• Σχόλιο του χρήστη 'Αντώνιος Β. Καπετάνιος' | 9 Ιανουαρίου 2012, 12:44

    Επί του παρόντος σχεδίου νόμου, επισημαίνονται τα εξής, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της εναρμόνισης που πραγματοποιείται επιχειρείται: Στο άρθρο 2 δίνονται οι ορισμοί των εννοιών βιομάζα (το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και υπολειμμάτων βιολογικής προέλευσης από –μεταξύ άλλων– δασοκομία και τους συναφείς κλάδους βιομηχανικών δραστηριοτήτων), βιοκαύσιμα (τα υγρά ή αέρια καύσιμα κίνησης, τα οποία παράγονται από βιομάζα), βιορευστά (τα υγρά καύσιμα για ενεργειακούς σκοπούς εκτός από κίνηση, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης και ψύξης, τα οποία παράγονται από βιομάζα). Εάν θεωρήσουμε ότι, τα βιορευστά δεν μπορούν να προέλθουν από βιομάζα στα πλαίσια της δασοκομίας, παρά με καλλιέργεια συγκεκριμένων γεωργικών φυτών, δε μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για τα βιοκαύσιμα, τα οποία μπορούν να προέλθουν από δασοπονικά είδη. Εφόσον λοιπόν το παρόν σχέδιο αναφέρεται και στα βιοκαύσιμα, τότε η διάταξη της παραγράφου 3 & 4 άρθρου 5, που αναφέρεται στις περιπτώσεις αποκλεισμού εδαφών για βιοκαύσιμα και βιορευστά, χωρίς διάκρισή τους, θα πρέπει να συμπληρωθεί ως εξής, ούτως ώστε να καλυφθεί και το ζήτημα της παραγωγής πρώτων υλών στα πλαίσια της δασικής διαχείρισης (από υπολείμματα υλοτομιών, από μη χρήσιμο ξύλο κ.ά.): «Τα βιοκαύσιμα που λαμβάνονται από πρώτες ύλες και προέρχονται από δασικά οικοσυστήματα, παράγονται από βιομάζα που προκύπτει στα πλαίσια της διαχείρισης αυτών, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της δασικής νομοθεσίας». Επίσης, με δεδομένο ότι τα βιοκαύσιμα περιλαμβάνονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για τις οποίες ισχύει η διάταξη της παραγράφου 10 άρθρου 12 νόμου 3851/2010, σ’ ότι αφορά στο καθεστώς επέμβασης σε εκτάσεις που διαχειρίζονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, τίθεται εν προκειμένω το ζήτημα της δυνατότητας αλλαγής χρήσης δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, για την παραγωγή πρώτων υλών παραγωγής βιοκαυσίμων. Κάτι τέτοιο εάν συνέβαινε θα ήταν οικολογικά ανεπίτρεπτο, διότι δεν είναι δυνατό να καταστρέφονται δασικά οικοσυστήματα για τη δημιουργία φυτειών παραγωγής πρώτων υλών βιοκαυσίμων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει δεκτό, με προϋποθέσεις επί χορτολιβαδικών εδαφών ή όπου η δασική νομοθεσία το προέβλεψε με ειδικούς όρους και περιορισμούς, στα πλαίσια της αποκατάστασης καταστραφείσης δασικής βλαστήσεως. Γι’ αυτό και προτείναμε την εξής διάταξη: «Διάθεση εκτάσεων που διαχειρίζεται η δασική υπηρεσία, για την παραγωγή βιοκαυσίμων, επιτρέπεται: i. σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 39 νόμου 998/1979, ii. μόνον επί δημοσίων χορτολιβαδικών, σύμφωνα με την παράγραφο 10 άρθρου 12 νόμου 3851/2010». Σε κάθε περίπτωση, οι περιοχές αποκλεισμού που αναφέρονται στις παραγράφους 3 & 4 άρθρου 5 δεν αντιστοιχίζονται εννοιολογικά με αυτές που αναφέρονται στη δασική νομοθεσία (π.χ., η έννοια του λειμώνα δεν υφίσταται στη δασική νομοθεσία, η έννοια του δάσους δεν είναι ίδια με αυτή που εφαρμόζεται από τη δασική υπηρεσία κ.ά.), μ’ αποτέλεσμα, οι διατάξεις αυτές να έχουν πρόβλημα εφαρμογής. Υπογραμμίζεται ότι, με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο διαμορφώθηκαν οι αρχές και οι κανόνες προστασίας και διαχείρισης των δασικών περιβαλλόντων της χώρας μας, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες μεσογειακές συνθήκες που τα διέπουν, και τα καθιστούν σημαντικά για την χλωρίδα και πανίδα τους, καθώς και για την ασύγκριτη βιοποικιλότητά τους. Υπάρχει δε πλούσια νομολογία για το σκοπό αυτό, απορρέουσα από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ενώ σε αυτό το πλαίσιο στηρίχθηκε και η σύνταξη των δασικών χαρτών. Κάθε συνεπώς θεώρηση, που δεν ανταποκρίνεται στα ανωτέρω δεδομένα, θα δημιουργήσει σύγχυση ως προς την εφαρμογή των οικείων δασικών διατάξεων, καθώς κι αμφισβήτηση των σχετικών ενεργειών. Θεωρώ ότι, η εναρμόνιση που επιχειρείται θα πρέπει να διαλάβει τα ισχύοντα στην ελληνική πραγματικότητα και στο ελληνικό δίκαιο [άρθρο 3 νόμου 998/1979 όπως ισχύει, αριθ. 204262/4545/23-11-2010 εγκύκλιο δ/γή της υπηρεσίας μας (ΑΔΑ: 4Ι0Ξ0-9)], και να τα συμπεριλάβει για την εφαρμογή των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ούτως ώστε οι νέες διατάξεις να μην έρχονται σε αντίθεση με τη δασική νομοθεσία ή να υφίσταται κενό εφαρμογής τους σε σχέση με αυτήν.