• Σχόλιο του χρήστη 'Πρωτοβουλία Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων' | 2 Δεκεμβρίου 2018, 15:41

    Το παρόν σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επιφανειακή οικονομική μελέτη για την προσαρμογή στις πολιτικές της ΕΕ αναφορικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και την επέλαση των ΒΑΠΕ (βιομηχανικής κλίμακας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) στην αγορά ενέργειας. Ο προωθούμενος «εθνικός σχεδιασμός ενέργειας και κλίματος» (ΕΣΕΚ) αποτελεί μια απόπειρα να δοθεί απάντηση σε δυο μεγάλες θεματικές: α. την προστασία του περιβάλλοντος β. την ανάπτυξη της αγοράς ενέργειας. Τα δυο αυτά ζητήματα δεν μπορούν να αναλυθούν και απαντηθούν ταυτόχρονα, παράλληλα, και συμπληρωματικά καθώς η ουσιαστική αντιμετώπιση του ενός αναπόφευκτα απαιτεί την ουσιαστική εγκατάλειψη του άλλου. Ο ΕΣΕΚ προσπαθεί να ξεπεράσει αυτή τη θεμελιακή αντίφαση μέσω της υπαγωγής του περιβάλλοντος στο ζήτημα της αγοράς ενέργειας. Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο υποτιμά και προτείνει ανεπαρκέστατες «λύσεις» για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά διαστρεβλώνει πλήρως τι συνιστά περιβάλλον καθώς το προσεγγίζει από τη μόνη σκοπιά που μπορεί η αγορά να το προσεγγίσει: αυτή που όλα αποτελούν εμπορεύματα. Έτσι, για παράδειγμα, η ρύπανση στον ΕΣΕΚ μετατρέπεται σε ρύπους-εμπορεύματα. Στο περιθώριο, στο κεφάλαιο 6, παράρτημα ΠΠ4 αναφέρεται στην ανάπτυξη των εγχώριων πηγών ενέργειας και καταλήγει στην πολιτική προτεραιότητα των νέων λιγνιτικών μονάδων καθώς και εξορύξεων πετρελαίων. Η τραγική αντίφαση του σχεδίου για την “πράσινη ενέργεια” και την βρώμικη “καβάτζα” των υδρογονανθράκων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ασφάλεια εφοδιασμού, όπως απλά αναφέρεται. Κρύβει πίσω της τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών και του διεθνούς κεφαλαίου που εκτός των πολυάριθμων αγωγών φυσικού αερίου που θα διασχίζουν την χώρα, ευελπιστούν και στα υπερκέρδη των εξορύξεων. Οπωσδήποτε η απανθρακοποίηση πρέπει να συνεχιστεί, ήδη στα χρόνια λειτουργίας των πολλών λιγνιτικών μονάδων έχει θρηνήσει η χώρα αρκετές ζωές, όπως τα παραδείγματα της Κοζάνης και της Φλώρινας που σημειώθηκε σημαντική επιδείνωση της δημόσιας υγείας. Στο «πράσινο» αφήγημα που υφαίνει ο ΕΣΕΚ, η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων εισάγεται ως ξένο και άτοπο στοιχείο καθώς έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με τους διακηρυγμένους στόχους περί μείωσης ρύπων, διείσδυσης ΑΠΕ κλπ. Σαφώς, η εισαγωγή τους γίνεται στα πλαίσια της προσπάθειας να «καλυφθούν» όλα τα εταιρικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στον ελλαδικό χώρο. Παράλληλα, επιχειρείται να γίνει φιλολογικός διαχωρισμός του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που θα το αντικαταστήσει ως πηγή ενέργειας και θα μειώσει την εξάρτηση απ’αυτό. Απορρίπτουμε τον ψευδή διαχωρισμό μεταξύ «καλών» και «κακών» υδρογονανθράκων και εναντιωνόμαστε σε κάθε έρευνα-εξόρυξη. Το σχέδιο δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το περιβάλλον – βιωσιμότητα οικοσυστημάτων – ούτε καν για την δημόσια υγεία, τις επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες όπου γίνονται οι εγκαταστάσεις, ενώ στοιχηματίζει στο φαντασιακό σενάριο της πλήρους