Άρθρο 01: Ιδιοκτησία κατά την πράξη εφαρμογής – υπολογισμός εισφοράς σε γη – καταβολή εισφορών σε χρήμα

1. Το άρθρο 8 του ν.1337/1983 ως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
1.Οι ιδιοκτησίες α) που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο για πρώτη φορά ή β) στις οποίες επεκτείνεται το πολεοδομικό σχέδιο ή γ) που εντάσσονται στο πολεοδομικό σχέδιο και βρίσκονται εκτός των ορίων των οικισμών με πληθυσμό μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους, υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά γης στη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά στην ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών κατά τις επόμενες διατάξεις.
2.Με απόφαση του αρμόδιου για την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου οργάνου, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, μπορεί να υπάγονται στις διατάξεις περί εισφορών γης και χρήμα οι ιδιοκτησίες που βρίσκονται εντός των ορίων των οικισμών με πληθυσμό μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους.»
3. Η εισφορά σε γη κατά την προηγούμενη παράγραφο αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους:
4. Η εισφορά σε γη υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο :
α) Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 500 τ.μ. ποσοστό 15%.
β) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 500 τ.μ. μέχρι 1.000 τ.μ. ποσοστό 20%.
γ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 τ.μ. μέχρι 2.000 τ.μ. ποσοστό 30%.
δ). Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 2.000 τ.μ. μέχρι 10.000 τ.μ. ποσοστό 40%.
ε) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 10.000 τ.μ ποσοστό 50%
στ) Σε περίπτωση που κατά την εκπόνηση της μελέτης οι υπολογιζόμενες εισφορές σε γη κατά τα ανωτέρω εντός της πολεοδομικής ενότητας, συμπεριλαμβανομένων και των υφιστάμενων κοινόχρηστων χώρων, δεν καλύπτουν την ελάχιστη έκταση κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων κατά τα πολεοδομικά σταθερότυπα ή τις προβλέψεις των ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ ή ΤΧΣ, τα ποσοστά των περιπτώσεων α, β, γ και δ υποχρεωτικά αυξάνονται αναλογικά και κατά ίσο αριθμό ποσοστιαίων μονάδων με σκοπό να συμπληρωθεί η απαιτούμενη εισφορά σε γη και χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετη απόφαση έγκρισης της προσαύξησης αυτής. Σε κάθε περίπτωση τα ποσοστά των περιπτώσεων (α), (β) και (γ) δεν υπερβαίνουν το 40% και το ποσοστό της περίπτωσης (δ) δεν υπερβαίνει το 50%. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής δύναται να τροποποιείται ο καταμερισμός των ποσοστών εισφοράς σε γη των περιπτώσεων (α) έως (ε).
ζ) Η εισφορά σε γη ειδικά για τις χρήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 5, 6 και 7 του από 23.2.1987 π.δ/τος (Δ 166′), όπως ισχύει ορίζεται:
αα) Για τμήμα ιδιοκτησίας μέχρι 1.000 τ.μ. ποσοστό 20%.
ββ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 1.000 τ.μ. μέχρι 4.000 τ.μ. ποσοστό 30%.
γγ) Για τμήμα ιδιοκτησίας πάνω από 4.000 τ.μ. ποσοστό 40%.
5. Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται τα εμβαδά που είχαν οι ιδιοκτησίες στις 28 Μαΐου 2014. Εφόσον την ως άνω χρονική στιγμή λειτουργούσε Κτηματολόγιο, λαμβάνεται ως ημερομηνία αναφοράς η ημερομηνία καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα Κτηματολογικά Βιβλία. Για την εφαρμογή της παρ. 4, ως ιδιοκτησία νοείται το γεωτεμάχιο όπως αυτό ορίζεται στο Εθνικό Κτηματολόγιο, ήτοι η συνεχόμενη έκταση γης, που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει σε έναν ή περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου. Τυχόν κατατμήσεις που έλαβαν χώρα μετέπειτα της προαναφερθείσας ημερομηνίας δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εισφορών σε γη.
6. Η εισφορά γης πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής του άρθρ. 12 του νόμου αυτού, εκτός αν πρόκειται για αστικό αναδασμό ή ενεργό πολεοδομία, οπότε γίνεται με τις διατάξεις του Νόμ. 947/1979 (άρθρ. 20 παρ. 1 περιπτ. α και β). Ως πρός τα ποσοστά της εισφοράς γής στις προηγούμενες περιπτώσεις εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου αυτού.
7. Σε περίπτωση που η συμμετοχή σε γη πρέπει να ληφθεί από μη ρυμοτομούμενο τμήμα ιδιοκτησίας, πλήν όμως κατά την κρίση της αρχής το τμήμα γης που πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο εισφοράς δεν είναι αξιοποιήσιμο πολεοδομικά ή η αφαίρεσή του είναι φανερά επιζήμια για την ιδιοκτησία, μπορεί να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή που διατίθεται αποκλειστικά για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών. Για την πραγματοποίηση της μετατροπής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρ. 9 για την εισφορά σε χρήμα. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής μπορεί να οριστούν όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
8. Τα εδάφια τμήματα που προέρχονται από εισφορά γης διατίθενται κατά σειρά προτεραιότητας:
α). Για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα.
β) Για την παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες της ίδιας πολεοδομικής ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ’ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό περισσότερο από το καθοριζόμενο στην παρ. 4 και εφόσον δεν είναι δυνατή η τακτοποίησή τους, σύμφωνα με τους κατά το άρθρ. 12 τρόπους.
γ). Για κοινωφελείς χώρους και σκοπούς μέσα στην ίδια πολεοδομική ενότητα.
δ) Για τη δημιουργία χώρων κοινοχρήστων και κοινωφελών χρήσεων και σκοπών για τις γενικότερες ανάγκες της περιοχής, καθώς και για παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες άλλων πολεοδομικών ενοτήτων του ίδιου δήμου ή κοινότητας μέσα στα όρια του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο, για τη δημιουργία κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων, η κατά το ποσοστό περισσότερο από την προκύπτουσα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, υποχρέωσή τους. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και για ρυμοτομούμενα οικόπεδα εντός σχεδίου εγκεκριμένου κατά τη διαδικασία του Ν.Δ/τος της 17.7.1923 «περί σχεδίων πόλεων», που περιλαμβάνονται η αποτελούν πολεοδομική ενότητα του ίδιου δήμου η κοινότητας εφόσον το επιθυμούν οι ιδιοκτήτες τους.
Με τη σχετική πράξη εφαρμογής, με την οποία πραγματοποιείται η παραχώρηση του νέου οικοπέδου, το παλαιό εντός σχεδίου πόλεως ρυμοτομούμενο οικόπεδο περιέρχεται αυτοδικαίως στην κυριότητα του οικείου Ο.Τ.Α., ο οποίος υποκαθιστά επίσης τον ιδιοκτήτη στα δικαιώματα έναντι τρίτων υπόχρεων για την αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Στην περίπτωση αυτήν εάν ο οικείος Ο.Τ.Α. εντός 3 ετών από την ως άνω παραχώρηση του νέου οικοπέδου δεν εισπράξει από τους τρίτους την οφειλόμενη αποζημίωση, τότε το Πράσινο Ταμείο υποκαθιστά τον Ο.Τ.Α στα δικαιώματα έναντι των τρίτων, δυνάμενο να συνεχίσει τη σχετική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που δημοσιεύεται στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος παρέμβασης του Πράσινου Ταμείου για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών και κάθε αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος λεπτομέρεια.
9. Οι ιδιοκτησίες που ανήκουν στο Δημόσιο, σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή σε κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου κατά το μέρος που από την πολεοδομική μελέτη προορίζονται για τη δημιουργία κοινωφελών χώρων της αρμοδιότητας του δημόσιου φορέα στον οποίο ανήκουν ή διατίθενται για τους ίδιους σκοπούς με ανταλλαγή, παραχώρηση, ή άλλο τρόπο, μεταξύ των αντίστοιχων φορέων, θεωρούνται αυτοδίκαια εισφερόμενες για το σκοπό που προορίζονται και δεν υπόκεινται κατά το μέρος αυτό σε άλλη εισφορά γής.
10. Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι στεγαστικών προγραμμάτων μέσα στις ιδιοκτησίες των δημόσιων φορέων της προηγούμενης παραγράφου, που το ποσοστό που καταλαμβάνουν μνημονεύεται στο δ/μα έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης θεωρούνται αυτοδίκαια συνεισφερόμενοι, περιέρχονται αυτοδικαίως στους οικείους κατά τον προορισμό τους φορείς και συμψηφίζονται στην εισφορά σε γη της αντίστοιχης ιδιοκτησίας, όπως η εισφορά αυτή προκύπτει με την εφαρμογή των ποσοστών της παρ. 4 του παρόντος άρθρου, υπολογιζομένων μόνο για το εμβαδόν της ιδιοκτησίας αυτής .Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και σε εγκεκριμένες μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος πολεοδομικές μελέτες έστω και αν στην πράξη έγκρισης τους δεν αναφέρεται το ποσοστό των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων. Στις περιπτώσεις αυτές εκδίδεται διαπιστωτική απόφαση του οικείου αρμοδίου Περιφερειάρχη ή του εκάστοτε αρμοδίου οργάνου που προσδιορίζει το ποσοστό αυτό βάσει των ενδείξεων της μελέτης. Γ ια ιδιοκτησίες που ανήκουν στη διαχείριση του Υπουργείου Υγείας και σε δημοσίους οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή στεγαστικών προγραμμάτων και προορίζονται για εφαρμογή στεγαστικών προγραμμάτων αυτών, για το τμήμα τους άνω των 2.000 τ.μ. ορίζεται ποσοστό εισφοράς γης 40%, κατ’ εξαίρεση των περιπτ. (ε) και (στ) της παρ. 4 του άρθρου αυτού.
11. Οι οπωσδήποτε σχηματισμένοι μέσα στην περιοχή επέκτασης κοινόχρηστοι χώροι θεωρούνται ως νόμιμα υπάρχοντες κοινόχρηστοι χώροι και δεν λαμβάνονται υπόψη υπέρ των ιδιοκτητών για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη.
12. Κοινόχρηστοι χώροι της προηγούμενης παραγράφου και του άρθρ. 28 του νόμου αυτού που καταργούνται με την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο ή την αναμόρφωση της λόγω υπαγωγής της περιοχής στις διατάξεις του άρθρ.13, μπορεί μετά την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρ. 3 του ν.δ. 690/1948, με την πράξη εφαρμογής να διατίθενται περαιτέρω σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου αυτού.
13. Στις περιπτώσεις κατάτμησης οικοπέδων μετά την έγκριση της πολεοδομικής μελέτης και πριν την κύρωση της πράξης εφαρμογής, επιβάλλεται, πέρα από τα ελάχιστα όρια εμβαδού και διαστάσεων, η εξασφάλιση στη μεταβιβαζόμενη και στην εναπομένουσα έκταση του αναλογούντος σε κάθε τμήμα ποσοστού της εισφοράς σε γη που προκύπτει βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού, Κάθε δικαιοπραξία (εν ζωή ή αιτία θανάτου) που έχει αντικείμενο μεταβίβαση κυριότητας κατά παράβαση των ανωτέρω είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής άκυρη.»
2. Η παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1337/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η εισφορά σε χρήμα υπολογίζεται με βάση το εμβαδόν της ιδιοκτησίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με την πράξη εφαρμογής και την τιμή ζώνης του οικοπέδου κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης εφαρμογής. Ως τιμή ζώνης του οικοπέδου για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου νοείται: α) Στις περιοχές όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων του Υπουργείου Οικονομικών, η ανά τετραγωνικό μέτρο αξία του οικοπέδου η οποία προκύπτει από την «Τιμή οικοπέδου (Τ.Ο.)» συναρτήσει της Τιμής Ζώνης (Τ.Ζ.) και του Συντελεστή Αξιοποίησης του Οικοπέδου (Σ.Α.Ο.) πολλαπλασιαζόμενης με το Συντελεστή του Οικοπέδου (Σ.Ο.), όπως καθορίζονται στους πίνακες τιμών των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδονται κατ εξουσιοδότηση των κείμενων διατάξεων. β) Στις περιοχές όπου δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, η ανά τετραγωνικό μέτρο αξία των ακινήτων όπως αυτή προσδιορίζεται από την επιτροπή του π.δ. 5/1986 (Α’ 2).Για ιδιοκτησίες που στην πράξη εφαρμογής οι ιδιοκτήτες αναγράφονται με ελλιπή στοιχεία η με την ένδειξη «άγνωστος» ώστε να καθίσταται αδύνατη η βεβαίωση και είσπραξη του ποσού της εισφοράς του άρθρου αυτού, για τον υπολογισμό της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη η οικοπεδική αξία κατά το χρόνο κύρωσης της διορθωτικής πράξης του αρμοδίου οργάνου. Η εισφορά αυτή βεβαιώνεται από την αρμόδια Υπηρεσία Δόμησης στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο που εξυπηρετεί τον δήμο, ενώ για τους δήμους που έχουν δική τους ταμειακή υπηρεσία η παραπάνω εισφορά βεβαιώνεται απ’ ευθείας στην υπηρεσία αυτή, μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής. Η εισφορά αυτή εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί εισπράξεως δημόσιων εσόδων, ως έσοδο του οικείου δήμου και αποδίδεται σ’ αυτούς κατά μήνα. Η οφειλόμενη εισφορά σε χρήμα καταβάλλεται εντός προθεσμίας εννέα (9) ετών από την ημερομηνία κύρωσης της πράξης εφαρμογής, σε εκατόν οκτώ (108) ισόποσες μηνιαίες δόσεις ή σε τριάντα έξι (36) ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ή σε δεκαοκτώ (18) ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης επιλέξει την καταβολή του συνολικού ποσού εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την ημερομηνία κύρωσης της πράξης εφαρμογής, παρέχεται έκπτωση ποσοστού είκοσι τις εκατό (20%) επί του συνολικού ποσού. Σε περίπτωση βεβαίωσης της εισφορά σε χρήμα μετά την κύρωση διορθωτικής πράξης εφαρμογής σύμφωνα με το β εδάφιο του παρόντος άρθρου, η προθεσμία καταβολής των οφειλών υπολογίζεται από την ημερομηνία κύρωσης της αρχικής πράξης εφαρμογής. Σε κάθε περίπτωση ως ελάχιστη μηνιαία δόση ορίζεται το ποσό των πενήντα (50) ευρώ, ως ελάχιστη τριμηνιαία το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ και ως ελάχιστη εξαμηνιαία δόση το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Τα ανωτέρω ισχύουν αποκλειστικά για την οφειλόμενη εισφορά σε χρήμα και όχι για τυχόν μετατροπές εισφοράς γης σε χρήμα ή προσκυρώσεις. Το ποσό της εισφοράς αυτής διατίθεται από τους οικείους Ο.Τ.Α. για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων είτε από τον ίδιο είτε από εξουσιοδοτημένο από αυτόν φορέα. Κάθε διάθεση της εισφοράς αυτής για άλλο σκοπό είναι άκυρη. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Οικονομικών επικαιροποιούνται ο προσδιορισμός αξίας ακινήτων για την επιβολή εισφοράς σε χρήμα, ο τρόπος καταβολής αυτής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.»
3. Η παρ. 6 α του άρθρου 9 του ν. 1337/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
«6α. Σε κάθε συμβολαιογραφική πράξη που αφορά δικαιοπραξία εν ζωή και έχει ως αντικείμενο μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου που οφείλει εισφορά σε χρήμα, σύμφωνα με κυρωμένη πράξη εφαρμογής, επισυνάπτεται βεβαίωση του οικείου δήμου, ότι έχει καταβληθεί τουλάχιστον το ποσόν των δόσεων, που αντιστοιχεί σε ποσοστό τριάντα τις εκατό (30%) των συνολικών υποχρεώσεων που αναλογούν στο μεταβιβαζόμενο ακίνητο. Στα συμβολαιογραφικά έγγραφα μεταβίβασης επί ποινή ακυρότητας γίνεται ειδική μνεία για τους υπόχρεους οφειλέτες και το υπολειπόμενο ποσόν οφειλής εισφοράς σε χρήμα. Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την μεταγραφή ή την καταχώριση των δικαιωμάτων κυριότητας αντίστοιχα στα αρμόδια Υποθηκοφυλακεία ή Κτηματολογικά Βιβλία και με ποινή ακυρότητας της συμβολαιογραφικής πράξης, ο αποκτών οφείλει να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας στον οικείο δήμο προκειμένου να βεβαιωθεί το υπόλοιπο των οφειλών σε χρήμα. Σε κάθε περίπτωση το μη καταβληθέν υπόλοιπο των οφειλών εισφορών σε χρήμα βαρύνει τον αποκτών του δικαιώματος κυριότητος, ανεξαρτήτως του είδους της πράξης με την οποία το απέκτησε.»
