• Σχόλιο του χρήστη 'Ευριπίδης Παπουτσής, ΠΙΝΔΟΣ ΞΥΛΟΝ Ο.Ε.' | 1 Φεβρουαρίου 2012, 13:00

    Η αξιοποίηση των δασικών πόρων της χώρας -στο οριακό πλέον σημείο στο οποίο έχει περιέλθειο κοινωνικός & οικονομικός ιστός-, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση της τοπικής & εθνικής οικονομίας. Δυστυχώς, τα μέχρι σήμερα μοντέλα διαχείρισης-εκμετάλλευσης των δασοκομικών προϊόντων σε εθνικό επίπεδο, είχαν σαν αποτέλεσμα την απαξίωση του ελληνικού ξύλου στην καταναλωτική συνείδηση. Προκειμένου να αναστραφεί η υπάρχουσα κατάσταση και με δεδομένη την πολιτική βούληση για την αλλαγή του καθεστώτος διαχείρισης των παραγωγικών δασών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής: α) Έγκαιρη σύνταξη των διαχειριστικών μελετών, με επί τόπου επισκέψεις στις προς υλοτόμηση περιοχές, με στόχο την αποφυγή υπερεκτιμήσεων η και υποεκτιμήσεων τις περισσότερες φορές του λύματος. Η ανάγκη επιμήκυνσης του χρόνου υλοτομίας είναι κάτι που έχει επισημανθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια από όλους τους εμπλεκόμενους με το συγκεκριμένο αντικείμενο (Δασική Υπηρεσία, Ειδικοί Επιστήμονες, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ξυλείας, κλπ.) και η μη εφαρμογή της έχει κυρίως να κάνει με δύο ζητήματα: • Το πρώτο είναι η βασική υποδομή (και κυρίως το κλείσιμο των δασικών δρόμων μετά τις πρώτες βροχές) και • το δεύτερο η υποδομή, ο εξοπλισμός και η αντιμετώπιση του προβλήματος εκ μέρους των υλοτόμων. Επιπλέον θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τη ρίκνωση (συρρίκνωση) της στρογγυλής ξυλείας, δεδομένου ότι η ογκομέτρηση της στρογγυλής ξυλείας γίνεται αμέσως μετά την υλοτομία, με αποτέλεσμα να υπάρχει απόκλιση από την ποσότητα η οποία καταλήγει στις επιχειρήσεις της τάξης του 3,00%, δημιουργώντας πρόσθετη επιβάρυνση στη λειτουργία τους. β) Με τον τρόπο με τον οποίο διακινείται σήμερα η στρογγυλή ξυλεία, οι τιμές διαμορφώνονται ουσιαστικά ανάλογα με τις διαθέσεις και την πολιτική (?)των Δασικών Συνεταιρισμών. Δεν είναι για παράδειγμα λίγες οι φορές που, οι ίδιοι οι Συνεταιρισμοί, για τις ίδιες ποσότητες και ποιότητες στρογγυλής ξυλείας, προσφέρουν το προϊόν τους σε τιμές που μπορεί να έχουν διακύμανση μεγαλύτερη από 15% από έτος σε έτος. Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί συνήθως σε ένα ατελείωτο «παζάρι» με τους επιχειρηματίες, οι οποίοι και εισπράττουν όλο το βάρος αυτών των αυξομειώσεων. Η δεδομένη και ετήσια λοιπόν διαδικασία «παζαριού» με τους Δασικούς Συνεταιρισμούς, σημαίνει πρακτικά ότι οι επιχειρηματίες δεν γνωρίζουν στην αρχή της χρονιάς τις τιμές στις οποίες θα πουλήσουν τα τελικά τους προϊόντα. Με άλλα λόγια, επειδή δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη λογική διαμόρφωσης των τιμών της στρογγυλής ξυλείας, είναι πρακτικά αδύνατον να δεσμευτεί ένα πριστήριο για τις τιμές των τελικών προϊόντων του που θα διαθέτει στην επόμενη χρονιά. Εκτός όμως από τις τυχαίες αυξομειώσεις των τιμών, υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα και με το κόστος και τα περιθώρια κέρδους των Δασικών Συνεταιρισμών. Τα ποσοστά αυτά είναι τεράστια σε σχέση με την εργασία που παρέχεται, και στην ουσία δεν συγκρίνονται σε καμία περίπτωση με τα ποσοστά κέρδους που μπορούν να έχουν οι μονάδες που κατεργάζονται αυτήν την ξυλεία, και οι οποίες είναι επιπλέον υποχρεωμένες να επενδύσουν σε μηχανολογικό εξοπλισμό, σε κεφάλαια κίνησης, να διατηρούν έστω και υποαπασχολούμενο το εργατοτεχνικό τους προσωπικό κλπ. Επιπλέον, η «ευνοϊκή» μεταχείριση των Δασικών Συνεταιρισμών που στο πλαίσιο των πολιτικών ενίσχυσης του αγροτικού εισοδήματος των κατοίκων-μελών των συνεταιρισμών των ορεινών περιοχών, όπως αυτές ίσχυσαν τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, ενίσχυσαν τη θέση των συνεταιρισμών στην υλοτόμηση των δασικών εκτάσεων, χωρίς όμως να επιφέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στις τοπικές οικονομίες. Σημαντικότεροι παράγοντες για την εξέλιξη αυτή ήταν αφενός μεν η δημιουργία πολυάριθμων συνεταιρισμών με λίγα μέλη κι αφετέρου η πολύ μικρή συμμετοχή των μελών στις υλοτομίες, που σε πολλές περιπτώσεις επιβεβαιώνεται από την απασχόληση μη μελών κατά την εξέλιξη των δασικών εργασιών. Παρ’ όλα αυτά όμως οι δασικοί συνεταιρισμού ακόμη και σήμερα και παρ’ όλες τις ενέργειες ενίσχυσης του έργου τους τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια (Κ.Π.Σ. & Εθνικά Προγράμματα) συνεχίζουν να λειτουργούν «ηγεμονικά», με δυσάρεστες συνέπειες στην εκμετάλλευση του δασικού πλούτου. Για το λόγο αυτό θα πρέπει τόσο η Κεντρική Διοίκηση, όσο και η Τοπική Αυτοδιοίκηση να επανεξετάσουν τις διαδικασίες απευθείας παραχώρησης των υλοτομιών στους δασικούς συνεταιρισμούς, αφού έχουν εκλείψει ουσιαστικά τα κοινωνικά κριτήρια βάσει των οποίων επιλέγονταν έως και σήμερα, έτσι ώστε να εκλείψει το μονοπωλιακό καθεστώς που έχει δημιουργηθεί και λειτουργεί εις βάρος της ανάπτυξης της δασικής παραγωγής και κατ’ επέκταση του οικονομικού οφέλους από την αξιοποίηση της. γ)Δεδομένης της έλλειψης προδιαγραφών ταξινόμησης της στρογγυλής ξυλείας που υλοτομείται στα δασικά συμπλέγματα και δάση της Ελλάδας, τα τελικά προϊόντα της δασικής παραγωγής δεν τυγχάνουν την αναγνώριση της αγοράς κι ως εκ τούτου η τιμή διάθεσή τους παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και δεν ανταποκρίνεται στα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. Με βάσει τα παραπάνω θα πρέπει να υπάρξει άμεση ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Προδιαγραφής EN 1927-1 (2007) για την ποιοτική ταξινόμηση της στρογγυλής ξυλείας ελάτης κι ερυθρελάτης στην Ελληνική Νομοθεσία.