• Σχόλιο του χρήστη 'CORFU SOLAR ENERGY Ε.Ε.' | 13 Μαρτίου 2014, 14:14

    Οι υφιστάμενες συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας με τον ΛΑΓΗΕ προβλέπουν στο άρθρο 7 αυτών την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν φωτοβολταϊκοί σταθμοί «σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 3468/2006, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27Α του ν. 3734/2009, και το άρθρο 5 του ν. 3851/2010». Σε κανένα σημείο των εν λόγω συμβάσεων δεν προβλέπεται ρητώς η δυνατότητα επανακαθορισμού της τιμολόγησης της πωλούμενης ηλεκτρικής ενέργειας με νομοθετική πράξη, η οποία και θα τροποποιεί τις διατάξεις των ως άνω άρθρων, ενώ ταυτόχρονα δεν διαφαίνεται η παραμικρή δυνατότητα μίας τέτοιας ερμηνείας. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι οι αντισυμβαλλόμενοι του ΛΑΓΗΕ παραγωγοί προέβαιναν ελευθέρως στη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων θεωρώντας ως δεδομένο ότι δεσμεύουν και κατοχυρώνουν απόλυτα τις ισχύουσες κατά τον χρόνο της υπογραφής τους εγγυημένες τιμές, όπως αυτές καθορίζονταν στις νομοθετικές διατάξεις στις οποίες και παρέπεμπε το άρθρο 7. Επομένως, είναι σαφές ότι ο επιχειρούμενος τιμολογιακός επανακαθορισμός συνιστά καταρχάς μονομερή, αντισυμβατική και κατά αυτή την έννοια αυθαίρετη μεταβολή των όρων της ισχύουσας μέχρι σήμερα σύμβασης πώλησης και μάλιστα ενός ουσιωδέστατου όρου αυτής, όπως είναι η τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας. Ακολούθως, η προτεινόμενη νομοθετική επιβολή των νέων τιμών συνιστά νομοθετική επέμβαση σε υφιστάμενη συμβατική σχέση και, ως τέτοια, περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας των μερών, η οποία, όμως, αποτελεί τη βασικότερη έκφανση της προστατευόμενης ρητώς στα άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος οικονομικής ελευθερίας. Είναι δε απολύτως σαφές ότι στο περιεχόμενο της ελευθερίας των συμβάσεων, η οποία εξειδικεύεται στη διάταξη του άρθρου 361 του Αστικού Κώδικα, ανήκει πρωτίστως η ελευθερία καταρτίσεως του περιεχομένου της, στο οποίο περιλαμβάνεται κατεξοχήν το καταβαλλόμενο έναντι μίας παροχής αντάλλαγμα. Επομένως, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση προσκρούει στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και ως εκ τούτου τυχόν υιοθέτησή της από τον Έλληνα νομοθέτη είναι απαγορευτική. Περαιτέρω, είναι σαφές ότι οι παραγωγοί έχουν προχωρήσει ευλόγως στην επένδυσή τους, λαμβάνοντας υπόψη ακριβώς την ισχύουσα κατά τη στιγμή υπογραφής των συμβάσεών τους νομική κατάσταση, η οποία -σε απόλυτη αρμονία με τους διακηρυγμένους και θεσμοθετημένους σκοπούς τόσο των αρμοδίων οργάνων της Ε.Ε. όσο και της Ελληνικής Κυβέρνησης- ευνοούσε την ίδρυση και λειτουργία φωτοβολταϊκών σταθμών και σταθμών ΑΠΕ ευρύτερα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εμπιστοσύνης στο οικείο ρυθμιστικό πλαίσιο. Εντούτοις, η μονομερής μεταβολή του πιο ουσιώδους στοιχείου επί του οποίου στηρίχτηκαν οι επενδυτές στα φ/β, ήτοι του ύψους των εγγυημένων τιμών, με την επιβολή μίας μόνιμης καίριας μείωσης σε αυτές, προσβάλλει στον πυρήνα της την εύλογη εμπιστοσύνη τους, ανατρέπει ριζικά τον οικονομικό και επιχειρηματικό σχεδιασμό τους και κλονίζει επικίνδυνα τη βιωσιμότητα των επενδύσεών τους. Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, η οποία περιέχει ακριβώς την εμπιστοσύνη του σε ισχύουσες νομικές ρυθμίσεις και την προσδοκία του ότι με βάση αυτές συγκροτεί εύλογα τις επιλογές του, συνάγεται ευθέως από το Σύνταγμα της Ελλάδος και θεμελιώνεται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου. Γίνεται δε παγίως δεκτό ότι η αρχή αυτή δεν δεσμεύει μόνο τη διοίκηση, αλλά και τον νομοθέτη. Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναγνωρίζεται ρητά και στο ενωσιακό δίκαιο, συγκροτώντας κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου συνδεόμενη άρρηκτα με τον συνταγματικό πυρήνα της Ένωσης. Μάλιστα, πρόσφατη απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου ad hoc επί της εξέτασης ζητημάτων που ανέκυψαν ειδικώς στο πλαίσιο αξιολόγησης υποστηρικτικών μηχανισμών για της ΑΠΕ το Δικαστήριο αναγνώρισε ρητώς την ισχύ των βασικών αρχών του ενωσιακού δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε. από τα κράτη – μέλη της Ένωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η προστασία των δικαιολογημένων προσδοκιών (legitimate expectations) των διοικουμένων, όταν αυτά εφαρμόζουν ενωσιακές Οδηγίες, οι οποίες αποτελούν τη βάση για τη στήριξη των ΑΠΕ (C - 195/12 - IBV, Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013). Στη συνέχεια, η επίμαχη προτεινόμενη διάταξη πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της προστασίας της ιδιοκτησίας-περιουσίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το άρθρο αυτό επιτρέπει μεν τη δια νόμου επιβολή περιορισμών στην απόλαυση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, πλην όμως, ο περιορισμός αυτός πρέπει να τελεί σε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ήτοι να μη διαταράσσει την αναλογία μεταξύ χρησιμοποιούμενων μέσων και σκοπών. Με την αναλογία απαιτείται ειδικότερα η επαχθής κρατική επέμβαση να είναι α) πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της, β) αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, με την έννοια ότι δεν υπάρχει δυνατότητα επίτευξης του ίδιου αποτελέσματος με ηπιότερα μέσα και γ) αναλογική εν στενή εννοία, ήτοι η επιδιωκόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται. Εν προκειμένω, η επίμαχη ρύθμιση δια της οποίας επιβάλλεται μεσοσταθμικός αναδρομικός περιορισμός περί τα 30% των εγγυημένων τιμών των παραγωγών προδήλως δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις που θέτει η αρχή της αναλογικότητας, ενώ ταυτόχρονα είναι προφανές ότι επιβαρύνει υπερβολικά τα πρόσωπα που υποχρεούνται να τον υποστούν και κλονίζει ριζικά – και ενδεχομένως ανεπανόρθωτα - την οικονομική τους κατάσταση. Αντιστοίχως, ουδεμία απόδειξη υφίσταται και για την προσφορότητα της επίμαχης ρύθμισης να καλύψει το ταμειακό έλλειμμα του ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ, για το οποίο ούτως ή άλλως έχουν επιβληθεί άλλες επιβαρύνσεις στους παραγωγούς ΑΠΕ. Με την έννοια αυτή, η προτεινόμενη διάταξη αντίκειται και στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια η εισαγωγή της ως άνω ρυθμίσεως ενέχει σημαντικά προβλήματα ασυμβατότητας με θεμελιώδεις διατάξεις και αρχές, συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος, οι οποίες κωλύουν επί της αρχής την εισαγωγή μιας τέτοιας ρύθμισης.