• Σχόλιο του χρήστη 'Όμιλος Εταιρειών ITA' | 3 Δεκεμβρίου 2018, 14:33

    To σχέδιο του νέου εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού αποτελεί μία συγκροτημένη προσπάθεια προσέγγισης στον προσδιορισμό των μεγεθών και τελικά της επίτευξης των στόχων της χώρας, με ορίζοντα κυρίως το 2030 και με βάση την Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα τον Οκτώβριο του 2016 η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4426/2016 αλλά και με τους νέους φιλόδοξους κοινοτικούς στόχους (μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 45% έως το 2030, κυρίως ως προς το μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής και τη διείσδυση των ΑΠΕ σε αυτό, την εξοικονόμηση ενέργειας και την μείωση των ρύπων σε όλο το φάσμα των ανθρωπογενών δράσεων. Ιδιαίτερο προβληματισμό αποτελούν οι στόχοι διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα έως το 2030, όπως αυτοί αναλύονται στο σχέδιο, σε επίπεδο ενεργειακής απόδοσης ως προς τα κατά προσέγγιση μεγέθη ισχύος που προσδιορίζονται στην έκθεση και στα παραρτήματα του σχεδίου. Ειδικότερα προβληματίζει η αόριστη αναφορά σε μίγμα αιολικής ισχύος 6,4 GW και φωτοβολταϊκής ισχύος 6,9 GW , καθαρής ηλεκτροπαραγωγής 14,933 GWh και 10,514 GWh αντίστοιχα. Η σύνθεση αυτή, η οποία αποτελεί το βασικό μίγμα ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ για την επίτευξη των στόχων συμμετοχής των ΑΠΕ κατά 32% στην ΑΚΤΕ και κατά 56% στην Ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρισμού έως το 2030, φαίνεται ανέφικτη, τόσο σε επίπεδο ενεργειακής εκτίμησης όσο και σε επίπεδο ρεαλιστικής επενδυτικής υλοποίησης με βάση την κρατούσα αδειοδοτική και επενδυτική πραγματικότητα των στατιστικών στοιχείων. Ειδικότερα: • Τα στατιστικά στοιχεία υποδεικνύουν δραστηριότητα ανάπτυξης 2491 MW αιολικής ισχύος από το 2000 έως το 2017 δηλαδή 146 MW κατά μέσο όρο ετησίως, όταν οι επενδύσεις ήταν σαφέστατα ελκυστικότερες λόγω μεγάλων εκτάσεων και θέσεων ισχυρότατου αιολικού δυναμικού, κατοχυρωμένης σταθερής ταρίφας αποζημίωσης ενέργειας (FiT) και κυρίως απλούστερης και σύντομης αδειοδοτικής διαδικασίας και κοινωνικής αποδοχής. Σήμερα και στο μέλλον οι επενδύσεις αιολικής ισχύος συναντούν πολλά εμπόδια αδειοδότησης και ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής για την εξάπλωσή τους ενώ το αδειοδοτικό καθεστώς (π.χ. Ειδικό Χωροταξικό των ΑΠΕ) αναμένονται αυστηρότερο. Με βάση τον στόχο επίτευξης των 6,4 GW αιολικής ισχύος για το 2030, απαιτείται ανάπτυξη 300 MW ετησίως έως το 2030 που θεωρείται αδύνατη η επίτευξή του με βάση τους προαναφερθέντες αρνητικούς παράγοντες. • Παρόμοια για την φωτοβολταϊκή ισχύ, τα στατιστικά στοιχεία υποδεικνύουν την ανάπτυξη 2611 MW ισχύος από το 2000 έως το 2017 δηλαδή 153 MW ετησίως, όταν οι επενδύσεις φωτοβολταϊκών ήταν σαφέστατα ελκυστικότερες λόγω μεγάλων εκτάσεων εφαρμογής χωρίς περιορισμούς χρήσης γης, υψηλής κατοχυρωμένης ταρίφας (FiT) και απλούστερης αδειοδοτικής διαδικασίας. Με βάση τον στόχο επίτευξης των 6,9 GW φωτοβολταϊκής ισχύος έως το 2030, απαιτείται η ανάπτυξη 300 MW ετησίως έως το 2030 που θεωρείται αδύνατη με βάση τους προαναφερθέντες αρνητικούς παράγοντες. