• Σχόλιο του χρήστη 'ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ' | 20 Σεπτεμβρίου 2016, 17:23

    Στις προβλέψεις του νομοσχεδίου διαπιστώνεται η μετακίνηση του ενδιαφέροντος και της στόχευσης από το μέλημα για την αισθητική, δηλ. την με επιστημονική και εικαστική προσέγγιση εν-αρμόνιση στο φυσικό, ανθρωπογενές και δομημένο περιβάλλον ή -στην αντίθετη περίπτωση- τη συνεπή και εμπνευσμένη ριζοσπαστικότητα, στην απλή διεκπεραίωση των μελετών ως γραφειοκρατικό άλλοθι για τον έλεγχο που επιβάλλει η νομοθεσία. Τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής θα μπορούσαν να αποτελέσουν όχημα για τη βελτίωση των αρχιτεκτονικών μελετών, όπως άλλωστε το βλέπουμε από την εμπειρία μας να επιτυγχάνεται με την κατάλληλη διατύπωση γόνιμων παρατηρήσεων, που διαμορφώνουν το πλαίσιο στο οποίο καλείται να ανασυνθέσει τα προβληματικά σημεία ο /η ίδιος/-α μελετητής/τρια. Κατά τη διαδικασία γνωμοδότησης οφείλει να βρίσκει χώρο η αξιολόγηση ακόμα και οραματικών μελετών και η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης, οπότε ο νόμος δεν πρέπει να λειτουργεί ως εργαλείο περιστολής τους, την ώρα που δεν υπάρχει χρόνος να χαθεί τόσο για την ενίσχυση της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας όσο και για την επιμέλεια για την απλή, καλή αρχιτεκτονική, που σέβεται πρώτα απ’ όλα τον εαυτό της και κατ’ αυτόν τον τρόπο και το φυσικό, ανθρωπογενές και δομημένο περιβάλλον. Τα μέλη των Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, μέσα από τις παρατηρήσεις τους κατά τη διαδικασία γνωμοδότησης, βοηθούν στην εξοικείωση του κοινού (μελετητών αλλά και κυρίων των έργων) με τις ως άνω έννοιες και τον κόπο που αυτές απαιτούν κατά τον σχεδιασμό. Η ταχύτητα αλλοίωσης του περιβάλλοντος είναι πλέον τέτοια, που η Πολιτεία οφείλει να πάρει άμεσα και έμπρακτα θέση απέναντι σ’ αυτήν, ενισχύοντας τον ρόλο των Συμβουλίων με την κατάλληλη στελέχωση. Οι αρχιτέκτονες μηχανικοί με εξειδικευμένα προσόντα και εμπειρία, λόγω του γνωστικού τους αντικειμένου και της τριβής τους με αυτό στην πράξη, είναι εξοικειωμένοι/-νες με έννοιες, νοητικά εργαλεία και μεθόδους σχεδιασμού άγνωστα στο ευρύ κοινό, αλλά άγνωστα επίσης και σε εκπροσώπους λοιπών ειδικοτήτων, απαραίτητα ωστόσο για τη διαφύλαξη των πολύτιμων και απειλούμενων φυσικών και χωρικών πόρων του τόπου. Με την εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από τη συμμετοχή μας στο Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Πειραιά, επισημαίνουμε πιο αναλυτικά: 1. Η συγκρότηση ενός πενταμελούς συμβουλίου σε αντίθεση με το νυν τετραμελές είναι ευπρόσδεκτη αλλαγή για τη διευκόλυνση των γνωμοδοτήσεων. Ωστόσο ας ληφθεί υπ’ όψη ότι η αύξηση μελών οφείλει να στοχεύει στη βελτίωση των παρεχόμενων από τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής υπηρεσιών (συγκριτικά με τη σημερινή τους μορφή) και όχι στην αναίρεση του στόχου συγκρότησής τους. 2. Η δημιουργία τριών βαθμίδων έναντι δύο για την άσκηση της αισθητικής πολιτικής σε ένα πρώτο επίπεδο δείχνει θετική. Η σύνθεση και τα προσόντα των μελών όλων των βαθμίδων θα πρέπει να υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα ως άνω. 3. Το ότι η συγκρότηση των Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, όπως προβλέπεται στο νομοσχέδιο, δείχνει ότι η φιλοσοφία των συμβουλίων παύει να είναι επιστημονική-εικαστική και γίνεται περισσότερο οικοδομική απορρέει από τα ακόλουθα, τα οποία δεν μας βρίσκουν σύμφωνους/-νες για τους λόγους που προκύπτουν από την παραπάνω γενική μας τοποθέτηση: I.