διείσδυσης των ΒΑΠΕ χωρίς καν να αναφέρει τα μέχρι τώρα αποτελέσματα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο που διαψεύδουν τις συγκεκριμένες προβλέψεις. Ηδη έχουν δημιουργηθεί εδώ και 10 χρόνια τοπικά κινήματα για την συνεχόμενη υποβάθμιση / καταστροφή των οικοσυστημάτων στις περιοχές των αιολικών πάρκων, υπάρχουν δεκάδες προσφυγές στην δικαιοσύνη αλλά το ΕΣΕΚ τα αγνοεί. Η σχετική ταύτιση της καταστροφής του περιβάλλοντος με την εκπομπή αέριων ρύπων καταλήγει να απενοχοποιεί διαδικασίες παραγωγής ενέργειας οι οποίες έχουν πολλαπλές αρνητικές επιδράσεις. Στο όνομα αυτής της ψευδούς ταύτισης και μέσω της εργαλειακής χρήσης της στοχοθεσίας για μείωση των εκπομπών προωθούνται μεγάλα έργα βιομηχανικών ΑΠΕ (ΒΑΠΕ) και χτίζεται ένα αφήγημα όπου η επέλαση των ΒΑΠΕ και η ραγδαία αύξηση του ποσοστού τους θα λειτουργήσουν ανασταλτικά στην κλιματική αλλαγή και περιβαλλοντική καταστροφή. Οι στόχοι που θέτει ο ΕΣΕΚ ως το 2030 για την διείσδυση των ΑΠΕ στην παραγωγή-κατανάλωση ενέργειας κρίνονται ως προπαγανδιστικό σενάριο, το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί ακόμη και σε οικονομίες με πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη αντίστοιχης δραστηριότητας. Η στοχοθεσία εδώ έρχεται να λειτουργήσει ως άλλοθι για ακόμη μεγαλύτερες επιδοτήσεις προς τις εταιρείες ΒΑΠΕ στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης». Αυτό το σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα στην Ελλάδα, είναι ανεπαρκές. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί αξιόπιστη βάση για την διαχείριση της ενέργειας και του περιβάλλοντος στα επόμενα χρόνια ως το 2030 όπως αναφέρει στους στόχους του. Η εμφάνιση των στόχων του ΕΣΕΚ με γνώμονα το γενικό συμφέρον, υποκρύπτουν την κατεύθυνση στην οποία κινούνται: αυτή των εταιρικών και κρατικών συμφερόντων. Ενώ ο ΕΣΕΚ θέτει στόχο για μείωση της τελικής ζήτησης κατά 30% ως το 2030, ταυτόχρονα αναγνωρίζει πως η ζήτηση στη βιομηχανία θα αυξηθεί κατά 16% και επομένως η «αναγκαία μείωση στη ζήτηση» θα πρέπει να καλυφθεί από τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, για την οποία υπάρχει η παραδοχή πως εν έτει 2018 το 30% δε θα μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες θέρμανσης του. Αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα «καλών πρακτικών» σε καθημερινό επίπεδο απ’ όλους μας στα πλαίσια των πραγματικών μας αναγκών. Ωστόσο, ταυτόχρονα χρειάζεται να αντιμετωπιστεί ο κύριος υπεύθυνος για την ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση: η παγκόσμια λειτουργία της αγοράς και των ιδιωτικών και κρατικών συμφερόντων που υπερσυσσωρεύουν-υπερπαράγουν-υπερκαταναλώνουν στο εσωτερικό της. Ένας σχεδιασμός για την διαχείριση της ενέργειας και του περιβάλλοντος – από εμάς, για εμάς –θα πρέπει να λάβει υπόψη τα εξής: Προσδιορισμός πραγματικών αναγκών ενέργειας σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Όχι στην εμπορευματοποίηση στην ενέργειας. Οικολογικό αποτύπωμα κάθε εγκατάστασης (συμβατικής ή ανανεώσιμης) – προτεραιότητα στην βιωσιμότητα του οικοσυστήματος (τοπική/εθνική κλίμακα). Συνολικά οφέλη για τις κοινότητές μας και όχι το εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο. Όχι στον σχεδιασμό διέλευσης “διεθνών” αγωγών που εξυπηρετούν ιδιωτικά συμφέροντα. Στήριξη των