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι παρά το στοκ έργων αδειοδοτημένων φωτοβολταϊκών έργων από προηγούμενα έτη και τις προκηρύξεις ενδιαφέροντος για τους πρώτους διαγωνισμούς της ΡΑΕ με βάση το νέο καθεστώς, δεν θα υπάρξει τελικά απονομή φωτοβολταϊκής ισχύος, κατά το 2018, μεγαλύτερη συνολικά των 260 MW. • Ο κύριος προβληματισμός αφορά την ενεργειακή εκτίμηση των 14.933 GWh της προσδιοριζόμενης απαιτούμενης αιολικής ισχύος των 6,4 GW για το έτος 2030, η οποία αποτελεί βέβαια την κύρια συνεισφορά των ΑΠΕ στο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής. Η θεωρητικά προσδιοριζόμενη ενέργεια αντιστοιχεί σε καθαρό, κατά μέσο όρο, συντελεστή απόδοσης 26,63% όταν τα στατιστικά μεγέθη ενεργειακής απόδοσης της αιολικής ισχύος σε πλήρη μεγέθη κατά τα έτη 2012-2017, υποδεικνύουν καθαρό, κατά μέσο όρο, συντελεστή απόδοσης 20,2% (μέγιστος 21,8%) παρά το γεγονός ότι τα έργα αυτά υλοποιήθηκαν κυρίως σε υψηλότατου αιολικού δυναμικού περιοχές (Εύβοια, Θράκη, Νότια Πελοπόννησος κτλ) ενώ η σημερινή και μελλοντική τάση σαφώς κατευθύνεται σε συνεχώς χαμηλότερου αιολικού δυναμικού περιοχές όταν μάλιστα δεν έχει προσδιοριστεί για το μέλλον η πλήρης απορρόφηση της αιολικής ενέργειας με την συνεχή αύξηση και πλήρη διείσδυση στο σύστημα και με βάση τους νέους κανονισμούς της ΕΕ. Οι ανωτέρω προβληματισμοί σαφώς υποδεικνύουν την υποχρεωτική πλέον και εξειδικευμένη στοχοθέτηση αιολικής ισχύος μέσω θαλασσίων αιολικών πάρκων επί της συνολικής προσδιοριζόμενης αιολικής ισχύος για την επίτευξη του στόχου καθαρής ηλεκτροπαραγωγής 14.933 GWh αιολικής ενέργειας έως το 2030. Η προσδιοριζόμενη δυνατότητα τουλάχιστον 2 GW από θαλάσσια αιολικά πάρκα σε κατάλληλες περιοχές του Αιγαίου με ισχυρότατο αιολικό δυναμικό καθαρού συντελεστή απόδοσης τουλάχιστον 45% μπορεί να αποδώσει ακριβώς περί τις 7,8 TWh που θα συναθροιστούν με την ανάπτυξη και λειτουργία των υπολοίπων συνολικών 4,4 GW χερσαίων αιολικών με κατά μέσο όρο καθαρό συντελεστή απόδοσης 20% που θα ήταν μάλιστα ιδανικό να είναι η συνολικά κατά μέσο όρο λειτουργική πραγματικότητα της απαιτούμενης συνολικά προς εύρεση, αδειοδότηση και υλοποίηση αιολικής ισχύος. Εις επίρρωση μάλιστα των ανωτέρω τονίζονται τα ακόλουθα πλεονεκτήματα υλοποίησης θαλάσσιων αιολικών πάρκων που ενδεικτικά αναφέρεται ότι είναι απολύτως υπαρκτά προς υλοποίηση και δεν έχουν μέχρι σήμερα προσδιοριστεί σε προηγούμενα σχέδια στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. 