηση της αρχής της ισότητας δεν παύει να ελέγχεται και ως προς τους απασχολούμενους Υπαξιωματικούς διαφορετικών προελεύσεων - κατηγοριών (Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντών – Εθελοντριών και εθελοντριών γυναικών του Ν.705/74), όταν κάποια προέλευση εξαιρείται από γενική ρύθμιση. Εδώ, η απόκλιση από τον γενικό κανόνα - η ίδια η γενική ρύθμιση υποδηλώνει ότι η βαθμολογική εξέλιξη της κάθε κατηγορίας Υπαξιωματικών δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο, εφόσον αυτή η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, ως επιβαλλόμενη εκ λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος - αντίκειται στην ισότητα. Ειδικότερα, η υπαγωγή των απασχολούμενων Υπαξιωματικών σε διαφορετικές προελεύσεις και κατηγορίες δεν συνιστά από μόνη της ανόμοια κατάσταση. Δηλαδή, δεν είναι κρίσιμη η ιδιαίτερη νομική μορφή της σχέσης, η οποία συνδέει τους Υπαξιωματικούς, αλλά η ταυτότητα των συνθηκών απασχόλησης. Από την άλλη πλευρά, αποκλείοντας την αντίθεση μεταξύ ισότητας και ελευθερίας, άρα τόσο έναν ατομοκεντρικό – φιλελεύθερο, όσο και έναν κρατικιστικό - εξισωτικό λόγο, η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου επιτάσσει ως αφετηρία του ερμηνευτή και εφαρμοστή του Συντάγματος το πρόταγμα της σύνθεσης και εξισορρόπησης ισότητας και ελευθερίας. Καθορίζεται, συνεπώς, ένα όριο στην ιδεολογική αντιπαλότητα των αντιλήψεων αυτών, αποκλείοντας στο πλαίσιο της σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας την επιβολή ενός μοναδικού ιδεολογικού προτύπου ως κατευθυντήριου άξονα κατά την ερμηνευτική προσέγγιση του Συντάγματος. Ειδικότερα, η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου επιτάσσει την εναρμόνιση των αξιών της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης και λειτουργεί ως κανόνας – μέτρο, κατά τη στάθμιση επιμέρους αξιών και επιχειρημάτων. Υπό αυτή την έννοια, αναπροσδιορίζεται ποιοτικά η σχέση ελευθερίας και ισότητας, η οποία τυποποιείται πρωτίστως με τις αξίες της ίσης αξιοπρέπειας και της ίσης ελευθερίας. Ως δίκαιο θεμέλιο για τη διαμόρφωση των κρατικών σκοπών, αλλά και ευρύτερα των κοινωνικών σχέσεων, η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου επιτάσσει τη σχετικοποίηση της αρχής in dubio pro libertate και τον εμπλουτισμό της με την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στις επίμαχες, λοιπόν, περιπτώσεις η αρχή αποτελεί πλέον την εκ του ιδίου του Συντάγματος επιβαλλόμενη ερμηνευτική προαντίληψη του εφαρμοστή του. Σύμφωνα με τις προηγούμενες παρατηρήσεις, η αρχή μπορεί να αξιοποιηθεί από τη δικαστική εξουσία κατ’ αρχάς ερμηνευτικά, είτε ως ερμηνευτική προαντίληψη, είτε ως κριτήριο για τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των κοινών νόμων. Περαιτέρω, σε συνδυασμό αφενός με την αρχή της ισότητας και αφετέρου με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, μπορεί να οδηγήσει στη μεν πρώτη περίπτωση σε επεκτατική εφαρμογή ευμενών ρυθμίσεων προς λιγότερο ευνοημένες πληθυσμιακές ομάδες, στη δε δεύτερη σε αξιώσεις αποχής έναντι του κράτους. Δεν μπορεί, επίσης, να αποκλειστεί, σε εξαιρετικά σπάνιες πάντως περιπτώσεις, η επίκληση της αρχής, είτε αυτοτελώς είτε κυρίως σε συνάρτηση με επιμέρους κοινωνικά δικαιώματα, για την αναγνώριση απευθείας εκ του Συντάγματος υποχρέωσης για τη λήψη θετικών μέτρων. Νομικά, ωστόσο, δεσμευτικές συνέπειες επιφέρει η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και ως προς τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Πέρα