στόχων – ως κομμάτι της συνολική προστασίας του περιβάλλοντος, και όχι μονομερώς – για την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και της παγκόσμιας προειδοποίησης για το όριο του 1,5oC αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, Απανθρακοποίηση στο εκάστοτε μέγεθος ασφάλειας εφοδιασμού. Καμία εξόρυξη υδρογονανθράκων στην χώρα. Απεξάρτηση από τα υγρά και ορυκτά καύσιμα με σχεδιασμό και ανάπτυξη τεχνολογιών και κυρίως μεταφορών, φιλικών προς το περιβάλλον. Περισσότερα για την τις θέσεις της Πρωτοβουλίας Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις των υδρογονανθράκων στην σελίδα : https://ath-stop-mining.blogspot.com/ Πρωτοβουλία Αθήνας ενάντια στις εξορύξεις υδρογονανθράκων Παρέμβαση στη δημόσια διαβούλευση για τον «εθνικό σχεδιασμό για την ενέργεια και το κλίμα» (προτάσεις) Α. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει συντελεστεί ένας ριζικός μετασχηματισμός του ενεργειακού τοπίου της χώρας. Με την εξαίρεση κάποιων σχεδίων που αποσύρθηκαν (κατασκευή 7 μονάδων Η/Π με εισαγόμενο λιθάνθρακα) ή ακυρώθηκαν στην πράξη (σχέδιο «Ήλιος», για την κατασκευή Φ/Β 10.000 MW σε δημόσιες - δημοτικές εκτάσεις, φράγμα Αγίου Νικολάου στον Άραχθο κλπ.) ή καθυστερεί η υλοποίησή τους (φράγματα Μεσοχώρας και Συκιάς στον Αχελώο), έχει ολοκληρωθεί ή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη: Η ορμητική είσοδος του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, με την κατασκευή πληθώρας νέων μονάδων. Η (πολλαπλή) φραγματοποίηση των μεγάλων ποταμών, αλλά και τεράστιου αριθμού υδατορρευμάτων. Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη βιομηχανικού τύπου ΑΠΕ, κυρίως αιολικών και Φ/Β. Η δραματική συρρίκνωση του έργου της (πρώην) κρατικής ΔΕΗ, η σταδιακή ιδιωτικοποίησή της και ο περιορισμός του όποιου δημόσιου ελέγχου μπορεί να διασφαλίσει η συνεχώς μειούμενη συμμετοχή του δημοσίου στη μετοχική της σύνθεση. Η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Η μετατροπή ολόκληρης της Δυτικής και Νοτιοδυτικής Ελλάδας -σχεδόν του 1/3 της χερσαίας και θαλάσσιας επικράτειας- σε πεδίο έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων. Η «αξιοποίηση» της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας για τη διέλευση διακρατικών αγωγών μεταφοράς υδρογονανθράκων -κυρίως, φυσικού αερίου- (TAP, IGB, IGI, EastMed, South Stream κλπ.) και καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (EuroAsia Interconnector), για την τροφοδοσία του πυρήνα των ισχυρών βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης. Β. Η εξέλιξη αυτή στηρίχθηκε στις ευρωπαϊκές πολιτικές για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στην κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων για την οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας. «Πάτησε» και «πατά» στο έδαφος της συνεχιζόμενης αύξησης -με ραγδαίους ρυθμούς- της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, που το ίδιο το σύστημα επιδιώκει και προκαλεί, αξιοποιώντας το γεγονός ότι το αφήγημα της ανάπτυξης, εξακολουθεί -δυστυχώς- να έχει θετικό πρόσημο για το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων κοινωνιών. Στην πράξη, όμως, αποδεικνύεται ότι η παραπάνω εξέλιξη έχει αρνητικά αποτελέσματα και αφήνει πίσω της νέες «πληγές». Εξαλείφεται κάθε περιθώριο αυτονομίας