1. Εκμετάλλευση του εξαιρετικού αιολικού δυναμικού του θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου με περιοχές μέσης ταχύτητας ανέμου υψηλότερης μέσης ταχύτητας των 9 m/s με σταθερό προφίλ ανέμου χωρίς τύρβη που επιφέρει το complex terrain των χερσαίων αιολικών. Ο θαλάσσιος χώρος του Αιγαίου έχει ήδη εκτιμηθεί από την ΕΕ μαζί με τη Βόρεια Θάλασσα, ως ανεκτίμητος ενεργειακός πόρος της χώρας (και της ΕΕ) για τη μεγάλη διείσδυση της αιολικής ενέργειας με δυνατότητες μάλιστα εξαγωγής ενέργειας ΑΠΕ προς το εξωτερικό. 2. Η αδυναμία υλοποίησης σημαντικού μεγέθους ΧΕΡΣΑΙΩΝ αιολικών πάρκων λόγω της αδυναμίας στήριξης κοινωνικής αποδοχής μεγάλων σχεδίων και της προσκόμισης αυστηρών περιορισμών από το παρόν και μελλοντικό αδειοδοτικό καθεστώς. 3. Η εκμετάλλευση των προγραμματιζόμενων ηλεκτρικών διασυνδέσεων της χώρας στα μη διασυνδεδεμένα νησιά του Αιγαίου, ακριβώς δηλαδή στις πλησιέστερες «πύλες» διασύνδεσης ΥΤ των σχεδιαζόμενων θαλάσσιων αιολικών πάρκων. Σημειώνεται η αδυναμία σύνδεσης μεγάλων χερσαίων αιολικών πάρκων στα νησιά του Αιγαίου λόγω σημαντικών περιορισμών του αδειοδοτικού καθεστώτος και διατάξεων καθώς και η αποδοχή των από το κοινωνικό σύνολο λόγω του τουριστικού τους χαρακτήρα για τη χώρα (ενδεικτικά αναφέρεται ότι ακόμα και το παρόν ΕΙΔΙΚΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ των ΑΠΕ, που μάλιστα τελεί υπό αυστηρότερη αναθεώρηση, σχεδόν απαγορεύει και θέτει μεγάλες ζώνες απαγόρευσης για τη κατασκευή χερσαίων αιολικών πάρκων σχεδόν σε όλα τα νησιά του Αιγαίου . Ταυτόχρονα υπογραμμίζεται η δυνατότητα συνεισφοράς των θαλάσσιων αιολικών πάρκων (που θα αδειοδοτηθούν) στα σχέδια χρηματοδότησης διασύνδεσης των νησιών είτε μέσω της εξαρχής συνεισφοράς τους στο κόστος των έργων (όπως συνέβη στο έργο διασύνδεσης των χερσαίων αιολικών της Εύβοιας με τη γραμμή ΥΤ Πολυποτάμου-Νέας Μάκρης) είτε έμμεσα μέσω μεταγενέστερου τέλους χρήσης των γραμμών διασύνδεσης της ΥΤ των νησιών ως άλλωστε και στη Δυτική Ευρώπη εφαρμόζεται. 4. Τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, αποτελούν επενδύσεις με σαφέστατα μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία (60%) έναντι των αντίστοιχων χερσαίων αιολικών (25% ) καθώς απαιτούν σημαντικό κόστος και χρήση εγχώριας κατασκευής, τεχνικών μέσων και προσωπικού στο στάδιο της εγκατάστασης και κυρίως στο στάδιο λειτουργίας. 