• Εντός του πνεύματος της διαβούλευσης, επανέρχομαι για να αναφερθώ στο σχόλιο του κου Γ. Μιχαηλίδη. Ο κος Γ. Μιχαηλίδης έχει απόλυτο δίκιο σε όλα όσα αναφέρεται. Συμφωνώ σχεδόν σε όλα τα σχόλια για το συγκεκριμένο Στρατηγικό Σχέδιο και τις επιλογές του, καθώς και για την ανάγκη ορθής τήρησης των διαδικασιών χωρικού σχεδιασμού. Όμως δυστυχώς, αυτό είναι και το τρωτό σημείο του Ε.Χ.Σ. Σε αυτή καθαυτή τη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί, η αδυναμία εντοπίζεται στα εξής ευαίσθητα σημεία: (α) ούτε τα Ρυθμιστικά Σχέδια, ούτε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Δήμου Θεσσαλονίκης, ούτε το Περιφερειακό Πλαίσιο Χωρικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Κεντρικής Μακεδονίας, ως υπερκείμενος σχεδιασμός εμπεριέχουν, εκφράζουν ή υπαινίσσονται φυσικά στοιχεία χωρικού σχεδιασμού. Υποθέτω ότι αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν γνώση όχι μόνο των διαδικασιών αλλά και του περιεχομένου του χωρικού σχεδιασμού. Αυτά τα εργαλεία πολεοδομικού σχεδιασμού είναι πολύ αποτελεσματικά για νέες επεκτάσεις πόλης, αλλά η αναδόμηση της ΔΕΘ είναι περίπτωση αστικής ανάπλασης μιας περιοχής της πόλης με ήδη διαμορφωμένες χωρικές σχέσεις που θα αναδιαταχθούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα συγκεκριμένα εργαλεία είναι από μόνα τους ανεπαρκή. Η απόφαση για παραμονή της ΔΕΘ στο χώρο της εντάσσεται σε ένα εγχείρημα αστικής αναμόρφωσης (urban reform) μίας ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής, που απαιτεί και σχεδιαστικά εργαλεία όπως το Σχέδιο Γενικής Διάταξης (Master Plan). Ο υπερκείμενος σχεδιασμός με τον απλό λεκτικό χαρακτηρισμό της φυσιογνωμίας και των χρήσεων γης και χωρίς να έχει διατυπώσει χωρικές ποιότητες μέσω σχεδίου, ουσιαστικά δεν μπορεί να υποστηρίξει το εγχείρημα (β) Η έρευνα της κοινοπραξίας του 2012 για ‘’Υπηρεσίες Συμβούλου για έργα ανάπτυξης εκθεσιακών και συνεδριακών υποδομών της ΔΕΘ’’ που οδήγησε στην παραμονή της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης (και συγκέντρωσε τη συναίνεση των φορέων της πόλης), θα έπρεπε να συνυπολογίσει ως αυτονόητο επακόλουθο και την προοπτική της αναδόμησης της ευρύτερης περιοχής, κάτι όμως που ήταν εκτός των συμβατικών της υποχρεώσεων. Επί πλέον η διατύπωση της απαίτησης για τέτοιες ενέργειες από μία μελέτη δεν έχει ισχύ εφαρμογής. Η ενεργοποίησή της σχετίζεται με την ευαισθησία των φορέων όσον αφορά την πόλη αλλά και την κατανόηση της κρισιμότητας της απόφασης εκ μέρους του άμεσα ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα τα συμφέροντα του οποίου θίγονται. (γ) Ελλείψει Χωρικού Σχεδιασμού σε προηγούμενο στάδιο συντάσσεται το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο του Εκθεσιακού Κέντρου Θεσσαλονίκης με επίγνωση ότι αποτελεί τμήμα ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής υπό (μελλοντική) ανάπλαση και εκπονείται μία κατά τα λοιπά άρτια μελέτη που πάλι μεταθέτει σε μεταγενέστερα στάδια χωρικές συσχετίσεις ένταξης της ΔΕΘ σε μία χαρακτηρισμένη αλλά μη σχεδιασμένη ευρύτερη περιοχή. Είναι επόμενο λοιπόν στη παρούσα μελέτη να μην συνυπολογίζονται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του -απόντος- υπερκείμενου Χωρικού Σχεδιασμού. Πως να μετρηθούν άλλωστε; Η σύλληψη λοιπόν και ο Χωρικός Σχεδιασμός του Μητροπολιτικού Πάρκου καλούνται να σχεδιασθούν σε επόμενο στάδιο (Πολεοδομικού Σχεδίου Εφαρμογής, αρχιτεκτονικού διαγωνισμού και άδειας οικοδόμησης)!! Φαίνεται ότι στην όλη διαδικασία του χωρικού σχεδιασμού λείπει ‘’κάτι’’. Αυτό το ‘’κάτι’’ αναφέρεται σε μητροπολιτικά θέματα και σε μητροπολιτική κλίμακα. Κάτι ανάλογο με την αγνόηση των αρχαιοτήτων στη περίπτωση της κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης (είχαν άραγε συνυπολογιστεί τότε στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις;) Συνοψίζοντας, παρακολουθούμε σε τρία διαφορετικά στάδια και με τρεις διαφορετικούς τρόπους μία κλασσική περίπτωση του ‘’φύγε κακό από τα μάτια μου’’. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία λεπτή έκφανση του ‘’ό,τι είναι νόμιμο και διαδικαστικά σύννομο είναι (σε αυτή τη περίπτωση) και σωστό’’. Επί του πρακτέου, ελλείψει Σχεδίου Γενικής Διάταξης κάθε επί μέρους επίλυση στα επόμενα στάδια θα αναζητά (ορθώς) ως αναφορά την εκάστοτε υφιστάμενη κατάσταση και είναι πολύ πιθανόν, το οριστικό χωρικό σχέδιο της ΔΕΘ που έπεται, να αναπαράξει την σημερινή πραγματικότητα. Σε τελική ανάλυση θα γίνει πάλι η ‘’κρίση’’ το άλλοθι των θεσμικών ελλείψεων που οδηγούν σε ατελή τελικό σχεδιασμό. Αντίθετα, θα έπρεπε ο διεισδυτικός και ολοκληρωμένος σχεδιασμός να είναι η απάντηση στη δύσκολη οικονομική συγκυρία. Οι ενστάσεις που εκφράζονται στο παρόν κείμενο δεν αφορούν στην αναζήτηση της κάλλιστης λύσης, αλλά στην αποφυγή της επιδείνωσης μίας ήδη κάκιστης σημερινής πραγματικότητας. Επιδείνωσης που αφορά τόσο στη πόλη της Θεσσαλονίκης όσο και στις επιχειρηματικές επιδιώξεις της ΔΕΘ εφόσον η επικείμενη αστική ανάπλαση αφορά εξ ίσου τα δύο μέρη σε αυτή την άρρηκτη και ιδιάζουσα σχέση δυναμικής αλληλεξάρτησης. Σχέση που στο πλαίσιο της επιλογής της παραμονής της ΔΕΘ στο πόλη, παραμένει ενεργή. Όσον αφορά στον χρόνο που εκφράζονται οι ενστάσεις, η τηρούμενη διαδικασία της διαβούλευσης επί των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του Ε.Χ.Σ. είναι το κατάλληλο πλαίσιο.