από συνταγματικό έρεισμα και κατευθυντήριο άξονα κατά τη θέσπιση της κοινωνικής νομοθεσίας, η κοινωνική αρχή νομιμοποιεί το νομοθετικό περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, ενώ επίσης δεσμεύει τη διοίκηση, κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας, να επιλέγει εκείνη τη λύση που βρίσκεται εγγύτερα στους σκοπούς της. Εξάλλου, ως θεμελιώδης συνταγματική αρχή, αποτελεί μη αναθεωρήσιμη ρύθμιση και εξαιρείται της αρμοδιότητας του αναθεωρητικού νομοθέτη, ενώ παράλληλα προσδιορίζει τα όρια αναθεώρησης των λοιπών κοινωνικών δικαιωμάτων. Εν πάση περιπτώσει, η ρητή κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου αποκλείει πλέον για όλες τις κρατικές εξουσίες τη θεώρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων ως διατάξεων με καθαρά υποσχετικό χαρακτήρα και αναδεικνύει το δεσμευτικό τους περιεχόμενο. Εν τέλει η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου δεν άπτεται μόνο της έκτασης και των μορφών παρέμβασης του κράτους στα πεδία της εργασίας, της εκπαίδευσης, της υγείας, της ασφάλισης και εν γένει της κοινωνικής προστασίας, αλλά έχει ευρύτερη σημασία για την οργάνωση και τη λειτουργία της πολιτείας, ως «λειτουργικής συνένωσης κράτους και κοινωνίας». Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου αποτελεί αρχή θετικής σύνδεσης κράτους και κοινωνίας που ενσωματώνει στο ρυθμιστικό και προστατευτικό της πεδίο, πέρα από τους παραδοσιακούς σκοπούς της κοινωνικής ασφάλειας, ένα ευρύτατο φάσμα σχέσεων. Στην προκείμενη περίπτωση, λαμβάνει χώρα αυθαίρετη και αδικαιολόγητη διαφορετικού τρόπου βαθμολογική εξέλιξη στις διάφορες υπάρχουσες προελεύσεις Υπαξιωματικών, κατά πρόδηλη παράβαση κάθε έννοιας της αρχής της ισότητας, καθόσον διαχωρίζει την εξέλιξη του προσωπικού των Υπαξιωματικών, χωρίς ωστόσο να υφίσταται ουσιαστικός λόγος γι' αυτού του είδους τον διαχωρισμό, αφού αφενός μεν όλα τα στελέχη χαρακτηρίζονται ως κατώτερα, καλύπτοντας παρόμοιες και πάγιες ανάγκες του Στρατεύματος, προσέτι δε οι Παραγωγικές Σχολές Υπαξιωματικών, ανήκουν στην ανώτερη βαθμίδα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από το 2001, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 2913/2001, ενώ ο θεσμός των Ε.Μ.Θ. υφίστατο μέχρι και το 2000, αφετέρου δε οι ειδικότητες των Ε.Μ.Θ. είναι παρόμοιες μ' αυτές των Υπαξιωματικών εκ Παραγωγικών Σχολών. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να ειπωθεί ότι γενικά η νομολογία κρίνει, με σχετική ευκολία, ως δικαιολογημένες τις διαφοροποιήσεις που προκαλούνται, όταν ο νομοθέτης, με διαφορετικούς νόμους προβλέπει διαφορετική βαθμολογική εξέλιξη για τις κατηγορίες των Υπαξιωματικών, διαφορετικών προελεύσεων. Ωστόσο, όταν ο καθορισμός της βαθμολογικής εξέλιξης των Υπαξιωματικών, με αποκλειστικό γνώμονα μόνον την προέλευσή τους (Παραγωγικές Σχολές, Εθελοντές - Εθελόντριες Οπλίτες από Ανακατάταξη, Εθελόντριες γυναίκες του Ν.705/1977), κατ' ελεύθερη εκτίμηση του νομοθέτη, οδηγεί σε αποκλειστικό κριτήριο διακρίσεων, καθόσον δεν συνάδει με την αρχή της ισότητας. Και αυτό, γιατί δεν αρκεί ένα κριτήριο να παρουσιάζεται ως αντικειμενικό, θα πρέπει συγχρόνως να μην αναδεικνύεται αυθαίρετο. Τέτοια αυθαίρετη άνιση μεταχείριση κατηγορίας Υπαξιωματικών, που τελούν ουσιωδώς κάτω από τις ίδιες συνθήκες απασχόλησης, συνιστά η διάκρισή τους με βάση το γεγονός της προέλευσής τους. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η δυσμενής διάκριση των ΕΜΘ ως προς την βαθμολογική τους εξέλιξη, έναντι των άλλων κατηγοριών Υπαξιωματικών, με τους οποίους υπηρετούν στα ίδια ακριβώς Όπλα και ειδικότητες, εμφανίζεται εντελώς άστοχη και ανομοιογενής και αδικαιολόγητη, τυγχάνουν δε η μοναδική κατηγορία εργαζομένων όπου για την προαγωγή δεν υπολογίζονται τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, αλλά αποκλειστικά και μόνο ο τρόπος εισαγωγής τους στο ελληνικό δημόσιο!!. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου σε συνδυασμό αφενός με την αρχή της ισότητας και αφετέρου με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θα πρέπει να οδηγήσει στην περίπτωση των ΕΜΘ σε επεκτατική εφαρμογή ευμενών ρυθμίσεων προς τη λιγότερο ευνοημένη πληθυσμιακή ομάδα τους και στην αναγνώριση, απευθείας εκ του Συντάγματος, υποχρέωσης για τη λήψη θετικών μέτρων. Μια νομοθετική ρύθμιση με περιεχόμενο την τροποποίηση του συστήματος της βαθμολογικής εξέλιξης των Εθελοντών Μακράς Θητείας, επί σκοπώ την εξέλιξη των Ε.Μ.Θ., με διατήρηση της υπάρχουσας επετηρίδας τους, θα άρει τον διαφορετικό τρόπο μεταχείρισης και διάκρισης που υφίσταται, μεταξύ αυτών και των υπολοίπων Υπαξιωματικών, οιασδήποτε προέλευσης και θα αποτελέσει εφαλτήριο για την εκ νέου αφύπνιση του επαγγελματισμού τους, ώστε να επιδοθούν και πάλι απερίσπαστοι στα καθήκοντά τους έχοντας αποκτήσει αίσθημα ασφάλειας και αναγνώρισης της προσφοράς τους στον υπηρεσιακό τους χώρο. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η αναλογία αυτή αποτελεί μέσο για την πραγμάτωση της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο Σ 4 {1) μέσα στο σύστημα του ισχύοντος δικαίου, καθώς η αρχή της ισότητας επιτάσσει ο νόμος να μην μεταχειρίζεται διαφορετικά όμοιες περιπτώσεις. Συμπερασματικά, ως προς το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τους ΕΜΘ, είναι κάτι παραπάνω από ευκολοδιάκριτη η αντίθεση των διατάξεων που καθορίζουν το καθεστώς της βαθμολογικής τους εξέλιξης προς τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, σε συνδυασμό με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. ii) Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο Σ 25 παρ. 1): Η αρχή της αναλογικότητας αποτελώντας την ασφαλιστική δικλείδα του απώτατου ορίου για τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, μετά από μια μακρά και παγιωμένη νομολογιακή πρακτική του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήδη με το εδάφιο δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, καθιερώνεται πλέον expressis verbis ως αυτοτελής γενική συνταγματική αρχή, η οποία αρύεται και θεμελιώνεται από την έννοια του Κράτους Δικαίου και κατ’ επέκταση από το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου. Συμπυκνώνεται δε στην απαίτηση «οι εκ μέρους του νομοθέτου και της διοικήσεως επιβαλλόμενοι περιορισμοί εις την άσκησιν των ατομικών δικαιωμάτων να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενον σκοπόν». Προ πάντων η αναλογικότητα συνίσταται δηλαδή από το «τριαδικό σύστημα»: μέσο – σκοπό - πραγματική κατάσταση και εκλαμβάνεται ως η εύλογη σχέση (ή συνάφεια), που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του λαμβανομένου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, σε σχέση προς τη συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση, στην οποία πρόκειται να εφαρμοσθεί το μέτρο και προς τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτό. Για να είναι δε τούτο ανάλογο (και άρα η σχέση εύλογη) θα πρέπει να είναι: 1) το αναγκαίο