• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 28 Νοεμβρίου 2016, 11:10

    (α) Η Γενική Γραμματεία Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος ορίζεται ως η «αρμόδια αρχή» (άρθρο 4 περ. 10) η οποία έχει την «αποκλειστική ευθύνη» (άρθρο 15 παρ. 1) για την κατάρτιση, αξιολόγηση, συντονισμό και εφαρμογή (και μάλιστα «σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης», άρθρο 15 παρ. 1) του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού. Ειδικά για την «εφαρμογή» του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η Γενική Γραμματεία, ακόμα και με την επικουρία «άτυπων ομάδων» (άρθρο 15 παρ. 2), έχει επαρκές προσωπικό και την απαραίτητη τεχνογνωσία. Κατ΄ ελάχιστον, η εφαρμογή θα πρέπει να αναληφθεί από όλες τις συναρμόδιες αρχές (π.χ., του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης ή σχετικές αποκεντρωμένες και περιφερειακές υπηρεσίες), οι οποίες, κατά το νομοσχέδιο, συμμετέχουν μόνο στην διαβούλευση (άρθρο 10 παρ. 1.1 και 1.2). Συγχρόνως, θα πρέπει επίσης να προβλεφτεί ένας ειδικός ρόλος στην κατάρτιση και την αξιολόγηση για την Ειδική Γραμματεία Υδάτων, καθώς και ειδικούς επιστημονικούς φορείς, όπως το ΕΛΚΕΘΕ και το Εθνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων. Τέλος, στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει επίσης να εξεταστεί και ο ρόλος της Εθνικής Επιτροπής Θαλάσσιας Περιβαλλοντικής Στρατηγικής του άρθρου 18 ν. 3983/2011. (β) Η Εθνική Χωρική Στρατηγική για το Θαλάσσιο Χώρο εγκρίνεται με πράξη υπουργικού συμβουλίου και «ανακοινώνεται» στην Βουλή (παράγραφος 3.1.1). Πρόκειται για μία σχετική υποβάθμιση της Εθνικής Στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζει την αντίστοιχη υποβάθμιση της Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής. Κατά την άποψή μας, η Εθνική Στρατηγική θα ενδυναμωθεί σημαντικά αν εγκριθεί με νόμο από την Ολομέλεια της Βουλής (πιθανώς βάσει του άρθρου 79 παρ. 8Σ, για τα προγράμματα «oικoνoμικής και κoινωνικής ανάπτυξης»). Αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξει ένα εφήμερο κείμενο προθέσεων. (γ) Η Εθνική Χωρική Στρατηγική για το Θαλάσσιο Χώρο έχει μία ασαφή σχέση με την Εθνική Χωρική Στρατηγική, της οποίας αποτελεί «οργανικό μέρος», αλλά «κατά την πρώτη εφαρμογή», μπορεί να καταρτιστεί και να εγκριθεί χωρίς αυτή (παράγραφος 3.1.1). Επίσης, θα πρέπει να υποβάλλεται σε Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι μπορεί να «εξαιρεί» ορισμένα θαλάσσια διαμερίσματα από τα πιο λεπτομερή Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια [παράγραφος 3.1, σημείο β)]: ωστόσο, η εκπόνηση Σ.Π.Ε. δεν προβλέπεται, τουλάχιστον ρητά, από την παράγραφο 3.1.2. (δ) Μολονότι οι θαλάσσιες υποπεριοχές ορίστηκαν με τον ν. 3983/2011 (άρθρο 5 παρ. 2 και Παράρτημα ΙΙ), οι υποδιαιρέσεις τους («θαλάσσια διαμερίσματα» ή «επιμέρους χωρικές ενότητες» κατά το νομοσχέδιο) έπρεπε να είχαν οριστεί βάσει του άρθρου 5 παρ. 3 και 20 παρ. 1 ν. 3983/2011 μέσα στην προθεσμία «του άρθρου 26 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2008/56/ΕΚ» - δηλαδή, μέχρι την 15.7.2010 [«με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, μετά από εισήγηση