• I. Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 1 με την οποία εισάγεται μονομερής τροποποίηση των όρων που αφορούν στην τιμολόγηση της παραγόμενης, από την έναρξη ισχύος του νόμου, ενέργειας, από τον ΛΑΓΗΕ (για το διασυνδεδεμένο σύστημα), τον ΔΕΔΔΗΕ (για το μη διασυνδεδεμένο σύστημα) ή τους προμηθευτές (για έργα επί στεγών) συνιστά αδιαμφισβήτητα επέμβαση του νομοθέτη σε υφιστάμενες συμβατικές σχέσεις. Κατά την πάγια νομολογία των εθνικών διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων και του ΕΔΔΑ, και όπως θα επισημανθεί μετά βεβαιότητας στη σχετική Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, η μεταγενέστερη αυτή επέμβαση του νομοθέτη παραβιάζει κατάφωρα τις ακόλουθες διατάξεις και αρχές νομοθετικής και υπερνομοθετικής ισχύος: -την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα -την αρχή της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας, άρθρο 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος -το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος -το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο προστατεύονται τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα -την συνταγματική αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας, άρθρα 4 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος -την συνταγματική αρχή του «κοινωνικού κράτους δικαίου» και τις ειδικότερες εκφάνσεις αυτού, την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων, άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος -την αρχή της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών -πολυάριθμες διατάξεις του πρωτογενούς και δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. II. Ως προς την αρχή της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας, ιδίως, το Σύνταγμα επιτρέπει βέβαια τη θέσπιση περιορισμών για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου, όμως, δεν αποτελεί, κατά την πάγια θέση των διοικητικών δικαστηρίων, «δημόσιο συμφέρον», και δεν κρίνεται επαρκές μέγεθος για τον περιορισμό των περιουσιακού χαρακτήρα δικαιωμάτων των διοικουμένων, σε κάθε δε περίπτωση, οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορεί να αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.). III. Επιπλέον, μολονότι η προτεινόμενη μονομερής τροποποίηση των όρων που αφορούν στην τιμολόγηση της παραγόμενης ενέργειας, συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα των συμβάσεων δανεισμού των παραγωγών ενέργειας, καμία αναφορά δεν γίνεται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, στο ζήτημα της εκχώρησης των μονομερώς τροποποιούμενων συμβάσεων, στα πιστωτικά ιδρύματα, ούτε και στο κρίσιμο ζήτημα της ανάλογης ρύθμισης των συμβατικών σχέσεων με τα πιστωτικά ιδρύματα (ρύθμιση επιτοκίων, παράταση χρόνου αποπληρωμής των δανείων κλπ.). IV. Ενόψει των ανωτέρω ζητημάτων προδήλου έλλειψης νομιμότητας, αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης των ρυθμίσεων της προτεινόμενης ρύθμισης στις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, η προσφυγή στη δικαστική οδό, καταρχήν με την ταχεία διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, και εν συνεχεία με την άσκηση αγωγών αποζημίωσης, φαίνεται αναγκαία και πρόσφορη, σε περίπτωση που η εν λόγω ρύθμιση εν τέλει υιοθετηθεί.