• παρ. 2) Σχετικά με την διασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας από παθογόνους μικροοργανισμούς και ιούς: Παραδοσιακά στην Ελλάδα, η απολύμανση προδιαγράφεται σε όλες τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας αστικών λυμάτων αδιακρίτως και παγίως. Ωστόσο, η βασική Οδηγία 91/271/ΕΟΚ που καθορίζει τους βασικούς κανόνες επεξεργασίας αστικών λυμάτων σε καμία περίπτωση δεν απαιτεί απολύμανση. Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ η απολύμανση των επεξεργασμένων λυμάτων είναι μια σπάνια εφαρμοζόμενη πρακτική ειδικά όταν ο αποδέκτης είναι η θάλασσα. Η χρήση χημικών άνευ ουσιαστικού λόγου επιβαρύνει σαφώς το περιβάλλον αφού η παραγωγική τους διαδικασία είναι συνήθως αρκετά ενεργοβόρα διαδικασία συμβάλλοντας αρνητικά στην κλιματική αλλαγή. Είναι βέβαιο ότι οι υδάτινοι αποδέκτες και ειδικά οι θαλάσσιοι δεν “υποφέρουν” ως οικολογικά συστήματα από την παρουσία μικροβίων και ιών, στο βαθμό που η αραίωση είναι επαρκής για να αποτρέψει μεγάλες συγκεντρώσεις τέτοιων φορτίων και να βλάψει κάποια τυχόν ευαίσθητα είδη πανίδας ή βοσκίζοντα ζώα. Οι φυσιολογικές διαδικασίες ισορροπίας μεταξύ των βακτηρίων, ιών, πρωτοζώων ελέγχουν συνήθως σε ικανοποιητικό βαθμό την υπερβάλλουσα παρουσία κάποιου είδους. Το συνήθως τιθέμενο όριο των 500 cfu/100ml αποτελεί δείκτη καλής ποιότητας για νερά κολύμβησης και δεν σχετίζεται με την οικολογική υγεία του υδάτινου αποδέκτη. Αναρωτιέται κάποιος αν έχει νόημα η απολύμανση εκτός κολυμβητικής περιόδου και μάλιστα σε περιοχές που δεν είναι κολυμβητικές ή ποιος είναι ο ουσιαστικός λόγος να υπάρχουν λιγότερα από 200 cfu/100ml στην ελεγχόμενη άρδευση καλλωπιστικών θάμνων. Αντιθέτως όταν τα επεξεργασμένα λύματα επηρεάζουν πηγές που χρησιμοποιούνται για απόληψη νερού ανθρώπινης κατανάλωσης ο κίνδυνος είναι σημαντικός και η υποβάθμιση των πηγών βέβαιη. Η βέλτιστη πρακτική είναι σαφέστατα η πλήρης αποφυγή ανάμιξης πηγών νερού που προορίζονται για παραγωγή πόσιμου νερού με ανεπεξέργαστα ή επεξεργασμένα λύματα. Όταν αυτό δεν είναι εφικτό τότε η απολύμανση είναι ένα μέτρο που μειώνει τους κινδύνους για το πόσιμη νερό. Μειώνει. Δεν εξαλείφει. Διότι η προβλεπόμενη απολύμανση σπάνια είναι επαρκής για να μετατρέψει τα επεξεργασμένα λύματα σε ασφαλή για μίξη με νερό πηγής για ανθρώπινη κατανάλωση. Πάντα θα απαιτείται πρόσθετη επεξεργασία και απολύμανση. Συνεπώς η προβλεπόμενη απολύμανση μπορεί να νοηθεί μόνο ως υποβοηθητική της τελικής απολύμανσης Η πρόθεση του συντάκτη είναι κατανοητή και εύλογη. Κάθε περίπτωση εξετάζεται χωριστά και εκτιμάται η προστασία της δημόσιας υγείας ώστε να επιβληθεί ή όχι απολύμανση. Ωστόσο, στην πράξη, οι κατά τόπους υπεύθυνοι των αναφερομένων αρχών τείνουν να λαμβάνουν την ασφαλέστερη για τους ίδιους προσέγγιση. Επιβάλλοντας παγίως απολύμανση είναι προσωπικά καλυμμένοι έναντι οποιασδήποτε μελλοντικής ευθύνης. Εύλογο. Συνεπώς το Κράτος θα πρέπει να ορίσει το γενικό πλαίσιο και αρχές που κάθε αρμόδιος κατά περίπτωση επιβάλλει ή όχι απολύμανση των επεξεργασμένων λυμάτων εκτιμώντας βεβαίως πρωτίστως την δημόσια υγεία, την οικολογική κατάσταση των επιφανειακών υδάτων αλλά και το ενεργειακό αποτύπωμα και το οικονομικό κόστος της ενέργειας αυτής. παρ. 4) Σχετικά με την απολύμανση των προς διάθεση υγρών αποβλήτων: Δεν αναφέρεται η περίπτωση του διοξειδίου του χλωρίου που αποδεδειγμένα είναι πολύ δραστικότερου του χλωρίου και υπάρχει εμπειρία στην Ελλάδα. Προτείνεται να προστεθεί: Ο χρόνος επαφής από την εισαγωγή του διοξειδίου του χλωρίου μέχρι τη διάθεση των υγρών αποβλήτων είναι τουλάχιστον 3 λεπτά της ώρας και το υπολειμματικό διοξείδιο του χλωρίου που θα ανιχνεύεται στα υγρά απόβλητα μετά το ανωτέρω χρόνο επαφής είναι τουλάχιστον 0,15 mg/l.