• 3. Αναφορικά με το άρθρο 2, παρ. 2 για την επιπλέον πριμοδότηση φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ως προς τις προϋποθέσεις για τον σχηματισμό Εν. Κοιν., μας δημιουργείται η αρνητική εντύπωση πως τοιουτοτρόπως «φωτογραφίζεται» ένας ασύμμετρος προσανατολισμός «κρατικής» περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ κυρίως μέσω των ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού ή των ΝΠΔΔ. Μας είναι δύσκολο να φανταστούμε κάτι άλλο ειδικά με την τόση εξειδίκευση του προσχεδίου περί της ανάπτυξης Ενεργειακών Κοινοτήτων (Ε. Κοιν.) μεταξύ μόλις τριών προσώπων, αρκεί τα δύο να είναι ΟΤΑ ή τριών μόλις ΟΤΑ. Και βέβαια κανείς δεν θα ήταν προκατειλημμένος με την δραστηριοποίηση των ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ στις ΑΠΕ, αν δεν υπήρχαν τα χιλιάδες οικονομικά προβλήματα που άφησε η αναποτελεσματική δραστηριοποίηση τους σε πλήθος άλλων δραστηριοτήτων του οικονομικού γίγνεσθαι της χώρας μας. Ο καταρχήν μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των Ε. Κοιν. όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 για τις περιπτώσεις αυτές, δεν αμβλύνει τις ανησυχίες μας, αφού το πρόβλημα των ΟΤΑ και των δημοτικών τους επιχειρήσεων ή των ΝΠΔΔ δυστυχώς ποτέ δεν ήταν τα κέρδη (που θα μπορούσαν επωφελώς να χρηματοδοτούν τον Κρατικό προϋπολογισμό) αλλά μονίμως οι ζημίες από κακοδιοίκηση, σπατάλες, αργομισθίες, υπεράριθμο προσωπικό, ανορθολογικές αμοιβές και σκανδαλώδεις συμβάσεις προμηθειών που διαχρονικά επιβαρύνουν τους φορολογούμενους. Για να το πούμε πιο απλά, η «συνταγή» του να φορτώνεται με υπέρογκα λειτουργικά-μισθολογικά κόστη μια Ε. Κοιν. αποτελούμενη από ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ ώστε να μην βγάζει κέρδη, αφού υπάρχει ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας που την αποτρέπει από το να τα επιδιώκει, επουδενί δεν διασφαλίζει ούτε και ωφελεί το κοινωνικό σύνολο. Αντίθετα καταστρέφεται μια αγορά όπου Ε. Κοιν. από ιδιώτες θα μπορούσαν να επιτελέσουν τον ίδιο σκοπό, με πολύ λιγότερα κόστη και να αποδίδουν μέσω της κερδοφορίας τους και φόρους στο Κράτος. Βεβαίως στην παρ. 4 του άρθρου 2 το προσχέδιο νόμου, ευτυχώς, δεν αποκλείει Ε. Κοιν. κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αρκεί αυτές να αποτελούνται από τουλάχιστον 15 μέλη και το 50% συν ένα εξ’ αυτών να είναι φυσικά πρόσωπα. Ωστόσο όπως όλοι γνωρίζουμε, το να «ανθίσει» ο ιδιωτικός τομέας μέσω Ε. Κοιν. όταν θα έχει να αντιμετωπίσει δεσπόζουσες Ε. Κοιν. αποτελούμενες προνομιακά κυρίως ή μόνο από 3 ως 5 ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, είναι μάλλον αδύνατο. Οπότε προτείνουμε την ολική απαλοιφή της παρ. 2 του άρθρου 2 περί ειδικών ευνοϊκών προβλέψεων σύστασης Εν. Κοιν. για ΟΤΑ/ΝΠΔΔ. Η παρ. 4 ως έχει, καλύπτει επαρκώς το θέμα και της συμμετοχής δημοσίων φορέων σε Εν. Κοιν. μαζί με ιδιώτες και νομίζουμε πως δεν υφίσταται κανένας παραπάνω λόγος για περαιτέρω πριμοδότηση της ίδρυσης τους σε βάρος των Εν. Κοιν. ιδιωτών. Δομή Εν. Κοιν. από ΟΤΑ/ΝΠΔΔ σε συμφωνία με τις προδιαγραφές της παρ. 4 του άρθρου 2 αλλά και του άρθρου 3 όπου «Κάθε μέλος μπορεί να κατέχει πέραν της υποχρεωτικής συνεταιριστικής μερίδας και μία ή περισσότερες προαιρετικές συνεταιριστικές μερίδες, με ανώτατο όριο συμμετοχής του στο συνεταιριστικό κεφάλαιο το 20%, με εξαίρεση τους ΟΤΑ που μπορούν να συμμετέχουν στο συνεταιριστικό κεφάλαιο με ανώτατο όριο το 40%», θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη και πραγματικά ενεργή εμπλοκή πολιτών σε αυτές και έτσι θα αυξηθεί ο ενεργός έλεγχος τους από την βάση. Επίσης με τον τρόπο αυτό θα πρέπει τα όποια projects εγείρουν για Εν. Κοιν. οι ΟΤΑ/ΝΠΔΔ, να εξασφαλίζουν ικανή συμμετοχή και ιδιωτών κατά 50% συν ένα. Προς τον σκοπό αυτό οι ΟΤΑ/ΝΠΔΔ θα αναγκαστούν να λειτουργήσουν με κριτήρια ιδιωτικής οικονομίας ώστε να προσελκύσουν τους ιδιώτες. Άλλωστε εκτιμούμε πως γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό στο άρθρο 4 παρ. 2 του προσχεδίου προβλέπεται οι Εν. Κοιν. να διενεργούν προσέλκυση κεφαλαίων. Επειδή μπορεί να υπάρξει αντίλογος εδώ, πως δήθεν με τον τρόπο αυτό αποκλείονται οι ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ από τις ΑΠΕ, ουδόλως ισχύει κάτι τέτοιο. Μόλις ένας, δύο ή οσοιδήποτε τέλος πάντων δημόσιοι φορείς μπορούν και σήμερα, όπως μπορούσαν και στο παρελθόν, να συστήσουν εταιρεία και να διεκδικήσουν μερίδιο στις ΑΠΕ. Δεν αντιλαμβανόμαστε όμως ποιος είναι ο λόγος τώρα που μάλλον επίπλαστα με το κάλυμμα της Εν. Κοιν. με μέλη τρεις μόλις ΟΤΑ, θα μπορούν να αποκτήσουν προνομιακούς όρους στην αδειοδότηση έργων ΑΠΕ έναντι των ιδιωτών που πρέπει να είναι δεκαπέντε.