4. Στην παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 προστίθενται περ.δ) ως εξής:
« δ) Σε περιοχές που λειτουργεί Κτηματολογικό Γραφείο λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη, για τη σύνταξη κτηματογραφικών πινάκων και διαγραμμάτων, τα τηρούμενα στοιχεία του Εθνικού Κτηματολογίου. Στις περιοχές που συντάσσεται Εθνικό Κτηματολόγιο και έχει πραγματοποιηθεί ανάρτηση κτηματολογικών στοιχείων, με μέριμνα της ΕΚΧΑ Α.Ε. διατίθενται τα τηρούμενα στοιχεία στον οικείο δήμο προκειμένου να ληφθούν υπόψη για τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματική Αλλαγής καθορίζονται οι λεπτομέρειες και προδιαγραφές για την εφαρμογή των παραπάνω.»
5. Η παρ. 2 του άρθρου 5 του από 20.8.1985 π.δτος (414΄Δ) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η εισφορά σε γη κατά την προηγούμενη παράγραφο αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της η οποία υπολογίζεται κατά τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983 ως ισχύει»
6. Η παρ. 2 του άρθρου 6 του από 30.08.1985 π.δτος (416΄Δ). αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η εισφορά σε γη κατά την προηγούμενη παράγραφο αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας κάθε ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της η οποία υπολογίζεται κατά τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983.»
7. Η παρ. 3 του άρθρου 6 του από 30.08.1985 π.δτος (416΄Δ). αντικαθίσταται ως εξής:
«3.Τα εμβαδά των ιδιοκτησιών για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη λαμβάνονται κατά τα οριζόμενα στην παρ.5 του άρθρου του Ν.1337/1983 , ως ισχύει.»
8. Η παρ. 5 του άρθρου 15 του ν. 2508/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Στις ιδιοκτησίες που βρίσκονται σε περιοχή του άρθρου αυτού επιβάλλεται Εισφορά σε γη. Ο υπολογισμός των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη των ιδιοκτησιών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983. Κατά τον υπολογισμό αυτόν, λαμβάνονται υπόψη οι ήδη επιβαρύνσεις των ιδιοκτησιών από τη συμμετοχή τους σε διάνοιξη ή διεύρυνση κοινόχρηστων χώρων. Στην περίπτωση της εντός εγκεκριμένου σχεδίου περιοχής, από την εισφορά σε γη αφαιρείται το σύνολο των υποχρεώσεων της ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία κατά την υποβολής της δήλωσης ιδιοκτησίας της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 ή το αργότερο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των ενστάσεων κατά της πράξης εφαρμογής. Αν το σύνολο αυτό των επιβαρύνσεων της ιδιοκτησίας είναι ίσο ή μεγαλύτερο των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ως άνω παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983, η ιδιοκτησία θεωρείται ότι εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της, άλλως βαρύνεται με τη διαφορά. Στην περίπτωση της εντός οικισμού προ του 1923 περιοχής αναμόρφωσης, υπολογίζεται το σύνολο εμβαδού των υφιστάμενων κοινόχρηστων χώρων, το οποίο και αφαιρείται από τη συνολική εισφορά όλων των ιδιοκτησιών. Η επιπλέον διαφορά επιμερίζεται σύμμετρα προς την κατά την πιο πάνω λογιζόμενη Εισφορά σε γη κάθε ιδιοκτησίας και τα εμβαδά του επιμερισμού αυτού οφείλονται ως εισφορά της αντίστοιχης ιδιοκτησίας. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού δεν οφείλεται Εισφορά σε χρήμα. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι παράγραφοι 7-10 και 12 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983, όπως ισχύει..
9. Το άρθρο 20 του ν. 2508/1997 (Α’124) αντικαθίσταται ως εξής :
«Άρθρο 20
1.Οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε πολεοδομούμενες για πρώτη φορά περιοχές υποχρεούνται να συμμετάσχουν με εισφορά σε γη για τη δημιουργία των απαραίτητων κοινόχρηστων χώρων και γενικά την ικανοποίηση κοινωφελών χρήσεων και σκοπών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 1337/1983 ως ισχύει.
2. Κατ΄εξαίρεση της παρ.1 :
α) Οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε ζώνες ενεργού πολεοδομίας και πολεοδομούνται έχουν υποχρέωση εισφοράς σε γη σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 3.
β) Οι ιδιοκτησίες, οι οποίες έχουν ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως με τις διατάξεις του ν.δ. 17.07./16.08.1923 και στις οποίες αίρεται η ρυμοτομική αναγκαστική απαλλοτρίωση, που επιβλήθηκε με την ένταξη στο σχέδιο, κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 4α του άρθρου 29 του ν. 2831/2000, υποχρεούνται σε εισφορά σε γη σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. Η εισφορά υπολογίζεται και επιβάλλεται με την πράξη τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου.Η εισφορά αποτελείται από ποσοστό επιφάνειας της ιδιοκτησίας πριν από την πολεοδόμησή της, η οποία υπολογίζεται κατά τις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 8 του ν. 1337/1983 και συμψηφίζεται με το ποσοστό της επιφάνειας που έχει ήδη ρυμοτομηθεί για τη δημιουργία όμορων κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων. Η εισφορά διατίθεται ολόκληρη υποχρεωτικά για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων που θεσμοθετούνται με την τροποποίηση αυτή. Το μέγεθος της εισφοράς μνημονεύεται και απεικονίζεται ως θέση στην πράξη τροποποίησης, είναι αυτοδίκαια εισφερόμενο, τίθεται σε κοινή χρήση μετά τη δημοσίευση της πράξης και δεν απαιτείται σύνταξη της πράξης εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 12 του ν. 1337/1983. Αν η ύπαρξη οικοδομής, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 42 του ν.δ. 17.07./16.08.1923, νομίμως υφισταμένης, εμποδίζει τη διάθεση της εισφοράς για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου, είναι δυνατόν, κατά την κρίσητης υπηρεσίας να μετατρέπεται σε ισάξια χρηματική συμμετοχή.Στην περίπτωση αυτή ο προσδιορισμός της αξίας για την πραγματοποίηση της μετατροπής αυτής γίνεται από το αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2882/2001.
3. Κατά τα λοιπά για την εισφορά σε γη εφαρμόζονται οι παράγραφοι 5 έως και 12 του άρθρου 8 του. 1337/1983, όπως ισχύουν, και συμπληρώνονται με τις επόμενες παραγράφους και το άρθρο 25 του παρόντος»
10. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τις ήδη κυρωθείσες πράξεις εφαρμογής. Με απόφαση του αρμόδιου για την κύρωση της πράξης εφαρμογής, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, μπορεί να υπάγονται στις διατάξεις τις παρ. 2 οι κυρωθείσες πράξεις εφαρμογής για τις οποίες δεν έχει ολοκληρωθεί η καταβολή των εισφορών σε χρήμα.
11. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 5, 6, 7, 8 και 9 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν σε διορθωτικές πράξεις εφαρμογής, που θα κυρωθούν μετά τη δημοσίευση του παρόντος, και αφορούν διορθώσεις σε ήδη κυρωθείσες πράξεις εφαρμογής.
12. Σε εκκρεμείς διαδικασίες πολεοδόμησης εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 9 του παρόντος άρθρου . Στις περιπτώσεις που κατά τη δημοσίευση του παρόντος δεν έχει δοθεί εντολή σύνταξης του Κεφαλαίου Γ’ της πράξης εφαρμογής, με απόφαση του αρμόδιου για την κύρωση της πράξης εφαρμογής, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, μπορεί να υπάγονται στις προϋφιστάμενες διατάξεις περί εισφοράς γης.
13. Το περιεχόμενο του πίνακα της πράξης εφαρμογής και ο τρόπος συμπλήρωσης αυτού περιλαμβάνονται στο Παράρτημα, του παρόντος νόμου Με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής δύναται να τροποποιείται το περιεχόμενο του Παραρτήματος και να καθορίζεται κάθε σχετικό θέμα..

