• Η έκθεση σε δημόσια διαβούλευση της μελέτης του ΟΡΣΑ είναι δηλωτική της επιθυμίας του ΥΠΕΚΑ να προωθήσει επί τέλους μία βιώσιμη λύση για το πολύπαθο Τατόι. Η μελέτη είναι θετική σε πλείστα σημεία της, πάνω στα οποία επομένως δεν έχει νόημα να αναφερθούμε. Παρατηρούμε ωστόσο μία υπερβολή στην απόδοση χρήσεων πάσης φύσεως εστίασης (εστιατόρια, ταβέρνες, καφενεία κτλ) που οπωσδήποτε αλλοιώνουν την φυσιογνωμία του Κτήματος, ενώ ταυτόχρονα προσελκύουν στο κέντρο του υπερβολικά μεγάλο αριθμό επισκεπτών/χρηστών εν σχέσει προς το μέγεθος των κτιρίων/κελύφων και το περιορισμένο της κλίμακας. Δεν είμαστε επί πλέον της γνώμης ότι η παρουσία συνεδριακού κέντρου – και μάλιστα στο κτίριο του νέου βουστασίου, που είναι το μόνο κατάλληλο να στεγάσει μουσείο οχημάτων (αμαξών και αυτοκινήτων) – συνάδει με την τελική εικόνα που θα θέλαμε να αποκτήσει ο πυρήνας του Κτήματος. Υπάρχουν πρωτίστως δύο καίρια σημεία στα οποία αντιτιθέμεθα κατηγορηματικώς. Η διαφωνία μας κατά μεγάλο μέρος προέρχεται από το γεγονός ότι η μελέτη του ΟΡΣΑ αναγκαστικώς εδράζεται πάνω στα εξαιρετικά πρόχειρα Π.Δ 19.7/24.7. 2007 (Δ΄336) και 40707/2008/4.12.2008 που αφορούν το Τατόι. Είναι σαφές ότι τα εν λόγω ΠΔ, ως προς τα σημεία της διαφωνίας μας, είτε ώθησαν τους μελετητές προς λάθος κατεύθυνση είτε τους επέβαλαν επιζήμιους για το Κτήμα περιορισμούς. Οι αντιρρήσεις μας αφορούν στα κάτωθι σημεία: Α. Την κατάργηση των ιστορικών ορίων του κτήματος - με την απόσπαση περίπου 20.000 στρεμμάτων από αυτό - και κατά συνέπεια της ποικιλότροπης αυτοτέλειάς του, και Β. Την κατάτμηση του υπολειπόμενου κτήματος σε ζώνες (Α3, Δ1, Δ2,Δ3, Β4), καθεστώς που έχει ως αποτέλεσμα αφ’ ενός την πολυαρχία με ό,τι αυτό συνεπάγεται και αφ’ ετέρου την μείωση της αποδοτικότητας σε οικονομικό επίπεδο, καθότι περιοχές απολύτως απαραίτητες για την οικονομική εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του Κτήματος, βρίσκονται να υπάγονται σε διαφορετικό φορέα απ’ ό,τι το κεντρικό τμήμα του, που μόνον αυτό, σύμφωνα με τα εν λόγω ΠΔ, καλείται πλέον Τατόι. Ως προς το ζήτημα των ζωνών εστιάζομε τις παρατηρήσεις μας στα εξής: Στις ζώνες Δ2 και Δ3 που συγκροτούν τον ιστορικό πυρήνα του Κτήματος, οι χρήσεις γης που προβλέπονται από το ΠΔ δεν ταιριάζουν με την φύση και την ιστορία ορισμένων κτιρίων που ανήκουν σε αυτές. Έτσι λοιπόν βάσει του εν λόγω ΠΔ καθίσταται αδύνατη η αναβίωση στην ζώνη Δ3 του ξενοδοχείου «Τατόιον» (1885-1935), ενώ αντιθέτως στην ζώνη Δ2, στην οποία προβλέπεται η ύπαρξη μονάδας ήπιας φιλοξενίας, δεν υπάρχει κατάλληλο κτίριο για μία τέτοια χρήση. Έτσι εξηγείται η εκ μέρους των μελετητών του ΟΡΣΑ επιλογή των στρατώνων για την στέγαση ξενοδοχείου, προβλέποντας επίσης επέκταση του υπάρχοντος κτιρίου, κάτι το οποίο απαγορεύεται από το εν λόγω ΠΔ. Πέραν αυτού η άποψή μας είναι ότι είναι προτιμότερο να μεταφέρει κανείς την κίνηση του εστιατορίου σε περιοχή περιφερειακή του πυρήνα και σε κτίριο που βρίσκεται πάνω στην άσφαλτο, δίπλα σε χώρο σταθμεύσεως και κοντά στην συμβολή με την αλέα προς την Κιθάρα, παρά να μεταφέρει τον θόρυβο και την αναπόφευκτη ακαταστασία του στην καρδιά του Κτήματος – όπου λόγω ατμόσφαιρας ο θόρυβος θα πρέπει να είναι περιορισμένος – δημιουργώντας εκεί μια ευρεία ζώνη εστίασης. Όσο για την ζώνη Β4, αυτή αποσπάται από την δικαιοδοσία