• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού' | 15 Δεκεμβρίου 2019, 18:04

    Α. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ) καλωσορίζει τη νέα προσπάθεια χάραξης μακροχρόνιας ενεργειακής πολιτικής, καθώς το επικαιροποιημένο ΕΣΕΚ είναι σαφώς βελτιωμένο σε σχέση με το προηγούμενο. Το ΕΣΕΚ συντάσσεται με την απολύτως θετική κυβερνητική απόφαση για την εμπροσθοβαρή απολιγνιτοποίηση της χώρας έως το 2028. Θετικά κρίνουμε επίσης την θέσπιση δομημένων στόχων και πολιτικών για την ενίσχυση της παραγόμενης ισχύος από ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας. Εκτός αυτού, πολύ θετικές είναι οι πρωτοβουλίες για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης καθώς και η αναγνώριση του ρόλου της αποθήκευσης ενέργειας. Σε σχέση με το προσχέδιο που είχε ανακοινωθεί παλαιότερα, το οποίο αγκάλιαζε με αντιφατικό και συνάμα αναποτελεσματικό τρόπο τόσο τον λιγνίτη όσο και την πράσινη ανάπτυξη, το υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ είναι περισσότερο φιλόδοξο, ελπιδοφόρο και καινοτόμο, προσεγγίζοντας τα περισσότερα κρίσιμα θέματα πολιτικής που θα αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια. Σε κάποιους τομείς μάλιστα, θέτει στόχους που εφόσον επιτευχθούν θα καταστήσουν την Ελλάδα πρωτοπόρο σε μια σειρά τομέων σε Ευρωπαϊκή κλίμακα. Καθότι μόλις την Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019 ανακοινώθηκε το πρώτο επίσημο έγγραφο για το Green Deal της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πολλές και σημαντικές προτάσεις πολιτικής, είναι απολύτως κρίσιμη η ευθυγράμμιση του ΕΣΕΚ με αυτό, καθώς επιδιώκεται η ριζική αναμόρφωση της ευρωπαϊκής οικονομίας ώστε να αποκτήσει ουδέτερο ενεργειακό αποτύπωμα, σίγουρα μέχρι το 2050 ή ακόμα και νωρίτερα, εάν τυχόν τούτο κριθεί κάποτε στο μέλλον πρακτικώς εφικτό. Β. Παρά το γεγονός όμως ότι το ΕΣΕΚ είναι ένα τολμηρό και φιλόδοξο Σχέδιο που συμμορφώνεται -και ενίοτε ξεπερνά- τους Ευρωπαϊκούς στόχους, εντούτοις δεν μπορεί να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αρκετά σημεία του χρήζουν ριζικών βελτιώσεων, και μόνο μέσω αυτών έχει σοβαρές ελπίδες να πετύχει. Ι. Συγκεκριμένα, έχει εκφρασθεί από επίσημα χείλη η άποψη ότι το Δημόσιο δεν είναι σε θέση να πετύχει τους ενεργειακούς στόχους που έχει θέσει εξαιτίας της γραφειοκρατίας. Η ΕΛΛΕΤ έχοντας πλούσια πείρα από τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, και ιδίως τη γραφειοκρατία, συμφωνεί με την ανωτέρω κριτική. Τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης όμως δεν είναι δυνατόν ν’ αντιμετωπισθούν με διαδικασίες fast track. Ειδικότερα, όποτε κατά το παρελθόν έγινε προσπάθεια ν’ αντιμετωπισθούν τα εν λόγω προβλήματα με διαδικασίες fast track τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα απογοητευτικά –ας αναλογισθούμε για παράδειγμα το κωπηλατοδρόμιο στον Σχοινιά-Μαραθώνα πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες, ένα έργο που σύσσωμη η περιβαλλοντική κίνηση χαρακτήρισε, ήδη πριν κατασκευασθεί, ως έργο επιζήμιο και φαραωνικό, άποψη που έχει επιβεβαιωθεί από την κατάσταση περιορισμένης χρήσης στην οποία έχει περιέλθει. Σε κάθε περίπτωση, οι διαδικασίες fast track, εκτός του ότι δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα διότι