• 1. Η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας – Θράκης τοποθετείται επί των άρθρων, με σχόλιο της σε κάθε άρθρο ξεχωριστά. Ως γενική τοποθέτηση, με βάση την εμπειρία και τη συνεχή διάθεση της Πολιτείας για αιφνιδιασμούς με αναίτιες απαγορεύσεις, όχι ασφαλώς μόνο της θήρας αλλά πολλών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, δηλώνουμε ότι η προστασία δεν επιτυγχάνεται με περιορισμούς αλλά κυρίως με τη συναίνεση, τη συνεργασία και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών. Επί του συγκεκριμένου προεδρικού διατάγματος, θεωρούμε πως η οικολογική αξία του υπό ίδρυση Εθνικού Πάρκου, είναι αποτέλεσμα της διαχρονικής αρμονικής συνύπαρξης των ανθρώπων που ζούνε, εργάζονται ή δραστηριοποιούνται σε αυτό, με το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Σκοπός επομένως θα έπρεπε να είναι η διαχείριση με τον ανθρώπινο παράγοντα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, και όχι η απομόνωση του Εθνικού Πάρκου από τον άνθρωπο, όπως επιχειρείται σε ορισμένες διατάξεις του υπό διαβούλευση Π.Δ. 2. Ο χάρτης του παραρτήματος του Π.Δ. χρησιμοποιεί υπόβαθρο χωρίς βασικές πληροφορίες όπως το κύριο, το επαρχιακό και το δευτερεύον οδικό δίκτυο, γεγονός που καθιστά αδύνατο τον ακριβή εντοπισμό των ορίων του υπό ίδρυση εθνικού πάρκου Αξιού και κατ’ επέκταση τη διατύπωση ορθών, αντικειμενικών και σαφών σχολίων, που θα πρέπει να είναι ο σκοπός κάθε αντίστοιχης δημόσιας διαβούλευσης. Εκτός αυτού εντοπίσαμε πιθανά λάθη. Στη ζώνη ΠΦΒ1 για παράδειγμα, η αποτύπωση των ορίων είναι προφανώς λανθασμένη, με δεδομένο το ότι τέμνει αγρούς στη μέση μοιράζοντάς τους σε δύο διαφορετικές ζώνες προστασίας. Τα ίδια ισχύουν και στην περιοχή των Αλυκών Κίτρους όπου δε διακρίνεται το κύριο και δευτερεύον οδικό δίκτυο και τα αρδευτικά κανάλια που οριοθετούν την προστατευόμενη περιοχή. Προτείνουμε επομένως να αποτυπωθούν τα όρια του υπό ίδρυση Εθνικού Πάρκου με σαφήνεια και να δοθεί η απαιτούμενη παράταση στη δημόσια διαβούλευση εφόσον γίνει αυτό. 3. Η διάκριση της «ορνιθοπανίδας» από την υπόλοιπη πανίδα στην περιγραφή του σκοπού του Π.Δ. Αξιού και η απόδοση προτεραιότητας στα πτηνά, συνιστά διαχρονικό περιβαλλοντικό ρατσισμό, ο οποίος μάλιστα έχει επικυρωθεί ακόμη και σε επίπεδο Ε.Ε., όπου υπάρχουν δύο οδηγίες, μία για τα πτηνά και μία για τους οικοτόπους Έχει θεσμοθετηθεί δηλαδή η αυθαίρετη διάκριση των πτηνών από τις άλλες ζωικές ομάδες, γεγονός που απαιτεί άμεση αναθεώρηση με δεδομένο το ότι, αντίκεται στις αρχές της επιστήμης και την έννοια της προστασίας της βιοποικιλότητας. Μεταφέρουμε ενδεικτικά το απόσπασμα από την εισαγωγή του κεφαλαίου «Ασπόνδυλα» όπως γράφεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας που φανερώνει τα τεράστια κενά που υπάρχουν στην αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης στην Ελλάδα στα ασπόνδυλα, ως τεκμηρίωση της παραπάνω διαπίστωσης: «Τα ασπόνδυλα αποτελούν τη μεγαλύτερη ζωική ομάδα, με πάνω από 1.000.000 είδη παγκοσμίως. Ο αριθμός των ειδών ασπόνδυλων που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα είναι περίπου 27.000, από τα οποία περίπου 4.000 είναι ενδημικά της Ελλάδας, δηλαδή υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα και πουθενά αλλού στον κόσμο. Υπολογίζεται όμως ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 15.000 είδη ακόμη που δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί. Οι ελλείψεις αυτές οφείλονται κυρίως στο ότι η πανίδα της Ελλάδας έχει μελετηθεί σποραδικά από ξένους κυρίως επιστήμονες και η βιβλιογραφία βρίσκεται διασπαρμένη σε πολλά μέρη και ορισμένες φορές σε δυσεύρετα περιοδικά. Ο αριθμός των ασπονδύλων της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλος σε σχέση με την έκτασή της. Σε μερικές ομάδες, όπως τα σαλιγκάρια και τα Ορθόπτερα (ακρίδες, τριζόνια, θαμνόγρυλλοι κ.