• Σχόλιο του χρήστη 'Βασιλική Καραβαγγέλη' | 1 Δεκεμβρίου 2018, 22:51

    Ο «Εθνικός Σχεδιασμός για την Ενέργεια και για το Κλίμα» ξεκινά θέτοντας ως «πρωταρχικό στόχο» την προστασία του περιβάλλοντος -δικαιώνοντας τη φράση «...και για το Κλίμα» στον τίτλο του- τονίζοντας την αναγκαία συμβολή της Ελλάδας, μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Παρισίων, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Στην πρώτη κιόλας παράγραφο (σελ.1) διαβάζουμε: «Στόχος είναι η βιώσιμη και αειφόρος ανάπτυξη...προστατεύοντας το περιβάλλον...συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». Πολύ σωστά, αυτός ακριβώς είναι ο στόχος. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ σε ολόκληρο το κείμενο των 220 σελίδων του Εθν. Ενεργ. Σχεδιασμού κάθε τόσο επαναλαμβάνεται ο «πρωταρχικός στόχος», η έγνοια για το περιβάλλον, ότι η χώρα πρέπει να πάψει να καίει ορυκτά καύσιμα και να στραφεί στις Α.Π.Ε., κ.τ.λ., ξαφνικά, ανάμεσα σε γενικολογίες και χωρίς ιδιαίτερες επεξηγήσεις, μέσα σε δυο-τρεις παραγράφους μας σερβίρεται η παραχώρηση της μισής Ελλάδας για έρευνες και εξορύξεις υδρογονανθράκων! Το σχέδιο έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων είναι εκτεταμένο και αφορά όλη τη δυτική και τη νότια Ελλάδα. Παρουσιάζεται πολύ συνοπτικά στην παράγραφο 4.5.3.: «Μέτρα πολιτικής για την ανάπτυξη εγχώριων ενεργειακών πηγών» (σελ.83). Επίσης γίνεται μια μικρή αναφορά σχετικά με την προσδοκώμενη παραγωγή πετρελαίου (σελ.29-30) -χωρίς κανένα στοιχείο για το πώς υπολογίζεται η ποσότητα αυτή- και μία εξίσου μικρή αναφορά στην παράγραφο 6.4/ ΠΠ4: «Ανάπτυξη εγχώριων ενεργειακών πηγών» (σελ.178), όπου διαβάζουμε ότι οι εξορύξεις υδρογονανθράκων αποτελούν «βασική προτεραιότητα»(...) Προφανώς οι συντάκτες του Εθνικού Σχεδιασμού για την Ενέργεια και για το Κλίμα μας εμπαίζουν. Ο «πρωταρχικός στόχος» της ενεργειακής πολιτικής είναι εντελώς ασύμβατος με τη «βασική προτεραιότητα» της, καθώς είναι γνωστό ότι η προστασία του περιβάλλοντος και η βιομηχανία πετρελαίου είναι έννοιες εντελώς αντίθετες. Η τυχόν υλοποίηση του πρωτοφανούς σχεδίου παραχώρησης θαλάσσιων και χερσαίων εκτάσεων σε πετρελαϊκές εταιρείες θα αλλοιώσει ή θα καταστρέψει ολοκληρωτικά το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον των νησιών του Ιονίου, της Κρήτης, της δυτικής και νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, της δυτικής Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου και, φυσικά, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και τις ανάγκες των καιρών, όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού στην εποχή μας γνωρίζουμε ότι η κλιματική αλλαγή προκαλείται από τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, που δημιουργούνται από την καύση υδρογονανθράκων. Ενώ η Ελλάδα -με τόση ηλιοφάνεια, τόσο αέρα και τόση αγροτική παραγωγή (για βιοκαύσιμα)- θα μπορούσε να είναι από τις πρώτες χώρες παγκοσμίως στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, ο ενεργειακός τομέας συνεχίζει να βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα και σ’ αυτό οφείλονται οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, οι οποίες, αν και μειώθηκαν, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα (σελ.12). Όταν όλο και περισσότερες χώρες εγκαταλείπουν τις εξορύξεις ή