  • 11 Ιουνίου 2014, 09:38 | ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

    Σοβαρότατη εκκρεμότητα στην εφαρμογή του νόμου της συγκεκριμένης νομοθεσίας, έτσι όπως ισχύει σήμερα, είναι το πολύπλοκο και πολύμορφο πρόβλημα που προκαλεί η έλλειψη ρευστότητας. Η απουσία ρευστού από την αγορά σε συνδυασμό με την γνωστή αδυναμία Τραπεζικής χρηματοδότησης οδηγεί τις επιχειρήσεις σε στέρηση των πόρων εκείνων που είναι απαραίτητοι για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις τους σε προσφορά χρήματος. Οι επιχειρήσεις που εντάσσονται στην κατηγορία αυτή είναι πολλές και τα αιτήματα κλιμακώνονται με διαφόρους τρόπους. Υφίσταται άμεση ανάγκη πλήρους διερεύνησης της γενικής απαίτησης των επιχειρήσεων για ρυθμίσεις ώστε και στις υποχρεώσεις τους να ανταποκριθούν και να υπάρξει η αποκατάσταση στην εφαρμογή του νόμου.

    ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

  • 11 Ιουνίου 2014, 09:06 | ΓΑΒΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
    άρθρου 12 παρ.7 εδ ε’ Ν. 1337/1983

    Α- Υφιστάμενη και ισχύουσα διάταξη νόμου.
    «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α).»

    *** Η περ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003,
    ΦΕΚ Α 308/31.12.2003.

    Β- Πρόταση τροπολογίας

    Στο τέλος του εδαφίου ε’ του άρθρου 12 Ν. 1337/1983, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, προστίθενται τα εξής:

    Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία με την αρχική πράξη εφαρμογής είχε προβλεφθεί μετατροπή της οφειλομένης εισφοράς από γη σε χρήμα, είναι δυνατή η τροποποίηση της πράξεως εφαρμογής και η σύνταξη διορθωτικής πράξεως, για την επαναφορά της αναλογούσας από το νόμο εισφοράς σε γη, εφ’όσον συναινούν οι εμπλεκόμενου ιδιοκτήτες και ο επισπεύδων Δήμος και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς πολεοδομικούς λόγους, όπως η ανάγκη δημιουργίας νέων οικοπέδων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων της πολεοδομικής μελέτης.

  • 11 Ιουνίου 2014, 09:59 | Στέφανος Κουνιάδος, Νομικός

    Δεν περιμένω απάντηση από τους σχολιαστές.
    Στους κριτές των σχολίων απευθύνομαι, επισημαίνοντας κάποια πράγματα που με την ψυχή στο στόμα μπόρεσα να καταγράψω, παίρνοντας χρόνο από τον απομένοντα χρόνο της ζωής μου.
    Γιατί μη νομίζεται ότι είναι εύκολο πράγμα να διατυπώσει κανείς κατω από συνθήκες πίεσης χρόνου τις απόψεις του.
    Ακόμα και σημειακά να ήθελα να κάνω σχόλια, μήπως πρόλαβα, νομίζετε, να κατεβάσω τους Νόμους που τροποποιούνται, να τους διαβάσω, να τους κρίνω αν τα προτεινόμενα είναι καλύτερα ή χειρότερα των ισχυόντων, την αλληλεπίδραση των ρυθμίσεων και με άλλα δεδομένα;
    Εν πάσει περιπτώσει ένας διάλογος θέλει ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ όλα τα δεδομένα που δεν δόθηκε ο χρόνος για να γίνει.

    Ευχαριστώ για την προσοχή σας και ελπίζω οι επόμενες διαβουλεύσεις να γνωστοποιούνται ευρέως και να δίνεται ο χρόνος να μπορούν να εκφραστούν απόψεις όχι μόνο επί των ρυθμίσεων αλλά και εναλλακτικές προσεγγίσεις.
    Θέλουμε τους πολιτικούς μας και «ολίγον» φιλοσόφους». Οχι όπως έλεγε ο Πλάτων ότι «Οι φιλόσοφοι πρέπει να κυβερνούν».

  • Ι. Επί του άρθρου 1 παρ. 1.4
    Α) Η εφαρμογή του ισχύοντος άρθρου 8 του Ν. 1337, απέδειξε στην πράξη, ότι λίγο ως πολύ προσέγγιζε σε ικανοποιητικό βαθμό τις ανάγκες του Πολεοδομικού Σχεδιασμού.
    Με την προτεινόμενη νέα κλίμακα ποσοστών εισφορών γίνεται μείωση των εισφορών σε γη, για τις ιδιοκτησίες άνω των 500 τ.μ., η οποία θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε έλλειμμα γης τάξεως 10% της πολεοδομούμενης έκτασης, το οποίο σύμφωνα με την παρ. 1.4. στ του Σ.Ν. θα επιβληθεί σε όλες τις ιδιοκτησίες, εξαιρουμένων των ιδιοκτησιών εμβαδού άνω των 10.000 τμ. .
    Με απλά λόγια ο νέος τρόπος εισφοράς γης αδικεί τις μικρές ιδιοκτησίες.
    ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ να μην τροποποιηθεί ο ισχύον πίνακας του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν. 1337/83.
    Όσον αφορά την παρ. 1.4.στ του άρθρου 1 του Σ.Ν., αν παραμείνει, αφενός να διατυπωθεί με σαφήνεια ώστε η προσαύξηση των ποσοστών εισφορών να είναι αναλογική και όχι ΙΣΗ, αφετέρου η προσαύξηση να επιβάλλεται σε όλες τις ιδιοκτησίες συμπεριλαμβανομένων των άνω των 10000 που απαλάσσει.
    Β) Κατάργηση παλαιοτέρων διατάξεων
    Βρίσκονται σε ισχύ διατάξεις Νόμων που εξαιρούν περιπτώσεις από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου 1337/83 για την εισφορά σε γη και χρήμα. Προκειμένου να διευκολυνθεί η σύνταξη των πράξεων εφαρμογής (όπως τούτο είναι και ο στόχος του Σ.Ν.) ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ να συμπληρωθεί με σαφήνεια (στα άρθρα 8 και 9 του Ν.1337/83):
    «Καταργείται κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τις εισφορές σε γη και χρήμα».

    ΙΙ. Επί του άρθρου 1 παρ. 1.5 (εμβαδά ιδιοκτησιών)
    Α) Να συμπληρωθεί η παρ. 1.5 με αναφορά στα εφαπτόμενα του Σχεδίου Πόλης οικόπεδα (άρθρο 8 παρ. 2 του Ν.Ο.Κ.) ως κάτωθι:
    «Για οικόπεδα στα ακραία σημεία εγκεκριμένων σχεδίων, οικοδομήσιμα σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.2 του Ν.Ο.Κ., ως εμβαδόν ιδιοκτησίας για τον υπολογισμό της συμμετοχής σε γη να λαμβάνεται το συνολικό εμβαδόν της ιδιοκτησίας αφαιρουμένου του τμήματος αυτής που είναι εντός σχεδίου».
    Ανάλογη αναφορά θα πρέπει να γίνει και στην παρ. 2 για τον υπολογισμό της εισφοράς σε χρήμα των οικοπέδων αυτής της κατηγορίας.
    Β) Για την ειδική περίπτωση γηπέδων δασικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο ως Κ.Χ. υπό τον περιορισμό των διατάξεων της Δασικής Νομοθεσίας.
    ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ να αναφερθεί στην παρ. 1.5 του άρθρου 1 ότι ως εμβαδόν ιδιοκτησίας για τον υπολογισμό της εισφοράς σε γη (και κατ’ επέκταση η οφειλόμενη προς τον ιδιοκτήτη δομήσιμη έκταση γης), θα ληφθεί η «πλασματική επιφάνεια ιδιοκτησία».
    Θα προτείναμε να ορισθεί στο Σ.Ν. η «πλασματική επιφάνεια», περίπου στο 1/10 1/5 της αρχικής επιφάνειας της ιδιοκτησίας.

