• Σχόλιο του χρήστη 'Γεώργιος Παπαρσένος' | 3 Δεκεμβρίου 2018, 13:48

    Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα – Ανάγκη αναθεώρησης Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα καλύπτει την περίοδο μέχρι το 2030 και αποτελεί υποχρέωση της χώρας μας με βάση την κοινοτική νομοθεσία. Ένα τέτοιο σχέδιο που αφορά στον ενεργειακό τομέα πρέπει να στοχεύει αφ’ ενός στην κάλυψη των αναγκών του τομέα και αφ΄ετέρου, μέσω αυτής, στην γενικότερη ανάπτυξη και ευημερία της χώρας. Με αυτή την διπλή στόχευση, το κριτήριο επιλογής και ιεράρχησης των εναλλακτικών επιμέρους ενεργειακών δράσεων και κατά συνέπεια της εθνικής ενεργειακής στρατηγικής δεν μπορεί να είναι η ελαχιστοποίηση του κόστους για την χώρα, όπως το προς διαβούλευση σχέδιο προτείνει με την υιοθέτηση του ενεργειακού μοντέλου TIMES-GR, αλλά η μεγιστοποίηση του μακροχρόνιου καθαρού οφέλους (όφελος μείον κόστος) για την χώρα ή προτιμότερο, επειδή οι πόροι (χρηματικοί, ανθρώπινοι, και άλλοι) που πρέπει να διατεθούν για την εφαρμογή του σχεδίου είναι εξαιρετικά περιορισμένοι, η μεγιστοποίηση της μακροχρόνιας σχέσης (λόγου) του καθαρού οφέλους προς το κόστος της χώρας, που απεικονίζει την απόδοση στην χρήση των επί μέρους πόρων. Αναμφισβήτητα ο υπολογισμός του καθαρού οφέλους απαιτεί περισσότερη προσπάθεια για τον σχεδιασμό αλλά σε συσχέτιση με το κόστος οδηγεί σε ασφαλέστερες και ορθολογικότερες αποφάσεις. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής η επισήμανση της Διεθνούς Οργάνωσης Ενέργειας στην επισκόπηση του ενεργειακού τομέα της Ελλάδος (Οκτώβριος 2017) για ένα κάποιο έλλειμμα μελετών κόστους – οφέλους προκειμένου να υποστηριχθούν αποφάσεις στον ενεργειακό τομέα. Η επέκταση του κριτηρίου της μεγιστοποίησης του μακροχρόνιου λόγου του «καθαρού οφέλους προς το κόστος» της χώρας στο σύνολο των τομέων της χώρας, πέραν του ενεργειακού, θα βοηθούσε στην ορθολογικότερη εν γένει κατανομή των προς διάθεση πόρων της χώρας. Η προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η συνακόλουθη με αυτή προσαρμογή του ενεργειακού συστήματος έχει χρονικό ορίζοντα μέχρι το τέλος του αιώνα. Είναι επίσης αποδεκτό ότι πρέπει μέχρι το 2050 να έχουμε πετύχει το σημαντικότερο μέρος της προσαρμογής, προσδιορισμένο στη βάση συγκεκριμένων στόχων. Ήδη είναι σε εξέλιξη ένας τέτοιος διάλογος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την αυστηρότητα των στόχων για το 2050 λαμβάνοντας υπόψιν τις απαιτήσεις της Συμφωνίας των Παρισίων για το Κλίμα για αποτροπή αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη ευλόγως κάτω των 2 o C. Συνεπώς ο στρατηγικός σχεδιασμός στον ενεργειακό τομέα πρέπει να εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι το 2050 και σε συμβατότητα με αυτόν πρέπει να διατυπωθεί σχεδιασμός λεπτομερέστερος σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα μέχρι το 2030 που αποτελεί την υποχρέωση στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Αντίθετα, το υπό διαβούλευση σχέδιο παρουσιάζει μια σειρά ενεργειακών δράσεων μέχρι το 2030 και απλώς επεκτείνει την επίδραση των δράσεων αυτών μέχρι το 