• Σχόλιο του χρήστη 'ΠΑΣΧΟΥ Κατερινα' | 11 Ιουνίου 2014, 00:44

    ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ άρθρου 12 παρ.7 εδ ε’ Ν. 1337/1983 Α- Υφιστάμενη και ισχύουσα διάταξη νόμου. «ε) Η πράξη εφαρμογής μετά την κύρωσή της γίνεται οριστική και, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, αμετάκλητη. Η Διοίκηση κατ’εξαίρεση μόνο επιτρέπεται να ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει την πράξη εφαρμογής, για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα που αποδεικνύεται από στοιχεία που δεν ήταν γνωστά κατά το χρόνο κύρωσης της πράξης ή από τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η ανάκληση γίνεται αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η πράξη ανακαλείται μόνο κατά το μέρος που διαπιστώνεται η παράβαση ή πλάνη, μέσα σε εύλογο χρόνο από την κύρωση της πράξης εφαρμογής και συντάσσεται διορθωτική πράξη. Κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική και νομική κατάσταση που είχαν οι ιδιοκτησίες κατά το χρόνο σύνταξης της αρχικής πράξης. Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης η αυτούσια διόρθωση δεν είναι δυνατή για λόγους που επιβάλλονται από τις αρχές της καλής πίστης και της ασφάλειας του δικαίου, οι διαφορές που προκύπτουν κατά τη σύνταξη της διορθωτικής πράξης μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση. Με τη διορθωτική πράξη καθορίζεται ο υπόχρεος και ο δικαιούχος της αποζημίωσης, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2882/2001 (ΦΕΚ 17 Α).» *** Η περ.ε΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, ΦΕΚ Α 308/31.12.2003. Β- Πρόταση τροπολογίας Στο τέλος του εδαφίου ε’ του άρθρου 12 Ν. 1337/1983, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003, προστίθενται τα εξής: Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία με την αρχική πράξη εφαρμογής είχε προβλεφθεί μετατροπή της οφειλομένης εισφοράς από γη σε χρήμα, είναι δυνατή η τροποποίηση της πράξεως εφαρμογής και η σύνταξη διορθωτικής πράξεως, για την επαναφορά της αναλογούσας από το νόμο εισφοράς σε γη, εφ’όσον συναινούν οι εμπλεκόμενου ιδιοκτήτες και ο επισπεύδων Δήμος και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται από σοβαρούς πολεοδομικούς λόγους, όπως η ανάγκη δημιουργίας νέων οικοπέδων για την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμίσεων της πολεοδομικής μελέτης. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία και νομοθεσία, οι πράξεις εφαρμογής, με τις οποίες επιβάλλεται η προβλεπόμενη εισφορά σε γη και χρήμα καθίστανται οριστικές από το χρόνο της κυρώσεώς τους και δεν είναι δεκτικές τροποποιήσεων ή μεταβολών. Το διοικητικώς αμετάκλητον των πράξεων εφαρμογής δικαιολογείται πρωτίστως από την ανάγκη ασφαλείας δικαίου των εμπλεκομένων ιδιοκτητών και την αποτελεσματική εφαρμογή της πολεοδομικής μελέτης με την υλοποίηση των προβλεπομένων κοινοχρήστων χώρων και την αποκατάσταση των θιγομένων ιδιοκτητών. Επειδή όμως ο θεσμός του διοικητικώς αμετάκλητου των πράξεων εφαρμογής δημιούργησε σε ορισμένες περιπτώσεις δυσβάστακτες συνέπειες, αφού δεν ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί η νομιμότητα ακόμη και σε περιπτώσεις εξόφθαλμων παρανομιών, με τη διάταξη της παρ.1 άρθρ.11 Ν.3212/2003 προβλέφθηκε κατ’ εξαίρεσιν η δυνατότητα τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, εντός ευλόγου χρόνου από της κυρώσεώς της όταν αυτή είχε εκδοθεί παρανόμως ή κατα πλάνη περί τα πράγματα. Με τη νομοθετική αυτή πρόβλεψη επήλθε μία σχετική ισορροπία μεταξύ της αρχής της νομιμότητας και της ανάγκης ασφαλείας δικαίου. Με την παρούσα προσθήκη δημιουργείται μια ακόμη εξαιρετική περίπτωση τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, η οποία επιβάλλεται από λόγους διευκόλυνσης του πολεοδομικού σχεδιασμού, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση παράδοξων καταστάσεων, εν όψει και της οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών να ανταποκριθούν σε υπέρμετρες εισφορές σε χρήμα που προέκυψαν από μετατροπή εισφοράς σε γη. Κατά το παρελθόν είχε παρατηρηθεί ότι κατά τη σύνταξη των πράξεων εφαρμογής γινόταν εκτεταμένη χρήση της δυνατότητας μετατροπής της εισφοράς από γη σε χρήμα, η οποία πολύ συχνά δεν δικαιολογείτο από πολεοδομικούς λόγους, αλλά απλώς στην πίεση των ιδιοκτητών να μην απωλέσουν τμήματα των οικοπέδων τους που ενετάσσοντο στο σχέδιο πόλεως. Ένεκα τούτου προέκυψε σε πολλές περιπτώσεις έλλειμα γης για τους Δήμους, οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να ανταποκριθούν στην υποχρέωση αποκαταστάσεως άλλων ιδιοκτητών των οποίων τα οικοπέδα ρυμοτομούντο για τη δημιουργία κοινωφελών και κοινοχρήστων χώρων. Παραλλήλως και προϊούσης της οικονομικής κρίσεως παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι ιδιοκτήτες υπέρ των οποίων είχε γίνει μετατροπή της εισφοράς από γη σε χρήμα να μη μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Καταλήγαμε έτσι σε καταστάσεις αφόρητες, αφού ο Δήμος ούτε γη προσποριζόταν για την αποκατάσταση άλλων θιγμένων ιδιοκτητών, αλλά ούτε και χρήμα προερχόμενο από τη μετατροπή της εισφοράς. Για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος που άπτεται πρωτίστως του δημοσίου συμφερόντος, αλλά επικουρικώς και του συμφερόντος των ιδιοκτητών, προτείνεται με την παρούσα τροπολογία η δυνατότητα τροποποιήσεως της πράξεως εφαρμογής, ούτως ώστε να αποκατασταθεί το έλλειμμα γης για το Δήμο και να απαλλαγούν οι ιδιοκτήτες από δυσβάστακτες εισφορές σε χρήμα που δεν πρόκειται πότε να αποπλήρωσουν. Με την παρούσα τροπολογία ωφελείται το δημόσιο συμφερόν, αφού ο Δήμος θα αποκτήσει γη (δηλαδή άρτια οικόπεδα) την οποία θα χρησιμοποιήσει για την υλοποίηση της πολεοδομικής μελέτης και για την αποκατάσταση άλλων ιδιοκτητών των οποίων τα οικόπεδα απαλλοτριώνονται. Με την τροπολογία αυτή δεν θίγεται η ανάγκη ασφαλείας δικαίου, αφού ούτε θίγονται ούτε ανατρέπονται κεκτημένα δικαιώματα. Και τούτο διότι ρητώς ορίζεται ότι για να γίνει η τροποποίηση απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση του Δήμου και των εμπλεκομένων ιδιοκτητών.