  • 11 Ιουνίου 2014, 08:49 | Anastasios Mouzakis

    Α. Προτεινόμενη τροπολογία:Προτείνεται η παρακάτω προσθήκη στην παρ. 7ε του άρθρου 12 του Ν.1337/1983Σε περίπτωση που μετά την κύρωση της Πράξης Εφαρμογής διαπιστώνεται ότι το ισοζύγιο διαθέσιμης γης δεν επαρκεί για την κατά την παρ. 8β αρθρ.8 του παρόντος παραχώρηση οικοπέδων σε ιδιοκτήτες της ίδιας πολεοδομικής ενότητας των οποίων τα οικόπεδα ρυμοτομούνται, με αποτέλεσμα να προκύπτει δυσχέρεια υλοποίησης του πολεοδομικού σχεδιασμού εις βάρος της δημιουργίας χώρων κοινοχρήστων και κοινωφελών χρήσεων, είναι δυνατόν με επίσπευση του οικείου δήμου να συντάσσεται διορθωτική Πράξη Εφαρμογής για την επαναφορά της εισφοράς σε γη επί ιδιοκτησιών που αρχικά επιβαρύνθηκαν με εισφορά σε χρήμα εκ μετατροπής εισφοράς σε γη, υπό την προϋπόθεση ότι το παρεχόμενο αντί της αντίστοιχης εισφοράς σε χρήμα εδαφικό τμήμα του οικοπέδου είναι άρτιο και οικοδομήσιμο. Β. Αιτιολογική έκθεση – πρόταση τροποποίησης της παραγράφου 7ε του άρθρου 12 του Ν.1337/1983.Έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένοι ιδιοκτήτες, στις ιδιοκτησίες των οποίων η εισφορά σε γη μετατράπηκε σε χρήμα κατά την παρ. 7 του άρθρου 8 του Ν.1337/1983, δεν μπορούν, λόγω οικονομικής κρίσης, να εξυπηρετήσουν το ποσό που έχει βεβαιωθεί σε βάρος τους μετά από δικαστική διαδικασία καθορισμού τιμής μονάδας κατά τα προβλεπόμενα στο Ν.2882/2001. Συνέπεια αυτού είναι να μη συγκεντρώνονται στους οικείους Δήμους τα απαραίτητα χρηματικά κονδύλια, που απαιτούνται για την αναγκαστική απαλλοτρίωση κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, που υπάρχουν στην ίδια πολεοδομική ενότητα, και που δεν μπόρεσαν να αποκτηθούν απ’ ευθείας με εισφορά σε γη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διαταράσσεται το ισοζύγιο γης σε βάρος των κοινόχρηστων χώρων και μετά από εύλογο χρονικό διάστημα οι ιδιοκτήτες των ρυμοτομούμενων ιδιοκτησιών να προσφεύγουν στα Διοικητικά Δικαστήρια προκειμένου να πετύχουν την άρση της απαλλοτρίωσης στα ακίνητά τους, πράγμα το οποίο τελικά επιτυγχάνουν αφού οι Δήμοι δεν τους αποζημιώνουν. Έτσι σε βάθος χρόνου ο πολεοδομικός σχεδιασμός ουσιαστικά ανατρέπεται με ότι αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη λειτουργία της πόλης. Ήδη κάποιοι από τους παραπάνω ιδιοκτήτες, μη δυνάμενοι να εξυπηρετήσουν την υποχρέωσή τους σε εισφορά σε χρήμα μετά από μετατροπή εισφοράς σε γη, υποβάλλουν αίτημα στους αντίστοιχους Δήμους και ζητούν η υποχρέωση αυτή να μετατραπεί εκ νέου σε γη παραιτούμενοι ακόμα και από την ανάλογη αξία των επικείμενων κτισμάτων τους, προκειμένου να ισχύσουν οι υποχρεωτικοί όροι δόμησης που προκύπτουν από το Προεδρικό Διάταγμα (Π.Δ.) ένταξης στο σχέδιο πόλης και από την εφαρμογή του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (Ν.Ο.Κ. – Ν.4067/2012), στην ουσία παραιτούμενοι από την προνομιακή μεταχείριση που έτυχαν από την εφαρμογή της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του Ν.1337/1983 και της ερμηνευτικής Υπουργικής Απόφασης. Με δεδομένο ότι η αποδοχή του αιτήματος των ιδιοκτητών είναι προς την κατεύθυνση της υλοποίησης του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, αφού δημιουργεί τράπεζα γης για την αποζημίωση ιδιοκτητών των οποίων οι ιδιοκτησίες τους ρυμοτομούνται πέραν της υποχρέωσής τους σε εισφορά σε γη, εκτιμάται ότι πρέπει να προβλεφθεί συμπληρωματική ρύθμιση στην παράγραφο 7ε του άρθρου 12 του Ν.1337/1983 και να επιτρέπεται σύνταξη διορθωτικής Πράξης Εφαρμογής μετά την κύρωση της αρχικής πράξης μετά από αίτημα του ιδιοκτήτη που δεν εξυπηρετεί την υποχρέωσή του σε χρήμα, που προέκυψε από μετατροπή εισφοράς σε γη, ο οποίος όμως ρητά θα παραιτείται από το δικαίωμα αποζημίωσης επικείμενων κτισμάτων και κατασκευών, ώστε να είναι δυνατή η λήψη άρτιου και οικοδομήσιμου οικοπέδου χωρίς να διαταράσσεται η αρτιότητα και οικοδομησιμότητα του εναπομένοντος σε αυτόν οικοπέδου.

  • 11 Ιουνίου 2014, 08:22 | Στέφανος Κουνιάδος, Νομικός

    Ωρα 9.21 της τελευταίας ημέρας και το σχόλιό μου δεν έχει επεξεργαστεί από το διαχειριστή για να απαντήσει κάποιος στο ερωτήματα μου. Ωρα 9.47 και καμία κίνηση.
    Ούτε βλέπω στον ορίζοντα παράταση.

    Εν πάσει περιπτώσει.

    Κλείνοντας τη διαβούλευση θα ήθελα όμως να επιστήσω την προσοχή σε όσους επεξεργαστούν τα σχόλια που έχουν κατατεθεί τα εξής:

    Παρέμβαση και σχόλια έκαναν ΜΟΝΟ όσοι έχουν ένα οικόπεδο και μάλιστα σε οικισμούς όπως η Αγία Μαρίνα, το Δασκαλειό, το Βρωμοπούσι στην περιοχή της Λαυρεωτικής και κάποιοι άλλοι στην ευρύτερη περιοχή. Και μάλιστα έκαναν σχόλια ότι με το νόμο βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από όσους ιδιοκτητες έχουν μεγάλες εκτάσεις!! Και θέλουν εντάξεις.
    Βλέπετε λοιπόν ότι όταν στα σχόλια μου έγραφα ότι ο Νόμος Τρίτση αφορούσε τα αυθαίρετα είχα δίκαιο.
    Εξ άλλου αν διαβάσουν οι επεξεργαστές την αιτιολογική έκθεση του 1337 θα το διαπιστώσουν.
    Εν πάσει περιπτώσει μιά διαβούλευση «με την ψυχή στο στόμα» δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαλογο σωστό.
    Η Κυβέρνηση κάτω από πιέσεις υποθηκεύει το μέλλον του τόπου.
    Και επειδή βρεθήκαμε με το πιστόλι στον κρόταφο θα πρέπει να υποθηκε΄ύσουμε το μέλλον του τόπου με fast track επιλογές;
    Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει ! αλλά έτσι όπως πάνε τα πράγματα θα είναι πάντα λαβωμενη. Τραυματισμένη. Και ο τραυματίας ποτέ δεν αναλαμβάνει.
    Οι εποχές σήμερα δεν είναι 1893 με τη χρεωκοπία Τρικούπη, που καποια στιγμη ανακάμψαμε και φτάσαμε στο 1912.
    Σήμερα με τα 300 δις ΕΥΡΩ χρέος δεν μπορούμε να ξεφύγουμε.Θα μας στίψουν σαν λεμόνι.
    Η λύση μας είναι η αυτογνωσία και αν όσοι κυβερνουν αυτόν τον τόπο αν δεν πουν στο λαό την αλήθεια, ότι δηλ. οι εποχές της ευημερίας όπως τουλάχιστον την ξέραμε, δεν θα είναι οι ίδιες, τότε έχουμε χάσει το τραίνο !
    Στον πλανήτη μας ζουν σήμερα 7 δισεκατομμύρια ψυχές που όλες θέλουν να ζήσουν όπως ζούμε τουλάχιστον εμείς.
    Αυτό οδηγεί στην αλλαγή πλεύσης, αλλά όχι και να ξεπουλίσουμε ή να καταστρέψουμε τα πάντα βορρά στην καταστροφική ανάπτυξη.
    Πρέπει να αντιληφθει ο λαός ότι μόνο με την «ενσυνείδικη λιτότητα» και όχι με την «επιβαλλόμενη λιτότητα» των διεθνών οργανισμών θα μπορέσουμε σιγα σιγά να ανακάμψουμε.
    Ομως επιλογές καταστροφικές όπως αυτή της υποβάθμισης των περιαστικών περιοχών, γιατί μόνο έτσι πολεοδομούνται οι πόλεις μας – εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος – και όχι με νέες ανοιχτομυαλες τομές θα μας βυθίζουν όλο και πιό πολλή στην ανέχεια και την υποβάθμιση.
    Η Ελλάδα έχει σήμερα 40 εκατομμύρια οικοδομές.
    Ποιός ο λόγος λοιπόν να βιαστούμε με την σημειακή αλλαγή ενός παρωχημένου Νόμου όπως είναι ο 1337 και να μην ορθοτομήσουμε με φαντασία και αισιοδοξία για το μέλλον;

  • 11 Ιουνίου 2014, 08:27 | Κουτρουμπη Ελενη

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
    άρθρου 12 παρ.7 εδ ε’ Ν. 1337/1983

    Α- Υφιστάμενη και ισχύουσα διάταξη νόμου.
    «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α).»

    *** Η περ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003,
    ΦΕΚ Α 308/31.12.2003.

    Β- Πρόταση τροπολογίας

    Στο τέλος του εδαφίου ε’ του άρθρου 12 Ν. 1337/1983, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, προστίθενται τα εξής:

    Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία με την αρχική πράξη εφαρμογής είχε προβλεφθεί μετατροπή της οφειλομένης εισφοράς από γη σε χρήμα, είναι δυνατή η τροποποίηση της πράξεως εφαρμογής και η σύνταξη διορθωτικής πράξεως, για την επαναφορά της αναλογούσας από το νόμο εισφοράς σε γη, εφ’όσον συναινούν οι εμπλεκόμενου ιδιοκτήτες και ο επισπεύδων Δήμος και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς πολεοδομικούς λόγους, όπως η ανάγκη δημιουργίας νέων οικοπέδων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων της πολεοδομικής μελέτης.

  • 11 Ιουνίου 2014, 08:22 | Κλαυδιανος Φοιβος

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
    άρθρου 12 παρ.7 εδ ε’ Ν. 1337/1983

    Α- Υφιστάμενη και ισχύουσα διάταξη νόμου.
    «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α).»

    *** Η περ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003,
    ΦΕΚ Α 308/31.12.2003.

    Β- Πρόταση τροπολογίας

    Στο τέλος του εδαφίου ε’ του άρθρου 12 Ν. 1337/1983, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, προστίθενται τα εξής:

    Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία με την αρχική πράξη εφαρμογής είχε προβλεφθεί μετατροπή της οφειλομένης εισφοράς από γη σε χρήμα, είναι δυνατή η τροποποίηση της πράξεως εφαρμογής και η σύνταξη διορθωτικής πράξεως, για την επαναφορά της αναλογούσας από το νόμο εισφοράς σε γη, εφ’όσον συναινούν οι εμπλεκόμενου ιδιοκτήτες και ο επισπεύδων Δήμος και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς πολεοδομικούς λόγους, όπως η ανάγκη δημιουργίας νέων οικοπέδων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων της πολεοδομικής μελέτης.

  • 11 Ιουνίου 2014, 08:06 | Ηλιοπούλου Βίκυ

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
    άρθρου 12 παρ.7 εδ ε’ Ν. 1337/1983

    Α- Υφιστάμενη και ισχύουσα διάταξη νόμου.
    «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α).»

    *** Η περ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003,
    ΦΕΚ Α 308/31.12.2003.

    Β- Πρόταση τροπολογίας

    Στο τέλος του εδαφίου ε’ του άρθρου 12 Ν. 1337/1983, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, προστίθενται τα εξής:

    Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία με την αρχική πράξη εφαρμογής είχε προβλεφθεί μετατροπή της οφειλομένης εισφοράς από γη σε χρήμα, είναι δυνατή η τροποποίηση της πράξεως εφαρμογής και η σύνταξη διορθωτικής πράξεως, για την επαναφορά της αναλογούσας από το νόμο εισφοράς σε γη, εφ’όσον συναινούν οι εμπλεκόμενου ιδιοκτήτες και ο επισπεύδων Δήμος και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς πολεοδομικούς λόγους, όπως η ανάγκη δημιουργίας νέων οικοπέδων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων της πολεοδομικής μελέτης.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία και νομοθεσία, οι πράξεις εφαρμογής, με τις οποίες επιβάλλεται η προβλεπόμενη εισφορά σε γη και χρήμα καθίστανται οριστικές από το χρόνο της κυρώσεώς τους και δεν είναι δεκτικές τροποποιήσεων ή μεταβολών. Το διοικητικώς αμετάκλητον των πράξεων εφαρμογής δικαιολογείται πρωτίστως από την ανάγκη ασφαλείας δικαίου των εμπλεκομένων ιδιοκτητών και την αποτελεσματική εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης με την υλοποίηση των προβλεπομένων κοινοχρήστων χώρων και την αποκατάσταση των θιγομένων ιδιοκτητών.

    Επειδή όμως ο θεσμός του διοικητικώς αμετάκλητου των πράξεων εφαρμογής δημιούργησε σε ορισμένες περιπτώσεις δυσβάστακτες συνέπειες, αφού δεν ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί η νομιμότητα ακόμη και σε περιπτώσεις εξόφθαλμων παρανομιών, με τη διάταξη της παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003 προβλέφθηκε κατ’ εξαίρεσιν η δυνατότητα τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, εντός ευλόγου χρόνου από της κυρώσεώς της όταν αυτή είχε εκδοθεί παρανόμως ή κατα πλάνη περί τα πράγματα. Με τη νομοθετική αυτή πρόβλεψη επήλθε μία σχετική ισορροπία μεταξύ της αρχής της νομιμότητας και της ανάγκης ασφαλείας δικαίου.

    Με την παρούσα προσθήκη δημιουργείται μια ακόμη εξαιρετική περίπτωση τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, η οποία επιβάλλεται από λόγους διευκόλυνσης του πολεοδομικού σχεδιασμού, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση παράδοξων καταστάσεων, εν όψει και της οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών να ανταποκριθούν σε υπέρμετρες εισφορές σε χρήμα που προέκυψαν από μετατροπή εισφοράς σε γη.

    Κατά το παρελθόν είχε παρατηρηθεί ότι κατά τη σύνταξη των πράξεων εφαρμογής γινόταν εκτεταμένη χρήση της δυνατότητας μετατροπής της εισφοράς από γη σε χρήμα, η οποία πολύ συχνά δεν δικαιολογείτο από πολεοδομικούς λόγους, αλλά απλώς στην πίεση των ιδιοκτητών να μην απωλέσουν τμήματα των οικοπέδων τους που ενετάσσοντο στο σχέδιο πόλεως.