και, επομένως, αφενός μεν «μη υπερβολικό», δηλαδή όχι «προδήλως δυσανάλογο», αφετέρου δε «το ολιγώτερο επαχθές» για τον διοικούμενο, 2) το κατάλληλο και άρα αποτελεσματικό και ενδεδειγμένο για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου σκοπού (δημοσίου συμφέροντος) και 3) εν στενή εννοία ανάλογο (κατά τη γερμανική θεωρία) ή ορθολογικό και θετικά ή αυστηρά ανάλογο (κατά τη γαλλική θεωρία), όπου γίνεται αυστηρός έλεγχος του περιεχομένου των διατάξεων με συγκεκριμένους συντελεστές κρίσεως και στάθμιση αυστηρή των μειονεκτημάτων και πλεονεκτημάτων της ρυθμίσεως (του μέτρου). Αναζητείται δε η αυστηρή αντιστοιχία τούτων, υπό την έννοια τα πλεονεκτήματα – εάν όχι να υπερσκελίζουν – τουλάχιστον να ισούνται (να συμψηφίζονται) και να εξουδετερώνουν τα επερχόμενα (και μάλιστα σε όλους τους τομείς) μειονεκτήματα του μέτρου (αρχή της «σταθμίσεως κόστους και οφέλους», «bilan cout – avantages»). Εν προκειμένω, το μέσο που χρησιμοποιείται από το νομοθέτη, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, θα έπρεπε να είναι κατάλληλο, αναγκαίο και πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Η αναγκαιότητα δε του μέτρου, ως προϋπόθεση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, κρίνεται όταν ο νομοθέτης δε θα μπορούσε να είχε επιλέξει ένα άλλο εξίσου αποτελεσματικό μέσο, το οποίο δε θα περιόριζε ή θα περιόριζε λιγότερο αισθητά το θεμελιώδες δικαίωμα στις προαγωγές της ομάδας των ΕΜΘ. Με το κριτήριο του «ολιγωτέρου επαχθούς μέτρου», καταγράφονται κυρίως τα μειονεκτήματα, που αφήνει το μέτρο κατά την εφαρμογή του και κατ’ αρχήν αναζητείται η επιεικής λύση για τον διοικούμενο και άρα η μικρότερη δυνατή ανάλωση για αυτόν. Υπό την άποψη αυτή η αναλογικότητα ναι μεν συνδέεται με την «αρχή της επιεικείας» για τον διοικούμενο, ωστόσο συλλαμβάνεται ad hoc βάσει της αρχής της σχετικότητας. Εξαρτάται, δηλαδή, πάντοτε από συγκεκριμένους εκτιμητικούς παράγοντες της υπό κρίση περιπτώσεως και είναι το αναγκαίο διορθωτικό των αδικιών, που μπορούν να προκύψουν από την αυστηρή εφαρμογή του δικαίου. Όχι μόνο ως προς τον συγκεκριμένο διοικούμενο, αλλά, βάσει του ορθολογικού κριτηρίου, και ως προς όλους τους τομείς του Κρατικού Παρεμβατισμού, χάριν διαφόρων σκοπών αναγομένων στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης χωρίς να λάβει υπόψη του την ιδιαιτερότητα της κατηγορίας των ΕΜΘ, αλλά και τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, κάτω από τις οποίες προσφέρουν καθημερινά τις υπηρεσίες τους και οι οποίες επιτάσσουν, κάτω από συγκεκριμένες νομικές προϋποθέσεις, τον ομοειδή τρόπο μεταχείρισης, που επιφύλαξε για τις υπόλοιπες κατηγορίες των Υπαξιωματικών, οιασδήποτε προέλευσης και συγκεκριμένα την παράλληλη βαθμολογική εξέλιξη των Ε.Μ.Θ., με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών (Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντών - Εθελοντριών Οπλιτών από Ανακατάταξη, Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977), όπως διευθετήθηκε η προαγωγή των Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977 με το άρθρο 13 του Ν.3257/2004 και η προαγωγή των Ανθυπασπιστών με το άρθρο 14 του Ν.3648/2008, επέλεξε το πλέον επαχθές, ήτοι τον καθορισμό της βαθμολογικής τους εξέλιξης κατά τρόπο που επιδρά μειωτικά στην συνύπαρξή τους με τους άλλους Υπαξιωματικούς. Και όλα αυτά τη στιγμή που το εναλλακτικό νομοθετικό μέτρο της εξομοίωσης του συστήματος προαγωγής, μέσω θεσπίσεως διαφορετικής επετηρίδας ως προς τους ΕΜΘ, με