• Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 χρειάζεται επαναδιατύπωση , όπου θα γίνεται σαφής αναφορά ως προς το είδος των δασοτεχνικών έργων που θα δραστηριοποιούνται οι δασικοί συνεταιρισμοί και το νομοθετικό πλαίσιο που θα εκτελούνται. Συγκεκριμένα εάν λάβουμε υπόψη μας ότι το δασοτεχνικό έργο είναι το ολοκληρωμένο αποτέλεσμα ενός συνόλου εργασιών (έργων δασικής οδοποιίας, διευθέτησης ορεινών υδάτων, αναδασώσεων, κλπ) ,που προορίζεται να πληροί αυτό καθ΄αυτό μια λειτουργία (και τεχνική) ,επιμέρους εργασίες των δασοτεχνικών έργων δεν μπορούν να κατατμίζονται και να εκτελούνται αποσματικά . Με την πρακτική που ακολουθήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες ,κυρίως στα έργα αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων, έγινε κατάτμιση των εργασιών αποκατάστασης ώστε να κατασκευαστούν τα κορμοδέματα και κλαδοπλέγματα σχεδόν κατ ΄ αποκλειστικότητα από τους δασικούς συνεταιρισμούς, χωρίς να τηρηθούν οι διαδικασίες του ανοιχτού διαγωνισμού ,όπου θα μπορούσαν να συμμετάσχουν όλοι όσοι είχαν δικαίωμα συμμετοχής. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το αυξημένο κόστος κατασκευής μια και δεν υπήρχε ανταγωνισμός και τη μονομερή κατεύθυνση στην σύνταξη μελετών προς την συγκεκριμένη κατασκευαστική λύση χωρίς να αναζητηθούν εναλλακτικές προτάσεις με άλλα υλικά και μεθόδους .Επίσης παρουσιάστηκαν προβλήματα συντονισμού μεταξύ των μελών των δασικών συνεταιρισμών μια και απουσίαζε παντελώς η στελέχωσή τους με επιστημονικό προσωπικό ,το οποίο υποκαθιστούσε συνήθως ο πρόεδρος ή τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Από τα παραπάνω γίνεται ολοφάνερο ότι για να είναι υγιείς οι δασικοί συνεταιρισμοί δεν μπορεί να συγκροτούνται χωρίς το απαραίτητο στελεχικό επιστημονικό δυναμικό τόσο στον τομέα της κατασκευής, της κατάρτισης προγραμμάτων, κ.α. όσο και στον τομέα της οικονομικής διαχείρισης. Δεν μπορεί οι δασικοί συνεταιρισμοί να εκτελούν τα «πάσης φύσεως δασοτεχνικά έργα», βασιζόμενοι στην « καλή θέληση της πολιτείας» με εμπειρία τα ένσημα του ΙΚΑ των μελών τους σε συγκεκριμένες εργασίες ,χωρίς να ρισκάρουν τίποτα και να αποκλείονται οι επιχειρήσεις του κατασκευαστικού κλάδου οι οποίες είναι υποχρεωτικά στελεχωμένες με αντίστοιχους επιστήμονες και καλούνται να επενδύσουν σε πάγια ,σε εξοπλισμό , ρισκάροντας τα περουσιακά τους στοιχεία για εγγυητικές κ.α. φορολογούμενες δυσβάσταχτα για να εκπληρώνουν τα κριτήρια της ισχύουσας νομοθεσίας. Δεν μπορεί οι δασικές συνεταιριστικές οργανώσεις ,όπως φαίνεται και σε άλλα άρθρα παρακάτω ,να εκτελούν γενικά και αόριστα τα «πάσης φύσεως δασικά έργα» και στην ουσία να χρησιμοποιούνται ως το πρώτο σκαλοπάτι για την σταδιακή εκμετάλλευση και διαχείριση των δασών στο μέλλον και από άλλες οργανώσεις και φορείς ,ξεφεύγοντας από την εποπτεία της ήδη αποδυναμωμένης δασικής υπηρεσίας. Με αυτές τις ασάφειες ,τόσο στη φύση των έργων όσο και στο νομοθετικό πλαίσιο, χρησιμοποιούνται οι δασικοί συνεταιριστικοί οργανισμοί ως « δούρειος ίππος» για την είσοδο και άλλων φορέων ,οι οποίοι χωρίς δεσμεύσεις, και εγγυήσεις για την ποιότητα των έργων που θα εκτελούν και χωρίς οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο θα διαχειρίζονται ανεξέλεγκτα τα δάση. Η αναβάθμιση των δασικών συνεταιρισμών είναι απαραίτητη αλλά πρέπει να γίνει με σαφή προσδιορισμό των δραστηριοτήτων τους και στελέχωση με επιστημονικό δυναμικό , εξοπλισμό, κ.α. για να μπορούν να λειτουργούν προς όφελος και όχι σε βάρος της κοινωνίας.