    Ένεκα τούτου προέκυψε σε πολλές περιπτώσεις έλλειμα γης για τους Δήμους, οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να ανταποκριθούν στην υποχρέωση αποκαταστάσεως άλλων ιδιοκτητών των οποίων τα οικοπέδα ρυμοτομούντο για τη δημιουργία κοινωφελών και κοινοχρήστων χώρων.

    Παραλλήλως και προϊούσης της οικονομικής κρίσεως παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι ιδιοκτήτες υπέρ των οποίων είχε γίνει μετατροπή της εισφοράς από γη σε χρήμα να μη μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Καταλήγαμε έτσι σε καταστάσεις αφόρητες, αφού ο Δήμος ούτε γη προσποριζόταν για την αποκατάσταση άλλων θιγμένων ιδιοκτητών, αλλά ούτε και χρήμα προερχόμενο από τη μετατροπή της εισφοράς.

    Για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος που άπτεται πρωτίστως του δημοσίου συμφερόντος, αλλά επικουρικώς και του συμφερόντος των ιδιοκτητών, προτείνεται με την παρούσα τροπολογία η δυνατότητα τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, ούτως ώστε να αποκατασταθεί το έλλειμμα γης για το Δήμο και να απαλλαγούν οι ιδιοκτήτες από δυσβάστακτες εισφορές σε χρήμα που δεν πρόκειται πότε να αποπλήρωσουν.

    Με την παρούσα τροπολογία ωφελείται το δημόσιο συμφερόν, αφού ο Δήμος θα αποκτήσει γη (δηλαδή άρτια οικόπεδα) την οποία θα χρησιμοποιήσει για την υλοποίηση της πολεοδομικής μελέτης και για την αποκατάσταση άλλων ιδιοκτητών των οποίων τα οικόπεδα απαλλοτριώνονται.

    Με την τροπολογία αυτή δεν θίγεται η ανάγκη ασφαλείας δικαίου, αφού ούτε θίγονται ούτε ανατρέπονται κεκτημένα δικαιώματα. Και τούτο διότι ρητώς ορίζεται ότι για να γίνει η τροποποίηση απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση του Δήμου και των εμπλεκομένων ιδιοκτητών.

  • 11 Ιουνίου 2014, 08:59 | Μυτιληναίου Χρύση

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
    άρθρου 12 παρ.7 εδ ε’ Ν. 1337/1983

    Α- Υφιστάμενη και ισχύουσα διάταξη νόμου.
    «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α).»

    *** Η περ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003,
    ΦΕΚ Α 308/31.12.2003.

    Β- Πρόταση τροπολογίας

    Στο τέλος του εδαφίου ε’ του άρθρου 12 Ν. 1337/1983, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, προστίθενται τα εξής:

    Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία με την αρχική πράξη εφαρμογής είχε προβλεφθεί μετατροπή της οφειλομένης εισφοράς από γη σε χρήμα, είναι δυνατή η τροποποίηση της πράξεως εφαρμογής και η σύνταξη διορθωτικής πράξεως, για την επαναφορά της αναλογούσας από το νόμο εισφοράς σε γη, εφ’όσον συναινούν οι εμπλεκόμενου ιδιοκτήτες και ο επισπεύδων Δήμος και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς πολεοδομικούς λόγους, όπως η ανάγκη δημιουργίας νέων οικοπέδων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων της πολεοδομικής μελέτης.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία και νομοθεσία, οι πράξεις εφαρμογής, με τις οποίες επιβάλλεται η προβλεπόμενη εισφορά σε γη και χρήμα καθίστανται οριστικές από το χρόνο της κυρώσεώς τους και δεν είναι δεκτικές τροποποιήσεων ή μεταβολών. Το διοικητικώς αμετάκλητον των πράξεων εφαρμογής δικαιολογείται πρωτίστως από την ανάγκη ασφαλείας δικαίου των εμπλεκομένων ιδιοκτητών και την αποτελεσματική εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης με την υλοποίηση των προβλεπομένων κοινοχρήστων χώρων και την αποκατάσταση των θιγομένων ιδιοκτητών.

    Επειδή όμως ο θεσμός του διοικητικώς αμετάκλητου των πράξεων εφαρμογής δημιούργησε σε ορισμένες περιπτώσεις δυσβάστακτες συνέπειες, αφού δεν ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί η νομιμότητα ακόμη και σε περιπτώσεις εξόφθαλμων παρανομιών, με τη διάταξη της παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003 προβλέφθηκε κατ’ εξαίρεσιν η δυνατότητα τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, εντός ευλόγου χρόνου από της κυρώσεώς της όταν αυτή είχε εκδοθεί παρανόμως ή κατα πλάνη περί τα πράγματα. Με τη νομοθετική αυτή πρόβλεψη επήλθε μία σχετική ισορροπία μεταξύ της αρχής της νομιμότητας και της ανάγκης ασφαλείας δικαίου.

    Με την παρούσα προσθήκη δημιουργείται μια ακόμη εξαιρετική περίπτωση τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, η οποία επιβάλλεται από λόγους διευκόλυνσης του πολεοδομικού σχεδιασμού, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση παράδοξων καταστάσεων, εν όψει και της οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών να ανταποκριθούν σε υπέρμετρες εισφορές σε χρήμα που προέκυψαν από μετατροπή εισφοράς σε γη.

    Κατά το παρελθόν είχε παρατηρηθεί ότι κατά τη σύνταξη των πράξεων εφαρμογής γινόταν εκτεταμένη χρήση της δυνατότητας μετατροπής της εισφοράς από γη σε χρήμα, η οποία πολύ συχνά δεν δικαιολογείτο από πολεοδομικούς λόγους, αλλά απλώς στην πίεση των ιδιοκτητών να μην απωλέσουν τμήματα των οικοπέδων τους που ενετάσσοντο στο σχέδιο πόλεως.

    Ένεκα τούτου προέκυψε σε πολλές περιπτώσεις έλλειμα γης για τους Δήμους, οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να ανταποκριθούν στην υποχρέωση αποκαταστάσεως άλλων ιδιοκτητών των οποίων τα οικοπέδα ρυμοτομούντο για τη δημιουργία κοινωφελών και κοινοχρήστων χώρων.

    Παραλλήλως και προϊούσης της οικονομικής κρίσεως παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι ιδιοκτήτες υπέρ των οποίων είχε γίνει μετατροπή της εισφοράς από γη σε χρήμα να μη μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Καταλήγαμε έτσι σε καταστάσεις αφόρητες, αφού ο Δήμος ούτε γη προσποριζόταν για την αποκατάσταση άλλων θιγμένων ιδιοκτητών, αλλά ούτε και χρήμα προερχόμενο από τη μετατροπή της εισφοράς.

    Για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος που άπτεται πρωτίστως του δημοσίου συμφερόντος, αλλά επικουρικώς και του συμφερόντος των ιδιοκτητών, προτείνεται με την παρούσα τροπολογία η δυνατότητα τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, ούτως ώστε να αποκατασταθεί το έλλειμμα γης για το Δήμο και να απαλλαγούν οι ιδιοκτήτες από δυσβάστακτες εισφορές σε χρήμα που δεν πρόκειται πότε να αποπλήρωσουν.

    Με την παρούσα τροπολογία ωφελείται το δημόσιο συμφερόν, αφού ο Δήμος θα αποκτήσει γη (δηλαδή άρτια οικόπεδα) την οποία θα χρησιμοποιήσει για την υλοποίηση της πολεοδομικής μελέτης και για την αποκατάσταση άλλων ιδιοκτητών των οποίων τα οικόπεδα απαλλοτριώνονται.

    Με την τροπολογία αυτή δεν θίγεται η ανάγκη ασφαλείας δικαίου, αφού ούτε θίγονται ούτε ανατρέπονται κεκτημένα δικαιώματα. Και τούτο διότι ρητώς ορίζεται ότι για να γίνει η τροποποίηση απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση του Δήμου και των εμπλεκομένων ιδιοκτητών.

