• Σχόλιο του χρήστη 'Γ. Χασιώτης (WWF Ελλάς)' | 12 Ιουλίου 2017, 16:23

    (α) Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της 5ης παραγράφου δεν αρμόζει σε μία δυτική χώρα, και δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το Σύνταγμα, και πλήθος άλλων διατάξεων του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου. Με την διάταξη αυτή, στην ουσία, καταργείται εντός των λατομικών περιοχών όλη η περιβαλλοντική, η δασική, η χωροταξική και η πολεοδομική νομοθεσία («μέχρι της εξάντλησης των αποθεμάτων»), καθώς και κάθε «άλλη» [π.χ., εργασιακή ή υγειονομική (;)] διάταξη μπορεί να «μεταβάλλει» τον «χαρακτήρα» της λατομικής περιοχής. Οι λατομικές περιοχές δεν αποτελούν «μαύρες τρύπες», μέσα στις οποίες παύει να υπάρχει χωροταξία ή περιβάλλον. Δεν είναι υπεράνω του Συντάγματος, και του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου: το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 δεν εξαιρεί τις λατομικές περιοχές. Ο καθορισμός μίας λατομικής περιοχής δεν αποστερεί την διοίκηση από το δικαίωμα και την υποχρέωση να εφαρμόζει την περιβαλλοντική και την χωροταξική νομοθεσία στο σύνολό τους, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την υποχρεώσει ακόμα και να καταργεί λατομικές περιοχές. Καταρχάς, η διάταξη, όπως είναι διατυπωμένη, εμποδίζει την διοίκηση να ολοκληρώσει το καθεστώς προστασίας προστατευόμενων περιοχών και την χωροταξική οργάνωση της χώρας, εφόσον θίγονται λατομεία (τα οποία, σε μερικές περιπτώσεις, είναι ανενεργά ή λειτουργούν με παράνομες νομοθετικές παρατάσεις). Μεταξύ άλλων, οι ρυθμίσεις αυτές είναι αντίθετες στις ευρωπαϊκές οδηγίες 2006/21 και 2004/35, οι οποίες επιτάσσουν την αποκατάσταση και την προστασία, και όχι τον αποχαρακτηρισμό, του φυσικού περιβάλλοντος. Ακόμα και ο ιδιωτικός τομέας, με οικειοθελείς πρωτοβουλίες όπως ο «Ελληνικός Κώδικας Βιωσιμότητας» ή οι αρχές του International Council on Mining and Metals (ICMM) έχει αφήσει οριστικά πίσω του παρόμοιες λύσεις, που προσιδιάζουν σε αναπτυξιακά μοντέλα άλλων δεκαετιών. (β) H 8η παράγραφος επίσης εγείρει θέματα συνταγματικότητας. Από καμία διάταξη του Συντάγματος δεν χορηγείται το δικαίωμα στις λατομικές αρχές να εξαιρούν τις λατομικές περιοχές στο σύνολό τους από την δασική νομοθεσία, και ειδικότερα το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Εκ παραδρομής ή ηθελημένα, η διάταξη συγχέει το λατομικό «έργο» (ή «λατομείο») με την «λατομική περιοχή» (πρβλ. τους ορισμούς που το ίδιο το νομοσχέδιο παραθέτει στις παραγράφους 5 και 6 του 1ου άρθρου, από τους οποίους προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα). Πράγματι, η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι η έκταση για την οποία έχει χορηγηθεί έγκριση επέμβασης, δηλαδή η έκταση του «λατομικού έργου» (και όχι της «λατομικής περιοχής») δεν κηρύσσεται αναδασωτέα, αν η απώλεια της δασικής βλάστησης επισυνέβη μετά την έγκριση του έργου (πρβλ., όπως ισχύει, 38 παρ. 1 ν. 998/1979). Η ρύθμιση αυτή, όμως, δεν αφορά την λατομική περιοχή, αλλά την περιοχή επέμβασης και μόνο. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, δημιουργείται ένα στρεβλό κίνητρο για να καθορίζονται διευρυμένες λατομικές περιοχές, μέσα στις οποίες δεν θα ισχύει η δασική νομοθεσία, και θα μπορούν να αλλάζουν μορφή μετά από εκχέρσωση η αποψίλωση για οποιοδήποτε λόγο. Επίσης, το παράδοξο είναι το άρθρο 13 του νομοσχεδίου (5η παράγραφος) ρυθμίζει τελείως διαφορετικά τα πράγματα, και επιβάλλει την κήρυξη της μη αποκατεστημένης έκτασης λατομείου ως αναδασωτέας: αναρωτιέται κανείς πώς θα κηρυχθεί αναδασωτέα μία περιοχή η οποία έχει προηγουμένως «εξαιρεθεί» από την δασική νομοθεσία. Η διάταξη αντιφάσκει και με άλλες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου - π.χ., το άρθρο 16 παρ. 5, που επιβάλλει την υποχρέωση αποψίλωσης των εγκαταστάσεων «σύμφωνα με τις οδηγίες της δασικής αρχής», η οποία δεν είναι αρμόδια για εκτάσεις που δεν υπάγονται πλέον στην δασική νομοθεσία.