τις θέτουν εκτός νόμου (Ισπανία, Γαλλία), γιατί η Ελλάδα -που ήδη βιώνει τις συνέπειες των «ακραίων» καιρικών φαινομένων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή- παραχωρεί τις θάλασσες και τα βουνά στις πετρελαϊκές εταιρείες; Η βιομηχανία πετρελαίου είναι βαριά βιομηχανία με ολέθριες συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον ήδη από το στάδιο της «έρευνας». Οι έρευνες για υδρογονάνθρακες και οι τυχόν εξορύξεις εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους, οι οποίοι σκόπιμα αποσιωπούνται. Η μόλυνση των ακτών ή του υδροφόρου ορίζοντα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στη θαλάσσια ζωή, στη δημόσια υγεία και φυσικά στην οικονομία που σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στον τουρισμό, ο οποίος είναι προφανές ότι θα υποστεί τεράστιο πλήγμα στο καθόλου απίθανο ενδεχόμενο ενός ατυχήματος. Η πιθανότητα ατυχήματος είναι μεγάλη, αφενός επειδή αρκετές από τις εταιρείες, στις οποίες παραχωρούνται τεράστιες εκτάσεις, είναι ήδη υπεύθυνες για ένα σωρό πετρελαιοκηλίδες, αφετέρου επειδή σ’ ό,τι αφορά στις θαλάσσιες εξορύξεις, αυτές θα πρέπει να γίνουν σε πολύ μεγάλα βάθη, κάτι που όχι μόνο αυξάνει τον κίνδυνο κάποιας διαρροής, αλλά μειώνει και την ταχύτητα επέμβασης. Επίσης, το Γεωλογικό Ινστιτούτο Αθηνών έδωσε αρνητική γνωμοδότηση στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων Νότια και Νοτιοδυτικά της Κρήτης, ακριβώς γιατί οι περιοχές που παραχωρούνται βρίσκονται στο ελληνικό τόξο, την πιο σεισμογενή περιοχή της Ευρώπης. Πόσα είναι τα έσοδα του κράτους από τον τουρισμό; Τί απώλειες θα υπάρξουν από μία πετρελαιοκηλίδα στις ακτές της Κρήτης ή των νησιών του Ιονίου; Θα αποζημιωθούν οι κάτοικοι και οι επιχειρηματίες των περιοχών αυτών; Θα ήταν καλό να συγκρίνουμε τα μεγέθη αυτά με τα υποτιθέμενα κέρδη του κράτους από τη συμφωνία με τις πετρελαϊκές εταιρείες. Εκτός από τον τουρισμό, ποιές θα είναι οι συνέπειες (ζημιές, βλάβες, καταστροφές, κ.τ.λ.) σε άλλους τομείς, όπως στην αλιεία, στη γεωργία και στην κτηνοτροφία; Στη δημόσια υγεία; Δεν θα έπρεπε η τοπική κοινωνία να γνωρίζει τί ακριβώς διακυβεύεται, αν προχωρήσουν τα σχέδια για έρευνες και εξορύξεις υδρογονανθράκων; Συνοψίζοντας: για να πετύχουμε αυτό, που ο Εθνικός Σχεδιασμός για την Ενέργεια και για το Κλίμα θέτει ως «πρωταρχικό στόχο», δηλαδή «τη βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη, προστατεύοντας το περιβάλλον και συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής», θα πρέπει η ενέργεια να παράγεται 100% από ΑΠΕ, με σεβασμό στο φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον, συνεισφέροντας έτσι στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στη διάσωση του πλανήτη μας (ΑΠΕ δεν σημαίνει απαραίτητα ολόκληρα βουνά με ανεμογεννήτριες, χωρίς μελέτη, χωρίς συντήρηση). Ταυτόχρονα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, είναι αναγκαία η σταδιακή αλλά οριστική απεξάρτηση από το λιγνίτη και, φυσικά, το προφανές: η άμεση ακύρωση του προγράμματος για την έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων, καθώς και η απαγόρευση των εξορύξεων -ακολουθώντας το παράδειγμα της Ισπανίας- γιατί μόνον έτσι προστατεύουμε το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία και διαφυλάσσουμε τη φυσική και την πολιτισμική μας κληρονομιά.