2040. Επιπρόσθετα, παρά τις γενικόλογες αναφορές στο κείμενο, δεν παρουσιάζει συστηματικά κάποια οργανική συνοχή και ιεράρχηση μεταξύ των δράσεων αυτών αλλά ούτε τους απαιτούμενους πόρους και τη δομική οργάνωση και διαχείρισή τους για την επιτυχή υλοποίηση του συνολικού κύκλου κάθε δράσης, όπως και τα ενεργειακά και κλιματικά αποτελέσματα κάθε δράσης σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της για την χώρα, άμεσες και έμμεσες. Ακόμα και μια προκαταρκτική ιεράρχηση, που προκύπτει από την συσσωρευθείσα εμπειρία ανάλυσης και εφαρμογής ενεργειακών στρατηγικών και πολιτικών διεθνώς, ανεξάρτητα αν αναφερόμαστε σε μέτρα, έργα, πολιτικές ή στρατηγικές λείπει (π.χ. πρώτα εξοικονόμηση ενέργειας και διαχείριση ενέργειας, μετά ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αποκεντρωμένη / κατανεμημένη παραγωγή και στο τέλος καθαρότερα συμβατικά καύσιμα και νέες υποδομές σε αυτά, για να αποφευχθούν περιθωριοποιημένα πάγια στο μέλλον. Για τους ανανεώσιμους πόρους, σε συνέχεια βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, πρώτα άμεση χρήση τους σε μορφή ενέργειας που προσιδιάζει με την κάλυψη της ανάγκης (θερμική άνεση, οπτική άνεση, επικοινωνία, μετακίνηση, διεργασία παραγωγής, κλπ), με αποφυγή ενδιάμεσων μετατροπών ενέργειας και μετά αποδοτική χρήση του ηλεκτρισμού που παράγεται από ανανεώσιμο πόρο στους τομείς της παραγωγής / χρήσης θερμότητας, των μεταφορών και της βιομηχανίας. Για τα καθαρότερα συμβατικά καύσιμα μια προκαταρκτική ιεράρχηση, όπως για τους ανανεώσιμους πόρους, ανωτέρω). Το έλλειμμα αυτό δημιουργεί ισχυρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του σχεδίου, ειδικά όταν κάποιες υφιστάμενες δράσεις, που προτείνεται να επαναληφθούν, δεν έχουν επιφέρει μέχρι σήμερα τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αναμφίβολα, στο σχέδιο διατυπώνονται ορισμένες κατευθύνσεις πολιτικής από τις οποίες προσδοκάται βελτίωση ορισμένων δράσεων. Η παρουσίαση ενός και μόνο βασικού σεναρίου δράσεων χωρίς εναλλακτικά σενάρια, όπως και η μη παρουσίαση αποτελεσμάτων από αναλύσεις ευαισθησίας στην διακύμανση κάποιων βασικών παραμέτρων που επηρεάζουν το εθνικό ενεργειακό σύστημα, δημιουργούν εύλογες απορίες και αμφιβολίες. Στο σχέδιο παρέχονται στοιχεία ότι οι προτεινόμενες δράσεις θα καλύψουν τους ενεργειακούς στόχους της χώρας για το 2030, που απαιτούνται από την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ορισμένοι όμως από τους στόχους προσδιορισμένοι με τις συνθήκες του 2005 ή του 2007, λόγω της κρίσης της χώρας και την συνακόλουθη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσής της, έχουν καταστεί εξαιρετικά χαλαροί και επί της ουσίας ακατάλληλοι, ανεξάρτητα από την ανάγκη τυπικής αναφοράς τους. Από τα αναλυτικά στοιχεία που παρατίθενται στο σχέδιο δημιουργούνται ισχυρές επιφυλάξεις για την συμμόρφωσή του με την συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα, που έχει τεθεί σε ισχύ τόσο από την χώρα μας όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χαμηλή εξοικονόμηση ενέργειας σε συνδυασμό με την υψηλή συμμετοχή του πετρελαίου στην συνολική