στη χάραξη της εθνικής πολιτικής για την ενέργεια, εντείνεται η εξάρτηση, επιτείνεται ο συγκεντρωτισμός και στραγγαλίζονται οι δυνατότητες περιφερειακών και τοπικών πρωτοβουλιών, μονιμοποιείται η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, καθίσταται αδύνατος ο δημόσιος έλεγχος, εκποιούνται κοινά αγαθά, όπως το νερό, πολλαπλασιάζονται τα περιβαλλοντικά προβλήματα, δημιουργούνται προβλήματα πρόσβασης και κόστους στην παροχή υπηρεσιών ενέργειας. Η τάση αυτή πρέπει να ανακοπεί και να υπάρξει αναπροσανατολισμός του σχεδιασμού, με μέτρα άμεσης εφαρμογής, αλλά και μέτρα που θα εφαρμοστού σε βάθος χρόνου, συνδυασμένα -αναπόφευκτα- με γενικότερες αλλαγές στην οικονομία και στο πολιτικό σύστημα. Γ. Το κείμενο του «εθνικού σχεδιασμού για την ενέργεια και το κλίμα» τίθεται σε μια χρονικά περιορισμένη και ανεπαρκή δημόσια διαβούλευση, αφού έχουν συντελεστεί οι αλλαγές που προαναφέρθηκαν. Αντί να τις αμφισβητήσει, τις επικυρώνει, τις παγιώνει και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω επέκτασή τους, στην ίδια -πάντα- κατεύθυνση. Τον προσχηματικό χαρακτήρα του διαλόγου τον αποδεικνύει και η επιλογή για την εκτεταμένη έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων, επιλογή προφανώς αναντίστοιχη -ακόμη και σε επίπεδο λόγων- με το υποτιθέμενο ενδιαφέρον για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής. Διαπιστώνουμε, γενικότερα, τη συχνή επίκληση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και την εργαλειακή χρήση των σχετικών επιχειρημάτων, προκειμένου να προωθηθούν συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια περισσότερο, παρά ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Γι αυτό δεν μας προξενεί εντύπωση η απουσία μιας συστηματικής και πειστικής εξήγησης για το φαινόμενο της δραματικής αύξησης της ζήτησης ενέργειας και των αιτιών που την προκαλούν, την οποία δεν μπορεί να υποκαταστήσει η επαναλαμβανόμενη αναφορά στα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας. Το ίδιο υποψιασμένους μας βρίσκει το γεγονός ότι δεν αξιολογείται όσο πρέπει η αδυναμία κάλυψης -σε ουσιαστικά μετρήσιμο ποσοστό- αυτής της ζήτησης από τις παντοειδείς μορφές ΑΠΕ, παρά το βίαιο και επιθετικό τρόπο με τον οποίο προωθούνται και παρά την ολοφάνερη νομική και οικονομική στήριξη που απολαμβάνουν. Αποδεικνύεται, έτσι, περίτρανα ότι πολιτικές διαφοροποίησης του ενεργειακού μείγματος, σε όφελος πραγματικά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μπορούν να παράξουν ουσιαστικά αποτελέσματα μόνο μέσα σε περιβάλλον σταθεροποίησης και σταδιακής μείωσης της ζήτησης ενέργειας. Το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής καθεαυτό και -περισσότερο- τα μέτρα για την υποτιθέμενη αντιμετώπισή του διαφοροποιεί κράτη, πολιτικές δυνάμεις, κινήματα και πολίτες. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις της κάθε πλευράς αναπτύσσονται σε μια ευρεία γκάμα, γεγονός που κάνει εξαιρετικά δύσκολη κάθε προσπάθεια κατάταξης στις κατηγορίες αυτών που αποδίδουν πρωτεύουσα σημασία στην κλιματική αλλαγή και αυτών που, ουσιαστικά, την αρνούνται ή την αγνοούν. Η εμπλοκή μεγάλων οικονομικών συμφερόντων σε, φαινομενικά, αντιπαραθετικούς σχεδιασμούς -ξεχωριστά ή και παράλληλα, ανάλογα με τις προτεραιότητές τους- το επιβεβαιώνει. Τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα και, αναπόφευκτα, ο σχετικός διάλογος θα πρέπει να συνεχιστεί, απαλλαγμένος από θεολογικού τύπου αφορισμούς σε «καλούς» και «κακούς» ή σε αυτούς που ενδιαφέρονται για το μέλλον του πλανήτη και σε αυτούς που αδιαφορούν, απ’ όπου κι αν αυτοί οι αφορισμοί προέρχονται. Δ. Τα παραπάνω δεν μας εμποδίζουν σε τίποτα να τοποθετούμαστε, ανεπιφύλακτα, κατά του φαινομένου του εξορυκτισμού, ιδιαίτερα όταν σχετίζεται με τα ορυκτά καύσιμα (κάρβουνο και υδρογονάνθρακες), καθώς, ανεξάρτητα από το μέγεθος της συμβολής τους στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και στην κλιματική αλλαγή, μια ευρεία γκάμα επιπτώσεων σε τοπικό και πλανητικό επίπεδο υπεραρκεί για κάτι τέτοιο. Οι ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία και στο περιβάλλον, οι συνέπειες των συχνών ατυχημάτων, η επιβολή «μονοκαλλιέργειας» στις τοπικές και περιφερειακές οικονομικές δραστηριότητες, η απώλεια θέσεων και ευκαιριών απασχόλησης, η ραγδαία εξάντληση -μέσα σε λίγα χρόνια- φυσικών πόρων που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργηθούν, το φαινόμενο της ερημοποίησης και της μετακίνησης πληθυσμών, οι γεωπολιτικές αναταράξεις και ο πανταχού παρών κίνδυνος της πολεμικής ανάφλεξης, η δημιουργία προϋποθέσεων για τη διαιώνιση του «μύθου» της ανάπτυξης και της συνακόλουθης αύξησης της ζήτησης ενέργειας είναι ορισμένες από αυτές τις επιπτώσεις. Η επέκταση της χρήσης του φυσικού αερίου -και, μάλιστα, κατά προτεραιότητα- στην ηλεκτροπαραγωγή, σαν πιο «φιλικού» ορυκτού καυσίμου, δικαιολογείται με το επιχείρημα της μετάβασης και της σταδιακής απεξάρτησης από το κάρβουνο και το πετρέλαιο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για επιλογή αντιμετώπισης της διαλείπουσας παροχής ενέργειας από τις ΒΑΠΕ, που αδυνατούν να εγγυηθούν την αδιάλειπτη παροχή ενέργειας και την ασφάλεια του συστήματος. Για το λόγο αυτό, πέρα από τα έσοδα από την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν οι μονάδες φυσικού αερίου, επωφελούνται και από μια, καθόλου ευκαταφρόνητη, επιδότηση, λόγω της ένταξής τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας ισχύος. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η έκδοση άδειας παραγωγής για μια νέα (την τρίτη) μονάδα φυσικού αερίου, στο ενεργειακό κέντρο της Αντίκυρας Βοιωτίας, στις εγκαταστάσεις παραγωγής αλουμινίου και αλουμίνας του ομίλου Μυτιληναίου; Θεωρούμε ότι κεντρικό πρόβλημα, τώρα και στο μέλλον, θα πρέπει να αποτελεί ο έλεγχος της ζήτησης ενέργειας και η ανάσχεση της τάσης κατασπατάλησης μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων και όχι οι τεχνικές κάλυψης των κάθε φορά αναγκών. Χρειάζεται λελογισμένη χρήση των διαθέσιμων πηγών ενέργειας, με βάση το μέγεθός τους, τις επιπτώσεις της χρήσης τους, τους ρυθμούς αξιοποίησής τους και το κόστος τους. Δηλώνουμε τη θετική μας προδιάθεση απέναντι σε πραγματικά ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αξιοποιώντας το σύνολο των διαθέσιμων τεχνικών και όχι μόνο αυτών που είναι εμπορικά εκμεταλλεύσιμες ή προσφέρονται για μεγαλύτερη κερδοφορία. Εννοείται, μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν θα επιτρέπει τη δημιουργία νέων περιβαλλοντικών ή άλλων προβλημάτων και με την αναγκαία προϋπόθεση του ελέγχου της ζήτησης, όπως προαναφέρθηκε. Δε θεωρούμε οικολογική