• Σχόλιο του χρήστη 'Αλέξανδρος' | 12 Σεπτεμβρίου 2016, 13:57

    παλιννοστούντες οι [palinostúndes] Ο (βλ. Ε12β) : αυτοί που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, ύστερα από μακρόχρονη απουσία. || (ως επίθ.): ~ πρόσφυγες. [λόγ. ουσιαστικοπ. πληθ. μεε. του ρ. παλιννοστώ]