ενεργειακή κατανάλωση της χώρας για τα έτη 2030 και 2040, σύμφωνα με το σχέδιο, δεν συνάδουν με σενάρια ενεργειακών πολιτικών για την συμμόρφωση με την συμφωνία των Παρισίων, που δημοσιεύονται από διεθνείς οργανισμούς, όπως η Διεθνής Οργάνωση Ενέργειας. Για παράδειγμα το σχέδιο εκτιμά εξοικονόμηση της συνολικής ακαθάριστης εγχώριας ενεργειακής κατανάλωσης κατά 5,6 % και 2,6 %, το 2030 και το 2040, αντίστοιχα, έναντι εκείνης για το 2016, ενώ σενάρια πολιτικών συμμόρφωσης με την συμφωνία των Παρισίων εκτιμούν, αντίστοιχα, εξοικονόμηση άνω του 10 % και περί το 20 %. Ομοίως το σχέδιο εκτιμά συμμετοχή του πετρελαίου στην συνολική ακαθάριστη εγχώρια ενεργειακή κατανάλωση για τα έτη 2030 και 2040, αντίστοιχα, στα επίπεδα του 40 %, ενώ σενάρια ενεργειακών πολιτικών για την συμμόρφωση με την συμφωνία των Παρισίων εκτιμούν την επιθυμητή συμμετοχή στο ήμισυ ή χαμηλότερα. Οι αποκλίσεις είναι πολύ μεγάλες και πρέπει να τεκμηριωθούν. Εμπλουτισμός του σχεδίου με πειστικά υποστηρικτικά στοιχεία θα περιορίσει την όποια αμφιβολία για την αξιοπιστία του. Στην βάση των ανωτέρω, η παρουσιαζόμενη σημαντική αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τα έτη μέχρι το 2030 και 2040 ενδεχομένως να υπολείπεται σημαντικά της ενδεδειγμένης τελικά αύξησης (που μπορεί να φθάσει και σε διπλασιασμό ακόμα των αναφερομένων τιμών εγκατεστημένης ισχύος το 2030). Το αναφερόμενο μέγεθος της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ορθολογική ένταξη των διακοπτόμενων ανανεώσιμων πηγών (ηλιακή φωτοβολταϊκή, αιολική), φαίνεται να υπολείπεται σημαντικά από το απαιτούμενο μέγεθος που προκύπτει από σχετικές διεθνείς μελέτες και πρέπει να τύχει επανεξέτασης, όπως και περαιτέρω ανάλυσης ως προς το μίγμα και τα τεχνικά χαρακτηριστικά (ειδικά της ηλεκτρικής ισχύος εκφόρτισης) των τεχνολογιών που θα αξιοποιηθούν (αντλιοταμίευση, στατές και κινητές μπαταρίες, άλλες τεχνολογίες). Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, επιπρόσθετα της εξοικονόμησης ενέργειας και της μείωσης του πετρελαίου έναντι συμβατικών αυτοκινήτων, μπορούν να συνεισφέρουν με τις κινητές μπαταρίες τους στην απαιτούμενη αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτός είναι ισχυρός λόγος για να επανεξετασθεί και μελετηθεί επαρκώς το μέγεθος της διείσδυσης ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην χώρα μας που φαίνεται να υπολείπεται του ενδεδειγμένου μεγέθους στο υπό διαβούλευση σχέδιο. Ενώ για το 2030, το άθροισμα των αναφερόμενων στο σχέδιο τιμών ηλεκτρικής ισχύος (ευέλικτης) βάσης φαίνεται να επαρκεί για την κάλυψη των αναμενόμενων αιχμών ηλεκτρικού φορτίου, δεν συμβαίνει το ίδιο για το 2040. Η εξάντληση του υδροηλεκτρικού δυναμικού και του δυναμικού της αντλιοταμίευσης της χώρας, που μπορούν να συνεισφέρουν σημαντική ισχύ(ευέλικτης) βάσης, πρέπει να τύχει χρονικής και όχι μόνο προτεραιότητας στο εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό. Συμπερασματικά, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα πρέπει να αναλυθεί περαιτέρω, συζητηθεί σε βάθος, αναθεωρηθεί δεόντως και παρουσιασθεί με πειστικότερη τεκμηρίωση.