5. Παράλληλα, εισέρχεται ως παράλληλος στόχος η χρήση της νέας τεχνολογίας πλωτών ανεμογεννητριών που έχει ήδη εισαχθεί και ταχέως αναπτύσσεται με ραγδαία μείωση κόστους σε ανταγωνιστικά επίπεδα εντός δεκαετίας έναντι των άλλων ανταγωνιστικών μορφών θαλάσσιων αιολικών πάρκων, ειδικά για το Αιγαίο όπου αναμένεται να προσθέσει ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα ανάπτυξης θαλάσσιας αιολικής ισχύος σε περιοχές όπου το αιολικό δυναμικό είναι ισχυρότατο σε μικρές αποστάσεις μάλιστα από το διασυνδεδεμένο σύστημα αλλά σε μεγάλα βάθη για τη «συμβατική» θεμελίωση θαλάσσιων αιολικών πάρκων (έως 60μ βάθος πυθμένα θάλασσας). 6. Την ιδιαίτερη σημασία εκμετάλλευσης εθνικών ενεργειακών πόρων στα πλαίσια της εθνικής κυριαρχίας στις νησιωτικές περιοχές του Αιγαίου Πελάγους προς όφελος της εθνικής και εν τέλει της ευρωπαϊκής οικονομίας. Για την υλοποίηση της στρατηγικής προγραμματισμού και υλοποίησης των θαλάσσιων αιολικών πάρκων, που αποτελούν πλέον στην Ευρώπη τον κανόνα βαθιάς διείσδυσης της αιολικής ενέργειας, είναι απαραίτητα:  Η άμεση χωροθέτηση των ζωνών ανάπτυξης των έργων αυτών με δυνατότητα άμεσης αδειοδότησης σε ισχυρούς ομίλους με εμπειρία σε μεγάλου μεγέθους έργα τέτοιας μορφής και της εν συνεχεία εξαίρεσης μέσω κατάλληλα προσδιοριζόμενης τιμής κόστους LCOE ή και προκήρυξης διαγωνισμών κατοχύρωσης των έργων αυτών βάσει χαμηλότερης τιμής ώστε να είναι δυνατή η εν συνεχεία τάχιστη αδειοδότηση των έργων με τις απαιτούμενες μελέτες περιβαλλοντικών εκτιμήσεων υψηλού κόστους.  Ο τάχιστος προγραμματισμός και υλοποίηση των διασυνδέσεων των νησιών του Αιγαίου έως το 2025 για την κατασκευή και παράλληλη διασύνδεση θαλάσσιων αιολικών πάρκων (όπου αυτό συστήνεται χωρίς απευθείας διασύνδεση με το κυρίως διασυνδεδεμένο σύστημα) με άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση των έργων διασύνδεσης από τους εν δυνάμει επενδυτές θαλάσσιων αιολικών πάρκων (συμμετοχή στο αρχικό κόστος ή τέλος χρήσης δικτύου) Είναι σαφές ότι για την επίτευξη των στόχων επίτευξης διείσδυσης ισχύος ΑΠΕ απαιτούνται χωρίς εξαίρεση ανά τεχνολογία έργου:  Αποσαφήνιση και απαρέγκλιτη τήρηση θεσμικού πλαισίου αδειοδότησης έργων ΑΠΕ με ενίσχυση των προς τον σκοπό αυτόν κρατικών και περιφερειακών υπηρεσιών χωρίς αναδρομικές μεταβολές όρων αδειοδότησης, κατασκευής και λειτουργίας των έργων.  Τήρηση και απλούστευση σε νέα μορφή του ΕΙΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ των ΑΠΕ που τελεί και υπό αναθεώρηση.  Επιτάχυνση χερσαίων και θαλασσίων, εθνικών και διεθνών, ηλεκτρικών διασυνδέσεων και δικτύων με δυνατότητα μεταφοράς και εξαγωγής «πράσινης» ισχύος προς την Ευρώπη.  Περαιτέρω ανάπτυξη της αποκεντρωμένης παραγωγής ΑΠΕ σε μικρούς παραγωγούς, αυτοπαραγωγούς, βιοτεχνικές μονάδες και δημόσια-ιδιωτικά κτίρια, μέσω κανόνων και κινήτρων συνδυασμένων συστημάτων ΑΠΕ-αποθήκευσης και εξοικονόμησης ενέργειας, όπως αποτελεί στόχο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την εκτενή προώθηση των ΑΠΕ με ταυτόχρονη εξοικονόμηση ενέργειας και ενεργειακής ασφάλειας σε ευρύ πλήθος και σημεία εφαρμογής μικρής κλίμακας.