της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων και γνώμη της Εθνικής Επιτροπής Θαλάσσιας Περιβαλλοντικής Στρατηγικής (ΕΕΘΠΕΣ)»]. Αυτό δεν φαίνεται να έχει συμβεί, τουλάχιστον με νομικά δεσμευτικό τρόπο, και η παράγραφος 3.2 εξουσιοδοτεί το Υπουργό Περιβάλλοντος να τις καθορίσει. Μέχρι να συμβεί αυτό, είναι αδύνατη η εκπόνηση Εθνικής Χωρικής Στρατηγικής για το Θαλάσσιο Χώρο, τουλάχιστον με την απαραίτητη γεωγραφική εξειδίκευση. (ε) Ακόμα χειρότερα, το νομοσχέδιο επιτρέπει να μην καταρτιστούν Θαλάσσια Χωροταξικά Σχέδια για ορισμένες υποδιαιρέσεις ή θαλάσσια διαμερίσματα, εφόσον αυτό προβλέπεται από την Εθνική Στρατηγική [παρ. 3.1, σημείο β) ββ)]. Έτσι, είναι πιθανό ορισμένα θαλάσσια διαμερίσματα να καταδικαστούν σε έναν ελλιπή χωροταξικό σχεδιασμό. Ο μερικός και άνισος αυτός σχεδιασμός θα αφήσει χωροταξικά αρρύθμιστα μεγάλα τμήματα του θαλάσσιου χώρου, ευνοώντας ορισμένες δραστηριότητες σε βάρος άλλων (και του περιβάλλοντος): αυτό, μεταξύ άλλων, θα ήταν αντίθετο όχι μόνο στην οικοσυστημική προσέγγιση που διακηρύσσει το άρθρο 5, αλλά και στην υποχρεωτική κατανομή των (υφιστάμενων και μελλοντικών) δραστηριοτήτων βάσει του σχεδιασμού και μόνο (άρθρο 9 παρ. 1). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε κράτος-μέλος διατηρεί την αρμοδιότητα να σχεδιάζει και να καθορίζει «εντός των θαλάσσιων υδάτων, την έκταση και το περιεχόμενο των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων» (άρθρο 2 παρ. 3 Οδηγίας 2014/89) – με άλλα λόγια, την αρμοδιότητα «για τον σχεδιασμό και τον καθορισμό, στα θαλάσσια ύδατά τους, της μορφής και του περιεχομένου των εν λόγω σχεδίων, συμπεριλαμβανομένων θεσμικών ρυθμίσεων και, κατά περίπτωση, για την αντίστοιχη κατανομή του θαλάσσιου χώρου στις διάφορες δραστηριότητες και χρήσεις» (11η αιτιολογική σκέψη). Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν ένα περισσότερο ή λιγότερο λεπτομερή σχεδιασμό, και ένα σχεδιασμό προσαρμοσμένο σε ιδιαίτερες γεωγραφικές συνθήκες: δεν επιτρέπουν την ολική εξαίρεση ορισμένων τμημάτων του θαλάσσιου χώρου από τον σχεδιασμό. (στ) Η έκθεση αξιολόγησης της 6ης παραγράφου δεν θα πρέπει να είναι ένα «εσωτερικό» έγγραφο που υποβάλλεται στο Υπουργό Περιβάλλοντος (άρθρο 14 παρ. 2). Αντιθέτως, θα πρέπει να υποβάλλεται σε δημόσια διαβούλευση πριν την οριστικοποίησή της. Γενικότερα, η εκπόνηση εκθέσεων είναι ένας αναποτελεσματικός τρόπος παρακολούθησης: ιδανικά, η παρακολούθηση θα έπρεπε να αξιοποιεί την συνεχή δημοσίευση μέσω του διαδικτύου όλων των διαθέσιμων γεωχωρικών δεδομένων για τον θαλάσσιο χώρο. (ζ) Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 6 της Οδηγίας 2014/89 δεν φαίνεται να έχει ενσωματωθεί. Η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη-μέλη να «περιλάβουν ή να αξιοποιήσουν τις υπάρχουσες εθνικές πολιτικές, κανονισμούς και μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί ή θεσπίζονται πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, αν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας». Με άλλα λόγια, η διάταξη αυτή επιβάλλει την τροποποίηση, προσαρμογή, μη εφαρμογή ή ανάκληση πολιτικών, μηχανισμών και κανονισμών, όταν δεν συμμορφώνονται με την Οδηγία, και με τις διαδικασίες που αυτή προβλέπει.