  • 11 Ιουνίου 2014, 07:55 | Αναστασοπουλος Γιαννης

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
    άρθρου 12 παρ.7 εδ ε’ Ν. 1337/1983

    Α- Υφιστάμενη και ισχύουσα διάταξη νόμου.
    «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α).»

    *** Η περ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003,
    ΦΕΚ Α 308/31.12.2003.

    Β- Πρόταση τροπολογίας

    Στο τέλος του εδαφίου ε’ του άρθρου 12 Ν. 1337/1983, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, προστίθενται τα εξής:

    Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία με την αρχική πράξη εφαρμογής είχε προβλεφθεί μετατροπή της οφειλομένης εισφοράς από γη σε χρήμα, είναι δυνατή η τροποποίηση της πράξεως εφαρμογής και η σύνταξη διορθωτικής πράξεως, για την επαναφορά της αναλογούσας από το νόμο εισφοράς σε γη, εφ’όσον συναινούν οι εμπλεκόμενου ιδιοκτήτες και ο επισπεύδων Δήμος και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς πολεοδομικούς λόγους, όπως η ανάγκη δημιουργίας νέων οικοπέδων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων της πολεοδομικής μελέτης.

  • 11 Ιουνίου 2014, 07:36 | Παναγιωτης Πλεσσας

    σχολιο στο αρθρ 1
    Παρακληση στο αρθ.1 παρ,3 να προστεθη.
    Σε περιπτωση εξ αδιαιρετου συνιδιοκτησιας τα ποσοστα εισφορας σε γη
    και χρημα εφαρμοζονται στο εμδαδον που αντιστοιχει στο ιδανικο
    μεριδιο καθε συνιδιοκτητη οπως εχει διαμορφωθει μεχρι 28.5.2014.1

  • 11 Ιουνίου 2014, 06:51 | Παναγιωτης Πλεσσας

    Σχολιο στο αρθ.1.
    Παρακληση στο αρθ.1παρ.3 να προστεθη.΄¨
    Σε περιπτωση εξ αδιαιρετου συνιδιοκτησιας τα ποσοστα εισφορας σε γη
    και χρημα εφαρμοζονται στο εμδαδον που αντιστοιχει στο ιδανικο μεριδιο καθε συνιδιοκτητη οπως εχει διαμορφωθει μεχρι την 28.5.2014.

  • 11 Ιουνίου 2014, 00:44 | ΠΑΣΧΟΥ Κατερινα

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
    άρθρου 12 παρ.7 εδ ε’ Ν. 1337/1983

    Α- Υφιστάμενη και ισχύουσα διάταξη νόμου.
    «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α).»

    *** Η περ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003,
    ΦΕΚ Α 308/31.12.2003.

    Β- Πρόταση τροπολογίας

    Στο τέλος του εδαφίου ε’ του άρθρου 12 Ν. 1337/1983, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, προστίθενται τα εξής:

    Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία με την αρχική πράξη εφαρμογής είχε προβλεφθεί μετατροπή της οφειλομένης εισφοράς από γη σε χρήμα, είναι δυνατή η τροποποίηση της πράξεως εφαρμογής και η σύνταξη διορθωτικής πράξεως, για την επαναφορά της αναλογούσας από το νόμο εισφοράς σε γη, εφ’όσον συναινούν οι εμπλεκόμενου ιδιοκτήτες και ο επισπεύδων Δήμος και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς πολεοδομικούς λόγους, όπως η ανάγκη δημιουργίας νέων οικοπέδων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων της πολεοδομικής μελέτης.

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία και νομοθεσία, οι πράξεις εφαρμογής, με τις οποίες επιβάλλεται η προβλεπόμενη εισφορά σε γη και χρήμα καθίστανται οριστικές από το χρόνο της κυρώσεώς τους και δεν είναι δεκτικές τροποποιήσεων ή μεταβολών. Το διοικητικώς αμετάκλητον των πράξεων εφαρμογής δικαιολογείται πρωτίστως από την ανάγκη ασφαλείας δικαίου των εμπλεκομένων ιδιοκτητών και την αποτελεσματική εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης με την υλοποίηση των προβλεπομένων κοινοχρήστων χώρων και την αποκατάσταση των θιγομένων ιδιοκτητών.

    Επειδή όμως ο θεσμός του διοικητικώς αμετάκλητου των πράξεων εφαρμογής δημιούργησε σε ορισμένες περιπτώσεις δυσβάστακτες συνέπειες, αφού δεν ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί η νομιμότητα ακόμη και σε περιπτώσεις εξόφθαλμων παρανομιών, με τη διάταξη της παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003 προβλέφθηκε κατ’ εξαίρεσιν η δυνατότητα τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, εντός ευλόγου χρόνου από της κυρώσεώς της όταν αυτή είχε εκδοθεί παρανόμως ή κατα πλάνη περί τα πράγματα. Με τη νομοθετική αυτή πρόβλεψη επήλθε μία σχετική ισορροπία μεταξύ της αρχής της νομιμότητας και της ανάγκης ασφαλείας δικαίου.

    Με την παρούσα προσθήκη δημιουργείται μια ακόμη εξαιρετική περίπτωση τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, η οποία επιβάλλεται από λόγους διευκόλυνσης του πολεοδομικού σχεδιασμού, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση παράδοξων καταστάσεων, εν όψει και της οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών να ανταποκριθούν σε υπέρμετρες εισφορές σε χρήμα που προέκυψαν από μετατροπή εισφοράς σε γη.

    Κατά το παρελθόν είχε παρατηρηθεί ότι κατά τη σύνταξη των πράξεων εφαρμογής γινόταν εκτεταμένη χρήση της δυνατότητας μετατροπής της εισφοράς από γη σε χρήμα, η οποία πολύ συχνά δεν δικαιολογείτο από πολεοδομικούς λόγους, αλλά απλώς στην πίεση των ιδιοκτητών να μην απωλέσουν τμήματα των οικοπέδων τους που ενετάσσοντο στο σχέδιο πόλεως.

    Ένεκα τούτου προέκυψε σε πολλές περιπτώσεις έλλειμα γης για τους Δήμους, οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να ανταποκριθούν στην υποχρέωση αποκαταστάσεως άλλων ιδιοκτητών των οποίων τα οικοπέδα ρυμοτομούντο για τη δημιουργία κοινωφελών και κοινοχρήστων χώρων.

    Παραλλήλως και προϊούσης της οικονομικής κρίσεως παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι ιδιοκτήτες υπέρ των οποίων είχε γίνει μετατροπή της εισφοράς από γη σε χρήμα να μη μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Καταλήγαμε έτσι σε καταστάσεις αφόρητες, αφού ο Δήμος ούτε γη προσποριζόταν για την αποκατάσταση άλλων θιγμένων ιδιοκτητών, αλλά ούτε και χρήμα προερχόμενο από τη μετατροπή της εισφοράς.

    Για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος που άπτεται πρωτίστως του δημοσίου συμφερόντος, αλλά επικουρικώς και του συμφερόντος των ιδιοκτητών, προτείνεται με την παρούσα τροπολογία η δυνατότητα τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, ούτως ώστε να αποκατασταθεί το έλλειμμα γης για το Δήμο και να απαλλαγούν οι ιδιοκτήτες από δυσβάστακτες εισφορές σε χρήμα που δεν πρόκειται πότε να αποπλήρωσουν.

    Με την παρούσα τροπολογία ωφελείται το δημόσιο συμφερόν, αφού ο Δήμος θα αποκτήσει γη (δηλαδή άρτια οικόπεδα) την οποία θα χρησιμοποιήσει για την υλοποίηση της πολεοδομικής μελέτης και για την αποκατάσταση άλλων ιδιοκτητών των οποίων τα οικόπεδα απαλλοτριώνονται.

    Με την τροπολογία αυτή δεν θίγεται η ανάγκη ασφαλείας δικαίου, αφού ούτε θίγονται ούτε ανατρέπονται κεκτημένα δικαιώματα. Και τούτο διότι ρητώς ορίζεται ότι για να γίνει η τροποποίηση απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση του Δήμου και των εμπλεκομένων ιδιοκτητών.