του Φορέως Τατοΐου υπαγόμενη στον Δρυμό Πάρνηθας. Ο ιστορικός πυρήνας και η οικονομικά άμεσα συσχετισμένη με αυτόν ζώνη Β4 (στην οποία βρίσκονται όλες περίπου οι αξιοποιήσιμες γεωργικές εκτάσεις του Κτήματος) ανήκουν επομένως σε δύο διαφορετικούς φορείς ευθύνης. Το ίδιο παρατηρούμε και με την δασική ζώνη Α3, η οποία αποκολλώμενη από το υπόλοιπο Κτήμα, διαχέεται στην ζώνη ευθύνης του Δρυμού Πάρνηθας. Tο δάσος και η λελογισμένη εκμετάλλευσή του ανέκαθεν υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες πηγές εσόδων του Κτήματος, χάρη στην οποία μάλιστα εξασφάλιζε οικονομική αυτάρκεια. Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων προτείνομε τα εξής: 1. Την οριστική θεσμοθέτηση των ιστορικών ορίων του Κτήματος, εντός των οποίων αποκλειστικώς υπεύθυνος θα είναι ο φορέας διαχείρισης Τατοΐου, όπως και αν αυτός ορισθεί. Συνέπεια τούτου είναι να ενταχθούν στο Κτήμα και να υπαχθούν στην δικαιοδοσία του φορέα διαχείρισής του οι ζώνες Δ2, Δ3, Β4, Δ1 και Α3. Από τις ζώνες αυτές η Α3 αποκόπτεται μεν διοικητικά από τον Δρυμό Πάρνηθας, αλλά είναι σαφές ότι η διαχείρισή της θα γίνεται σε στενή συνεργασία μαζί του σε πλείστα ζητήματα. 2. Ως προς τον ιστορικό πυρήνα του Κτήματος (ζώνες Δ2 και Δ3) προτείνομε την τροποποίηση των χρήσεων γης με την εκχώρηση στην ζώνη Δ3 της δυνατότητας συστάσεως μονάδας ήπιας φιλοξενίας, δυνατότητα η οποία αφαιρείται από την ζώνη Δ2. Στην περίπτωση αυτή το νέο ξενοδοχείο Τατόιον θα μπορούσε να περιλάβει όλα τα κτίρια από το διευθυντήριο έως το κτίριο των αξιωματικών της Α. Φρουράς και φυσικά το παλαιό ξενοδοχείο. 3. Εις ό,τι αφορά την ζώνη Β4 ορθώς η μελέτη προβλέπει την χρήση του χώρου των στρατιωτικών εγκαταστάσεων στις νότιες παρυφές του Κτήματος ως περιοχή υποστηρικτική του κεντρικού πυρήνα με την ύπαρξη σε αυτές αποθηκών και εργαστηρίων, κυρίως όμως μονάδων παραγωγής κτηνοτροφικών και γαλακτοκομικών προϊόντων. Με την παραδοχή ότι οι αρμόδιες Υπηρεσίες συμφωνούν με την ένταξη της ζώνης Β4 στην δικαιοδοσία του φορέως Τατοΐου, με την τροποποίηση των χρήσεων γης της ζώνης Δ1 που προτείνονται από τους μελετητές του ΟΡΣΑ, και με την μεταφορά της μονάδας ήπιας φιλοξενίας από την Δ2 στην ζώνη Δ3 , θα θέλαμε να επισημάνουμε ένα ακόμα σημείο κομβικής σημασίας: εκείνο της διοικήσεως του Κτήματος, της οργάνωσης δηλαδή και της στελέχωσης του Φορέα Διαχείρισης. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η συγκρότηση ενός σώματος που να εξασφαλίζει αφ’ ενός την αποτελεσματικότητα στην διαχείριση και αφ’ ετέρου την δυνατότητα της προσέλκυσης επενδυτικού ενδιαφέροντος εκ μέρους οργανισμών και ιδιωτών κυρίως από το εξωτερικό, ώστε να επιβαρύνεται κατά το δυνατό λιγότερο το ελληνικό Δημόσιο. Στο διοικητικό αυτό σχήμα θα πρέπει επομένως να μετέχουν, πλην των εκπροσώπων του Δημοσίου- ιδιοκτήτη του χώρου, εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών με μακρά και έντονη δράση υπέρ του Τατοΐου, εκπρόσωποι μεγάλων ευρωπαϊκών οργανώσεων με εμπειρία στην οργάνωση παρομοίων κτημάτων, και επί πλέον, υπό κάποια μορφή, εκπρόσωποι των μεγάλων επενδυτών. Είναι δε σαφές πως το ανωτέρω διοικητικό σχήμα πρέπει να διαθέτει σχετική αυτοτέλεια και ευχέρεια κινήσεων, υπό τον στενό όμως και διαρκή οικονομικό έλεγχο της Πολιτείας. Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού