• ΑΡΘΡΟ 2 [ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7 ΤΟΥ ν. 2939/2001] Α] ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ : Στο άρθρο 2 , παρ. 19 , του ν. 2939/2001 –ΟΡΙΣΜΟΙ , ορίζεται ως Σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης «η οργάνωση σε ατομική συλλογική βάση με οποιαδήποτε νομική μορφή των εργασιών συλλογής ….» . Τα περισσότερα λειτουργούντα σήμερα Συστήματα Εναλλακτικής Διαχείρισης έλαβαν την νομική μορφή της ανώνυμης εταιρείας. Η λειτουργία των συλλογικών και ατομικών συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης αποτελεί κλασική περίπτωση δημόσιας υπηρεσίας η οποία παραχωρήθηκε εξαρχής με νομοθετική ρύθμιση σε ιδιώτες, κατά παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας Αντικείμενο της παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας είναι μια δημόσια υπηρεσία κατά τη λειτουργική της έννοια, δηλαδή μία δραστηριότητα που εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον καθορισμένο συνταγματικά με σκοπό την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών. Η πολιτεία έχει, αρμοδιότητα να οργανώνει και να λειτουργεί τις δημόσιες υπηρεσίες, κατά τον τρόπο που θεωρεί προσφορότερο για την ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος, είτε, δηλαδή, στο πλαίσιο του κράτος ή ενός ΝΠΔΔ ή με παραχώρησή της σε ιδιώτη. Όταν, ειδικότερα, ο ιδιώτης αναλαμβάνει στο δικό του όνομα και με δική του ευθύνη την διαχείριση μιας δημόσιας υπηρεσίας γίνεται λόγος για εκχώρηση δημόσιας υπηρεσίας. Τα παραπάνω όμως δεν σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις που θα αναλάβουν την λειτουργία συστήματος εναλλακτικής διαχείρισης δεν πρέπει να έχουν κερδοσκοπικό σκοπό. Το αντίθετο ισχύει. Είναι προφανές ότι το κίνητρο των ιδιωτών για να αναλάβουν τη σχετική δημόσια υπηρεσία είναι η επιδίωξη κέρδους. Για το λόγω αυτό επιτρέπεται να λάβουν τη μορφή εμπορικών εταιριών, όπως οι ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες εξορισμού (και εκτός ρητής νομοθετικής εξαίρεσης, όπως αυτή του ν. 2956/2001 που αναγνωρίζει και «ανώνυμες εταιρίες μη κερδοσκοπικού σκοπού») έχουν κερδοσκοπική, εμπορική δραστηριότητα. Για αυτό το λόγω, άλλωστε, ρητά αναγνωρίζεται από το Ν 3220/2004 η δυνατότητα κερδοφορίας των επιχειρήσεων αυτών και ρυθμίζεται η φορολόγηση τους. Κατά τις ρυθμίσεις αυτές, τα κέρδη των επιχειρήσεων που λειτουργούν συστήματα ανακύκλωσης απαλλάσσονται από τη φορολογία μόνον εφόσον εμφανισθούν σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού για την κάλυψη των ζημιών επόμενων χρήσεων. Το άρθο 5 του Ν. 3220/2004 ορίζει ότι : «1. Τα κέρδη των επιχειρήσεων που λειτουργούν, μετά από έγκριση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων `Εργων, ως "Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης", που προβλέπεται από την παράγραφο 19 του άρθρου 2 του Ν. 2939/2001 (ΦΕΚ 179 Αϊ και τα οποία απομένουν μετά την αφαίρεση του τακτικού αποθεματικού και την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτό φόρου εισοδήματος, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος, εφόσον εμφανισθούν σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού. Το αποθεματικό αυτό χρησιμοποιείται υποχρεωτικά για την κάλυψη των ζημιών επόμενων χρήσεων. Αν μετά το συμψηφισμό απομένει ακάλυπτο ποσό ζημιών, μεταφέρεται σε ειδικό λογαριασμό των ιδίων κεφαλαίων, με σκοπό το συμψηφισμό του με κέρδη που θα προκύψουν στο μέλλον. 2. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος έχουν εφαρμογή σε περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησης του αποθεματικού της προηγούμενης παραγράφου.» Τα ήδη λειτουργούντα συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης στην χώρα μας, λειτουργούν σύμφωνα με τον ιδρυτικό Νόμο στην βάση της χρηματικής εισφοράς, και ήδη λειτουργούν ως «μη κερδοσκοπικές ανώνυμες εταιρείες», πλην όμως χωρίς κανένα νομικό έρεισμα. Ήδη με την αιτιολογική έκθεση και το σχέδιο τροποποίησης του ως άνω Νόμου, οριστικοποιείται «Ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των Συστημάτων», χωρίς όμως αντίστοιχα να τροποποιείται και το άρθρο 2 , παρ. 19 του νόμου, στο οποίο ορίζεται ότι τα Συστήματα μπορούν να λάβουν οποιαδήποτε νομική μορφή , και αντίστοιχα και το κεφ. Γ ,1 αρθρ. 7. Η παραπάνω ασαφής ρύθμιση μέχρι σήμερα έχει δημιουργήσει αρκετά προβλήματα, σε πολλά φοροτεχνικά και λογιστικά ζητήματα, τα οποία δεν ρυθμίστηκαν εξ αρχής. Ως προς την διανομή μερισμάτων , τα Διοικητικά Συμβούλιο και στην συνέχεια οι Γενικές Συνελεύσεις των μετόχων αποφασίζουν την μη διανομή μερίσματος, ώστε να «υπακούσουν» στις ασαφείς διατάξεις του ν. 2939. Οι μεταβιβάσεις των μετοχών συναντούν αρκετά προβλήματα, δεδομένου ότι αφενός ο κάθε μέτοχος ο οποίος συμμετείχε εξ αρχής σε ανώνυμη εταιρεία , είχε την πεποίθηση ότι θα είχε την δυνατότητα κέρδους, αφετέρου εναπόκειται στην κρίση του εφόρου ο υπολογισμός της αξίας της επιχείρησης και ο τελικός φόρος που επιβαρύνει τον καταναλωτή. Ειδικότερα το Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης χρησιμοποιημένων συσσωρευτών [ΣΥΔΕΣΥΣ] , πλην της χρηματικής εισφοράς που εισπράττει, έχει έσοδα και από την πώληση των συσσωρευτών που συλλέγει, με ίδια μέσα. Kατά συνέπεια θα πρέπει να τροποποιηθούν όλα τα συναφή άρθρα του Νόμου, να διασαφηνισθεί η νομική μορφή που μπορούν να λάβουν τα Συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης, και αντίστοιχα να τροποποιηθούν οι σχετικές διατάξεις των αντίστοιχων φορολογικών και άλλων συναφών Νόμων. Εξάλλου, εντελώς διαφορετική πρέπει να είναι η ρύθμιση που αφορά τα ατομικά συστήματα. Θα είναι άτοπο να θεωρήσουμε ότι ο εκάστοτε διαχειριστής καταβάλει εισφορά στον εαυτό του και ότι το τυχόν κέρδος που απομένει από την διαχείριση των αποβλήτων το χρησιμοποιεί αποκλειστικά για το περιβάλλον. Επιπλέον να σημειώσουμε ότι η χρηματική εισφορά η οποία τελικά επιβαρύνει τον καταναλωτή δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί ότι χρησιμοποιείται για την λειτουργία οποιοδήποτε δημόσιου Οργανισμού, ενώ ήδη ο κάθε πολίτης καταβάλει φόρο για τον σκοπό αυτό Β] ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ Συνακόλουθο της έννοιας του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα των Συστημάτων, είναι και η καταβολή χρηματικής εισφοράς εκ μέρους των υπόχρεων «ρυπαινόντων». Στο σημείο αυτό κρίνουμε ότι ο Ν. 2939 έχει μεν ορίσει ότι οι υπόχρεοι οφείλουν να καταβάλλουν χρηματική εισφορά, πολύ ορθά δε διασαφηνίζεται στο υπό τροποποίηση σχέδιο ότι νέα συστήματα μπορούν να οργανωθούν υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι διαχειριστές είναι ενταγμένοι στα ήδη υπάρχοντα συστήματα. Θα πρέπει να συμπληρωθεί: «και έχουν εκπληρώσει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, από την ίδρυση και λειτουργία των εκάστοτε Συστημάτων » Και τούτο επειδή στον Νόμο, δεν προσδιορίζεται ο τρόπος ελέγχου της ακρίβειας και αλήθειας των δηλώσεων των υπόχρεων στα Συστήματα, καθώς και οι συνέπειες της εκπρόθεσμης καταβολής της χρηματικής εισφοράς. [π.