• Σχόλιο του χρήστη 'Γιάννης Τ.' | 10 Ιουνίου 2014, 16:20

    Ενόψει της ένταξης ιδιοκτησιών εκτάσεων εκτός σχεδίου πόλεως σε εγκεκριμένα από τους αρμόδιους Δήμους της Χώρας Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (Γ.Π.Σ.), με τις διατάξεις του Α΄ Κεφαλαίου του ν. 1337/1983 (Α΄κατοικία), υποχρεούται κάθε ιδιοκτήτης να καταβάλει εισφορά σε γη και χρήμα για τη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά την ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών, σύμφωνα με τον τρόπο υπολογισμού που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 4 του ν. 1337/1983 και 20 παρ. 1 του ν. 2508/1997, ως ισχύουν (βλ. και εγκύκλιο ΥΠΕΧΩΔΕ αρ. 30/αρ.πρωτ. ΔΤΕ/β/οικ.10891/406/5.3.2004). Στις υπό ένταξη όμως περιοχές ανά την Ελλάδα, υπάρχουν και ιδιοκτησίες, οι οποίες είχαν παραχωρηθεί κατά τη δεκαετία του 1920 σε πρόσφυγες για αγροτική και μόνο αποκατάσταση από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ή σύμφωνα με τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας, για λόγους προστασίας και προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή τους ένταξη στην Ελλάδα. Πενήντα χρόνια όμως μετά, εκδόθηκε η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 1647/1986, σύμφωνα με την οποία οι ιδιοκτησίες αυτές, εφόσον, κατά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής του σχεδίου πόλης, ανήκουν κατά κυριότητα, στον αρχικό δικαιούχο, ή μεταβιβάστηκαν στη σύζυγό του, τους κατιόντες και τους συζύγους τους και τους αδελφούς τους, υποχρεούνται σε μειωμένη κατά το ήμισυ των εισφορών που προβλέπονται από το άρθρο 8 παρ. 4 και επ. του ν. 1337/1983 (εισφορά σε γη) και από το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 1337/1983 (εισφορά σε χρήμα) και μέχρι τμήματος ιδιοκτησίας 2.000 τμ. ! Η παραπάνω ρύθμιση είναι εξόφθαλμα χαριστική προς μια ομάδα πολιτών ιδιοκτητών γης, η οποία δεν δικαιολογείται ούτε κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής διάταξης (1986), ήτοι, πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά την αποκατάσταση των προσφύγων, ούτε πολύ περισσότερο σήμερα, ογδόντα περίπου χρόνια μετά. Είναι προφανής ο σκοπός των χαριστικών αυτών διατάξεων από τη πλευρά των τότε κυβερνώντων και ειδικότερα του τότε (προσφυγικής καταγωγής) Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, να ευνοηθούν και οι προσφυγικής καταγωγής ψηφοφόροι! Πολλώ δε, μάλλον, που η παραπάνω διάταξη δεν προβλέπει «αντιστάθμισμα» της προνομιακής αυτής μεταχείρισης (παροχής). Ουδεμία, δηλαδή, πρόβλεψη υπάρχει σχετικά με τη κάλυψη από τη πολιτεία της υπολειπόμενης εισφοράς τόσο σε χρήμα, όσο και σε γη από «τράπεζα» οικοπεδικών της εκτάσεων, με αποτέλεσμα να μετακυλύεται η πρόσθετη, μη νόμιμη αυτή επιβάρυνση στους λοιπούς ιδιοκτήτες, που δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις της εν λόγω διάταξης και να δημιουργείται, εν προκειμένω, το φαινόμενο πολιτών δύο ταχυτήτων! Τέτοιου είδους απολιθώματα μεροληπτικής άσκησης εξουσίας από τους κυβερνώντες έχουν πλέον απαξιωθεί στη πολιτική συνείδηση του ελληνικού λαού και, βεβαίως, δεν δικαιολογείται η ύπαρξή τους στη σύγχρονη Ελλάδα, που προσπαθεί να μεταρρυθμιστεί, κάτω από δύσκολες για όλους πολιτικές-κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και να σταθεί στα πόδια της με βάση ένα νομοθετικό πλαίσιο οργάνωσης διεπόμενο, κυρίως, από τις αρχές της ισότητας και της ισονομίας για όλους τους πολίτες της. Η πολιτεία εκδήλωσε την υποχρέωση της προς τους ομοεθνείς πρόσφυγες που ήλθαν στις αρχές του περασμένου αιώνα και είχαν πράγματι ανάγκη προστασίας, με διάφορες κοινωνικοοικονομικές παροχές, (παραχώρηση αγροτικών περιοχών, στέγης, δανειοδοτήσεις, απαλλαγές από δημοσιονομικά βάρη κλπ), συμπράττοντας στην ομαλή τους ένταξη στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Χώρας. Οι τότε πρόσφυγες, οι οικογένειές τους και οι απόγονοί τους είναι, σήμερα, πλήρως ενταγμένοι συμμετέχοντας χωρίς διάκριση στον ελληνικό βίο και δεν δικαιολογείται καμία πλέον προστασία τους. Η νομική έννοια «πρόσφυγες», εξάλλου, δεν αποδίδεται σε ανθρώπους ομοεθνείς (έλληνες), οι οποίοι προστατεύτηκαν αρχικά, πριν από 80 χρόνια αλλά και στη συνέχεια και έχουν ενταχθεί πλήρως στον κοινωνικό/οικονομικό/πολιτικό βίο της Χώρας συμμετέχοντας ομαλά σ΄αυτόν, χωρίς διάκριση σε σχέση με τους λοιπούς ομοεθνείς τους (έλληνες επίσης) – γηγενείς. Η διατήρηση μέχρι σήμερα της παραπάνω διάταξης παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των Ελλήνων έναντι του νόμου και συγκεκριμένα παραβιάζει το άρθρο 4 του Συντάγματος και ειδικότερα: τη παράγραφο 1 «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», τη παρ. 2 «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» και τη παρ. 5 «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Ενόψει της παραβίασης των ανωτέρω συνταγματικών αρχών, η διάταξη αυτή είναι μη νόμιμη ως αντισυνταγματική και αν παραμείνει η ισχύς της, τότε θα κληθούν οι υπόλοιποι έλληνες πολίτες, κύριοι ιδιοκτησιών των υπό ένταξη περιοχών, που δεν έχουν προσφυγική καταγωγή και δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις της εν λόγω διάταξης, να καλύψουν σε βάρος της περιουσίας τους, τη διαφορά που θα κάλυπταν κανονικά οι απόγονοι των τότε προσφύγων, προκειμένου να διαμορφωθούν οι κοινόχρηστοι χώροι και να ικανοποιηθούν οι κοινωφελείς χρήσεις, που προβλέπει κάθε εγκεκριμένο Γ.Π.Σ., αν δεν υπήρχε αυτή η αντισυνταγματική διάταξη. Επίσης, με την μη ισότιμη εισφορά των ευνοουμένων, ως άνω, ελλήνων πολιτών, χωρίς νόμιμη αιτία, είναι βέβαιο ότι δεν θα καταστεί δυνατό να εφαρμοστεί ορθολογικός και σύγχρονος πολεοδομικός σχεδιασμός των υπό ένταξη περιοχών με άμεση συνέπεια να επιβαρυνθούν οι υπόλοιπες ιδιοκτησίες λόγω της μη αξιοποίησης και εκμετάλλευσής τους, δεδομένου ότι οι κοινόχρηστοι χώροι και οι κοινωφελείς χρήσεις θα υπολείπονται του κάθε εγκεκριμένου Γ.Π.Σ. Προκύπτει, επομένως, ότι οι παραπάνω διατάξεις παραβιάζουν ευθέως και το άρθρο 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας. Πρέπει να τονιστεί ότι στο προτεινόμενο νομοσχέδιο η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη για τους εισφέροντες μη πρόσφυγες πολίτες, διότι στο άρθρ. 1 παρ. 4 στ’ προβλέπεται η αύξηση των ποσοστών εισφοράς έως 40 – 50% προκειμένου να καλυφθεί η ανάγκη για τη δημιουργία κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων. Δηλαδή το νομοσχέδιο αντί να θεραπεύσει τη διάκριση μεταξύ των υπόχρεων, την επιδεινώνει δραματικά. Επιβάλλεται, επομένως, η άμεση κατάργηση της εν λόγω χαριστικής διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 1647/1986, έτσι ώστε να εισφέρουν όλοι οι κύριοι ιδιοκτησιών των υπό ένταξη περιοχών με όμοιο και ίσο τρόπο, όπως ορίζει ο νόμος, έναντι του οποίου δεν δικαιολογείται καμία απολύτως διαφοροποίηση υπέρ ορισμένων πολιτών, που να στηρίζεται σε νόμιμη αιτία ή στο γενικότερο συμφέρον ειδικώς αιτιολογημένο.