από το γεγονός πώς δεν καθορίζονται στο άρθρο 8 αυξημένα προσόντα των αρχιτεκτόνων-μελών που προέρχονται από το Δημόσιο, αντίστοιχα με αυτά των ιδιωτών αρχιτεκτόνων-μελών. Όταν τα επιστημονικά προσόντα των προέδρων και των μελών από το Δημόσιο είναι κατώτερα από αυτά των ιδιωτών δημιουργούνται σχέσεις βαθιάς ανισότητας, ενώ υπονομεύεται το κύρος των αποφάσεων του Συμβουλίου απέναντι στους ιδιώτες μελετητές. Τα προσόντα που απαιτούνται για τους ιδιώτες αρχιτέκτονες δεν απαιτούνται ούτε για τα μέλη που προέρχονται από το Δημόσιο (προέδρους- υπαλλήλους ΥΔΟΜ, οι οποίοι δεν οφείλουν να αποδεικνύουν κανένα επιστημονικό κύρος και αρκεί απλώς να έχουν τοποθετηθεί ως Δημόσιοι Υπάλληλοι σε κάποια δεδομένη θέση) ούτε για τους ιδιώτες Πολιτικούς Μηχανικούς. Η θεσμοθέτηση των αυξημένων προσόντων του άρθρου 8 για όλα τα μέλη των Συμβουλίων (ιδιωτών και λειτουργών Δημοσίου) θεωρούμε ότι είναι απολύτως καίρια για τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν σωστά στο ρόλο τους. II.από την τοποθέτηση ως πέμπτου μέλους μηχανικού με ειδικότητα Πολιτικού Μηχανικού, δηλαδή ειδικότητας που δύναται να εκφέρει γνώμη επιστημονικά επί της χωρικής εφαρμογής-κατασκευής-στατικότητας και όχι επί της χωρικής έκφρασης. Αρκεί να προσπαθήσει να φανταστεί κανείς το αντίστροφο παράδειγμα της συμμετοχής αρχιτέκτονα-μηχανικού σε όργανο ελέγχου στατικών μελετών, όπου εκείνος/-νη θα μπορούσε να γνωματεύσει μόνον για την σχετική καταλληλότητα επιλογής της συγκεκριμένης γεωμετρίας του φορέα για την υποστήριξη της κεντρικής ιδέας της αρχιτεκτονικής επίλυσης, θα παρέμενε δηλ. απλά εκτός θέματος III.από την απομάκρυνση των μελών ΔΕΠ, άρα με την απομάκρυνση της γνώσης της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας και θεωρίας IV.από την επιλογή μελών από τις Υ.ΔΟΜ., επιλογή με την οποία προτάσσεται η οικοδομική νομιμότητα σε σχέση με την αρχιτεκτονική, η οποία υποβιβάζεται σε νομικό-ποσοτικοποιημένο αγαθό. Τόσο για λόγους ουσιαστικούς (μεγάλωμα της "δεξαμενής" στελεχών για να βρεθούν υπάλληλοι με αυξημένα προσόντα -βλ. ανωτέρω παρ. 3.Ι) όσο και πρακτικούς (χρονικό διάστημα οργάνωσης των νέων υπηρεσιών, ειδικές δυσκολίες σύστασης Συμβουλίων σε απομεμακρυσμένες περιοχές όπως π.χ. σε νησιά) θεωρούμε ότι η υπηρεσιακή προέλευση των 2 μελών-δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει να είναι πιο ανοιχτή και προς άλλες υπηρεσίες (Αποκεντρωμένη Διοίκηση, Περιφέρεια και, κατ' εξαίρεση, Δήμο) V.από την τοποθέτηση προέδρων κυρίως από την νεοσύστατη Περιφερειακή Υπηρεσία του Υπουργείου, η οποία θα διαχειρίζεται κατά βάση τα αυθαίρετα στη χώρα. Η ισχυροποίηση του ρόλου των τοπικών Υπηρεσιών (πρόεδροι από τις κατά τόπους Περιφερειακές Υπηρεσίες των Υπουργείων και των Περιφερειών με αρμοδιότητες αυθαιρέτων, μέλη από τις οικείες Υ.ΔΟΜ., οι οποίες εγκρίνουν τις οικοδομικές άδειες) υποσκελίζει τη θεσμική θωράκιση των Συμβουλίων έναντι εξωγενών παρεμβάσεων. Αφ' ενός αποδυναμώνεται η ανεξαρτησία των Συμβουλίων έναντι τοπικών πολιτικών πιέσεων (λόγω της ισχυροποίησης του ρόλου τοπικών Υπηρεσιών), και αφ' ετέρου δεν αντιμετωπίζεται η τυχόν σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ιδιωτών-μελών των Συμβουλίων και ιδιωτών-μελετητών που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στον ίδιο τόπο. 4. Το ότι η Πολιτεία δεν ενδιαφέρεται να ασκήσει συνεπή αισθητική πολιτική και να υπερασπιστεί η ίδια ενεργά τη διαφύλαξη του φυσικού, ανθρωπογενούς και δομημένου περιβάλλοντος προκύπτει και από την έλλειψη αντιμετώπισης ενός ζητήματος που ταλαιπωρεί τόσο τους πολίτες όσο και τις Υπηρεσίες, δηλαδή τη συχνή συναρμοδιότητα των Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής με τις Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Ελπίζουμε ότι οι επισημάνσεις μας θα συντελέσουν προς την κατεύθυνση της κατάλληλης επαναδιατύπωσης κρίσιμων παραγράφων του νομοσχεδίου. Ο πρόεδρος και τα μέλη (τακτικά και αναπληρωματικά) του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Πειραιά Κατερίνα Γκιουλέκα Ηλίας Γραμματικός Λεωνίδας Κουτσουμπός Λίλα Κυριακοπούλου Φλώρα Μπουγατιώτη Μαρία Πέτρογλου Έρση Φιλιπποπούλου Ευγενία Φωκά αρχιτέκτονες- μηχανικοί