χ. εκπρόθεσμη καταβολή με επιβάρυνση τόκων υπερημερίας]. Τα Συστήματα σήμερα αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στην είσπραξη των χρηματικών εισφορών. Πολλοί υπόχρεοι αρνούνται η αδιαφορούν να καταβάλλουν την χρηματική τους εισφορά, ενώ παράλληλα δεν υπάρχει τρόπος ελέγχου και εξακρίβωσης της ειλικρίνειας της κάθε δήλωσης, πλην της δικαστικής οδού, με αφάνταστη καθυστέρηση. Στα παραπάνω προβλήματα η επιτροπή ΕΠΕΔ προσπάθησε να βοηθήσει, πλην όμως είναι σημαντικότατη η καθυστέρηση της Πολιτείας στην επιβολή ποινών. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να δημιουργούνται πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού και αδικαιολόγητου πλουτισμού μεταξύ των επιχειρήσεων – υπόχρεων. Θα πρέπει λοιπόν ο Νόμος να καθιερώσει δυνατότητες ελέγχου εκ μέρους των Συστημάτων, των υπόχρεων , η να εξεύρει άλλη λύση για τον έλεγχο των υπόχρεων, και επιπλέον να καθιερώσει αυστηρές ποινές στους παρανομούντες η αδιαφορούντες υπόχρεους με ταυτόχρονη άμεση επέμβαση των οργάνων ελέγχου της Πολιτείας . Γ] ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ- ΤΥΧΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ «Στην περίπτωση ανάκλησης της έγκρισης ενός συστήματος από τον Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π. ή στην περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ενός συστήματος, το ποσό που τυχόν απομένει, μετά την εξόφληση των οφειλών του συστήματος προς τρίτους, περιέρχεται στον Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π., ο οποίος διαθέτει αυτό το ποσό για την εκπλήρωση των σκοπών του.» Επειδή η ανάκληση της άδειας Συστήματος, έχει παρεπόμενες πολλαπλές συνέπειες, στον ελεγκτικό φορέα, ο οποίος κρίνει την ανάκληση άδειας Συστήματος πρέπει να συμμετέχει και προεδρεύει Δικαστικός, καθώς επίσης και εκπρόσωπος του ΣΟΕ [πρώην ΣΔΟΕ], καθώς επίσης και να τεθούν αυστηρά και συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε να αποφευχθεί ακόμη και η υπόνοια ¨κακοδαιμονίας¨ της Διοίκησης , Η περιουσία [αποθεματικό] κάθε Συστήματος έχει δημιουργηθεί από την καλή χρήση των χρηματικών εισφορών του «υπόχρεου», και τελικά του Έλληνα καταναλωτή. Έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου , για ειδικό σκοπό, συνεπώς δεν νοείται να χρησιμοποιηθεί για άλλο σκοπό [αμοιβές για μελέτες, αμοιβές δημοσίων υπαλλήλων, αγορά εξοπλισμού]. Προτείνουμε όπως : στην περίπτωση ανάκλησης της έγκρισης ενός συστήματος από τον Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π. ή στην περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ενός συστήματος, το ποσό που τυχόν απομένει, μετά την εξόφληση των οφειλών του συστήματος προς τρίτους και της επιστροφής του αρχικού κεφαλαίου στους μετόχους, επιστρέφεται αναλογικά [με τις καταβληθείσες χρηματικές εισφορές] στους ταμειακώς ενήμερους συμβεβλημένους διαχειριστές συσκευασιών, με την ρητή υποχρέωση [και έλεγχο] να δαπανηθεί για την δημιουργία άλλου συστήματος. [αντίστοιχα και παρ. 2,8 αρθρ. 5 [αντικ. αρθρ.17 του ν. 2939], άλλως την παρακατάθεση του στο Τ.Π.Δ., για χρήση από εγκεκριμένο Σύστημα για το ίδιο προϊόν.