επιλογή την εκτεταμένη «φραγματοποίηση» των ποταμών και των υδατορρευμάτων για την παραγωγή ενέργειας, με πιο ακραία την εμμονή στην ολοκληρωτική μετατροπή του Αχελώου σε άθροισμα τεχνητών λιμνών, μέσω της κατασκευής νέων φραγμάτων και ΥΗΕ στον άνω ρου του Αχελώου (από τη ΔΕΗ, στη Μεσοχώρα και στη Συκιά) και στο μέσο ρου και στην κοιλάδα του Αχελώου (από την ΤΕΡΝΑ), που έρχονται να προστεθούν στα προϋπάρχοντα ΥΗΕ του Ταυρωπού, των Κρεμαστών, του Καστρακίου και του Στράτου. Πέραν των σοβαρών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τα έργα αυτά -είτε πρόκειται για τη ΔΕΗ, είτε για την πληθώρα των εμπλεκομένων ιδιωτικών εταιρειών- έχουν ανοίξει ένα τεράστιο θέμα ιδιοποίησης και ελέγχου του νερού, ενός από τα πολυτιμότερα κοινά αγαθά. Η ενίσχυση δικτύων μικρής κλίμακας για την τοπική παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, σε συνδυασμό με μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας σε όλο το φάσμα -και όχι μόνο στις κτηριακές υποδομές- μπορούν να αποτελέσουν μέσο ανακούφισης και μερικής αποσυμφόρησης των συνεπειών του συγκεντρωτισμού και των μεγάλων δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να εξεταστεί η νομοθεσία και τα μέτρα για τους ενεργειακούς συνεταιρισμούς και την ενεργειακή αυτονομία των νησιών, για παράδειγμα, ώστε να εξυπηρετούν πραγματικές συλλογικές ανάγκες και όχι τις κερδοσκοπικές επιδιώξεις που εμφιλοχωρούν. Η αναφορά στην μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο, μέσω της παραχώρησης «διαδρόμων» για την κατασκευή διακρατικών υποδομών μεταφοράς υδρογονανθράκων και ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελεί άλλο ένα επικοινωνιακό κατασκεύασμα, αφού αυτή απορρέει κυρίως από τη γεωγραφική θέση της χώρας και από τις επιδιώξεις των τελικών αποδεκτών τους και, επιπλέον, οδηγεί σε μεγέθυνση της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής εξάρτησης της χώρας. Ε. Το σχέδιο της εκτεταμένης εξόρυξης υδρογονανθράκων, στο σύνολο, σχεδόν, της Δ και ΝΔ χερσαίας και θαλάσσιας επικράτειας της χώρας, αποτελεί μια καταστροφική επιλογή και το «κερασάκι στην τούρτα» στο ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού τοπίου, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Πέρα από τις αδιαμφισβήτητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και την αναμενόμενη πλήρη αλλοίωση των κοινωνικο-οικονομικών χαρακτηριστικών αυτών των περιοχών, δεν τεκμηριώνεται η ενεργειακή σκοπιμότητα του σχεδίου. Σχετίζεται, περισσότερο, με τις ενεργειακές επιδιώξεις υπερεθνικών σχηματισμών -όπως η ΕΕ, για παράδειγμα- και ελάχιστα έως καθόλου με την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Ο γενικός, αόριστος και «ξεκάρφωτος» τρόπος με τον οποίο η επιλογή αυτή εντάσσεται στον υπό διαβούλευση νέο «εθνικό σχεδιασμό για την ενέργεια και το κλίμα» το αποδεικνύει. Αν κάτι υπηρετεί, αυτή είναι η προσδοκία κάποιων οικονομικών ανταλλαγμάτων, που θα μπορούσαν να μετριάσουν τα τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας. Είμαστε εξαιρετικά δύσπιστοι απέναντι στις οικονομικές προβλέψεις του «λόμπι» των πετρελαίων, θεωρούμε αβέβαιο το οικονομικό αποτέλεσμα και, κατά συνέπεια, εξαιρετικά παρακινδυνευμένη και επιπόλαιη κίνηση ακόμη και την παραμικρή σκέψη για την υιοθέτηση του συγκεκριμένου σχεδίου. 24.11.2018