ά.), ο αριθμός ειδών ανά τ. χλμ είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη. Αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ανάμεσα στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, στο γεγονός ότι οι παγετώνες δεν έφτασαν μέχρι την Ελλάδα αλλά δημιούργησαν περιοχές-καταφύγια για πολλά είδη στα ορεινά, στην ύπαρξη πολλών νησιών και τις συνεχείς αλλαγές της στάθμης της θάλασσας και στην καρστική φύση των πετρωμάτων, που έδωσε στην Ελλάδα τον μεγαλύτερο αριθμό σπηλιών στην Ευρώπη μετά την πρώην Γιουγκοσλαβία. Είναι επίσης άγνωστο πόσα και ποια είδη ασπονδύλων απειλούνται με εξαφάνιση. Από στοιχεία που προέρχονται από άλλες χώρες, είναι σίγουρο ότι τουλάχιστον το 10%, δηλαδή περίπου 2.000-3.000 είδη, κινδυνεύει να εξαφανιστεί τα επόμενα χρόνια αν δεν ληφθούν μέτρα για τη διατήρησή τους.» Γίνεται προφανές από τα παραπάνω πως ενώ εκτιμάται πως υπάρχουν 15.000 είδη ασπόνδυλων που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη στην Ελλάδα και ενώ επίσης εκτιμάται πως 2.000-3.000 είδη Ελληνικών ασπόνδυλων κινδυνεύουν να εξαφανιστούν τα επόμενα χρόνια αν δε ληφθούν μέτρα για τη διατήρησή τους, το ΥΠΕΝ, επιμένει να θεωρεί λανθασμένα ως προτεραιότητα τα πτηνά. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις χερσαίες εκτάσεις της χώρας όπου σε θεωρητικό μόνο επίπεδο επιδεικνύεται ιδιαίτερη σπουδή για τις προστατευόμενες περιοχές, ενώ διαπιστώνεται αδιαφορία για της υπόλοιπες περιοχές της χώρας, κάθε μία από τις οποίες έχει τη δική της περιβαλλοντική αξία. Η ανεξέλεγκτη συνεχής και προκλητικά ατιμώρητη ρύπανση νερού, εδάφους και ατμόσφαιρας, τόσο εντός όσο και εκτός προστατευόμενων περιοχών, μαζί με τα πρόστιμα για τη μη διαχείριση των αποβλήτων, αποδεικνύει αποτυχία στη θεσμική διαχείριση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας. Εκτιμούμε πως τα δύο παραπάνω παραδείγματα αποτυπώνουν την επί της αρχής λανθασμένη προσέγγιση που γίνεται θεσμικά σε ζητήματα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, γεγονός το οποίο είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει άμεσα. 4. Δεν ορίζονται με σαφήνεια οι φορείς οι οποίοι θα φέρουν σε πέρας συγκεκριμένες ενέργειες που προβλέπονται στις διατάξεις του υπό διαβούλευση Π.Δ., ούτε η προσδιορίζονται οι πηγές χρηματοδότησης τους, όπου αυτή είναι απαραίτητη. Επίσης, ενώ εκκρεμούν τα διαχειριστικά σχέδια όλων των περιοχών natura 2000, χωρίς κανέναν προφανή λόγο, το ΥΠΕΝ προχώρησε στη διαβούλευση του Π.Δ. Αξιού το οποίο αναφέρεται σε αυτά για όταν και εφόσον κατατεθούν, παραπέμποντας έτσι για άλλη μία φορά την προστασία ενός ιδιαίτερα σημαντικού οικοσυστήματος αόριστα στο μέλλον. Τα παραπάνω, έρχονται ως συνέχεια του νόμου 4519/2018 για τους φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, ο οποίος αφήνει όλα τα φλέγοντα ζητήματα (χρηματοδότηση, αρμοδιότητες, επιχειρησιακή δυνατότητα, ενίσχυση σε προσωπικό ποιοτικά και ποσοτικά, διατήρηση του υφιστάμενου προσωπικού και πολλά άλλα), ανοιχτά αντί να τα λύσει όπως θα περίμενε κανείς. Διατηρείται με αυτόν τον τρόπο η πλήρης έλλειψη σαφούς και ισχυρού θεσμικού πλαισίου που διέπει τη διαχείριση και την προστασία των προστατευόμενων περιοχών της χώρας, με αποτέλεσμα να θεωρείται βέβαιη η διατήρηση της ιδιαίτερα υποβαθμισμένης κατάστασης τους και στο μέλλον. Η χώρα πηγαίνει δηλαδή βήματα πίσω και όχι μπροστά με τις συγκεκριμένες πρακτικές στον τομέα της διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος, γεγονός ιδιαίτερα απογοητευτικό.