παράλληλη εξέλιξή τους με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών θα συνιστούσε όχι μόνο το λιγότερο επαχθές, αλλά και συνάμα το αποτελεσματικότερο ως προς τη διασφάλιση της υπηρεσιακής τους εξέλιξης, αλλά και επιβράβευσής τους. Επιπροσθέτως, ο νομοθέτης όφειλε να στηρίξει την επέμβασή του στη θεσμική εγγύηση του άρθρου Σ 22 § 5, με ανταποκρινόμενες προς τα πράγματα και έλλογες παραμέτρους δημοσίου συμφέροντος, τις οποίες υποχρεούτο να επικαλεσθεί προκειμένου να μην καταχράται αυθαίρετα την νομοθετική του εξουσία για σκοπούς αλλότριους ή ανύπαρκτους από τη φύση των πραγμάτων. Ωστόσο, ο νομοθέτης εντελώς αυθαίρετα και χωρίς καμία επίκληση δημοσίου συμφέροντος, με τις τεθείσες ρυθμίσεις που επέβαλε, παρεμπόδισε την παράλληλη βαθμολογική εξέλιξη των ΕΜΘ με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών, περιστέλλοντας και επιδεινώνοντας δραστικά με τον τρόπο αυτό τα απορρέοντα από το άρθρο 22§5 Σ υπηρεσιακά τους δικαιώματα. Κατά συνέπεια, στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται αντιληπτό ότι το παρόν νομοθετικό πλαίσιο με τις ευκαιριακές κατά καιρούς ρυθμίσεις που θέσπισε ο νομοθέτης, διαστρεβλώνει την ορθή σχέση μεταξύ του κανόνα δικαίου και του υπό κρίση δικαιώματος της ομάδας των ΕΜΘ περί παραλλήλου βαθμολογικής τους εξελίξεως με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών και έρχεται σε ευθεία παραβίαση με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, για τους προεκτεθέντες λόγους το αίτημά μου περί άρσεως της δυσμενούς διακρίσεως ως προς το σύστημα των προαγωγών, που υπάρχει μεταξύ των ΕΜΘ και των λοιπών Υπαξιωματικών, οιασδήποτε προέλευσης και συγκεκριμένα να εφαρμοσθεί και στην περίπτωση των ΕΜΘ και κατ’ επέκτασιν και σε μένα, η παράλληλη βαθμολογική εξέλιξη των Ε.Μ.Θ., με τις υπόλοιπες προελεύσεις Υπαξιωματικών (Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντών - Εθελοντριών Οπλιτών από Ανακατάταξη, Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977), με δια-τήρηση της υπάρχουσας επετηρίδας τους, χωρίς τη θεμελίωση δικαιώματος λήψεως αναδρομικών αποδοχών και χωρίς να δημιουργείται δικαίωμα αναδρομικών κρίσεων και προαγωγών σε καμία περίπτωση, όπως διευθετήθηκε η προαγωγή των Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977 με το άρθρο 13 του Ν.3257/2004 και η προαγωγή των Ανθυπασπιστών με το άρθρο 14 του Ν.3648/2008. Ε π ε ι δ ή το ανωτέρω αίτημά μου καίτοι δεν είναι οικονομικό, αλλά ηθικό, ούτε και πρόκειται να διαταράξει την ομαλή λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων, καθόσον από την ικανοποίησή του δεν πρόκειται να επιβαρυνθεί οικονομικά το ελληνικό δημόσιο, ενώ, εξάλλου, έχουν ξεχωριστή επετηρίδα και οι οργανικές θέσεις των βαθμών που λαμβάνουν είναι κατοχυρωμένες, εντούτοις αποσκοπεί στο να καταδείξει ότι την ώρα που η πολιτεία έδωσε τη δυνατότητα σε άλλους εργαζόμενους (Ειδικοί Φρουροί – Συνοριοφύλακες) να εξελιχθούν υπηρεσιακά βάσει των τυπικών και ουσιαστικών τους προσόντων και μελετά σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων για άλλες κατηγορίες εργαζομένων (υπάλληλοι αορίστου χρόνου), επιβάλλεται να αντιμετωπισθούν και τα δίκαια προβλήματα που απασχολούν τους ΕΜΘ. Για τους παραπάνω βάσιμους λόγους, παρακαλώ όπως γίνει δεκτό το αίτημά μου περί παράλληλης βαθμολογικής εξελίξεως των Ε.Μ.Θ., με τους Υπαξιωματικούς των υπολοίπων προελεύσεων (Παραγωγικών Σχολών, Εθελοντών - Εθελοντριών Οπλιτών από Ανακατάταξη, Εθελοντριών γυναικών του Ν.705/1977).-