αυξάνεται ο κίνδυνος λανθασμένων αποφάσεων λόγω απουσίας ελέγχου, συνιστούν ένα αποτυχημένο σχήμα που καταφέρει καίρια πλήγματα στις δημοκρατικές/συμμετοχικές διαδικασίες και, ως αποτέλεσμα, στην εθνική συνοχή. Η υιοθέτηση των διαδικασιών αυτών αποτρέπει την κοινωνία ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο να ενημερώνεται και να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση αποφάσεων. Αποτέλεσμα είναι να ενισχύονται τα αποτρεπτικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου NIMBY (Not In My Backyard), όχι μόνο στις συγκεκριμένες περιοχές που επηρεάζονται από μια συγκεκριμένη χρήση της διαδικασίας fast track αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Η δυσπιστία στη Διοίκηση και στην «αποικιοκρατική» Αθήνα είναι δυστυχώς βαθειά ριζωμένη και για καλούς και για κακούς λόγους. Η μακροχρόνια επιτυχία του ΕΣΕΚ απαιτεί αλλαγή αυτής της νοοτροπίας, όμως η χρήση διαδικασιών fast track θα την επιτείνει. ΙΙ. Σε συνέχεια των ανωτέρω, σας υπενθυμίζουμε την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) που εκδόθηκε ύστερα από την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ με την απόφασή του στην υπόθεση C-280/18 απεφάνθη υπέρ της σημαντικότητας της ουσιαστικής συμμετοχής του κοινού στην εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός σχεδίου έργου. Δεδομένου ότι μια πιθανή δικαστική εμπλοκή συνιστά παράγοντα που οδηγεί στη χρονοτριβή υλοποίησης οποιουδήποτε έργου, η επιτάχυνση των επενδύσεων και η ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης απαιτεί, από πλευράς σας Σχέδιο σύμφωνο με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία. Η ασφάλεια δικαίου τόσο για τον πολίτη όσο και για τον εκάστοτε επενδυτή αποτελεί βασικό ζητούμενο το οποίο προϋποθέτει την ουσιαστική, ευρεία και διαρκή συμμετοχή του κοινού στη διαμόρφωση αποφάσεων και πολιτικών. ΙΙΙ. Η ΕΛΛΕΤ δεν αντιτέθηκε ποτέ στην προώθηση οποιουδήποτε είδους Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), απεναντίας θεωρούμε ότι οι ΑΠΕ αποτελούν μονόδρομο προκειμένου να επιτευχθεί η -επιθυμητή από όλους- απολιγνιτοποίηση της χώρας και η επίτευξη των κοινών ευρωπαϊκών στόχων για εκμηδένιση του ανθρακικού αποτυπώματος. Κρίνουμε όμως ότι όπως ακριβώς στη ρύπανση που προκαλούν οι ανθρακικές πηγές ενέργειας έχει καθιερωθεί μια διαβάθμιση, ξεκινώντας από τον πιο ρυπογόνο λιγνίτη και φθάνοντας στο λιγότερο ρυπογόνο φυσικό αέριο, κατά τον ίδιο τρόπο και όλες οι ΑΠΕ προκαλούν οπτική όχληση, ξεκινώντας από τις πιο “οχλούσες” χερσαίες ανεμογεννήτριες και φθάνοντας στη λιγότερο απ’ όλες τις ΑΠΕ “οχλούσα” γεωθερμία. Συνεπώς, δεν πρέπει να εγκαθίστανται άκριτα αιολικά πάρκα αλλά κατά περίπτωση να κρίνεται ποιά μορφή ΑΠΕ είναι προσφορότερη, βάσει των τοπικών συνθηκών, για την προστασία του περιβάλλοντος. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε επίμονα από το 2005 η ΕΛΛΕΤ έχει προτείνει και επιμείνει δημόσια στην ανάγκη προώθησης της γεωθερμίας υψηλής, μέσης και χαμηλής ενθαλπίας. Η ζημιά που υπέστη η χώρα από την άρνηση της Διοίκησης μέχρι σήμερα να ακολουθήσει την πρόταση της ΕΛΛΕΤ είναι τεράστια όχι μόνο διότι η γεωθερμία προκαλεί την λιγότερη οπτική όχληση απ’ όλες τις ΑΠΕ, αλλά διότι αποτελεί ενέργεια βάσης (base load), στοιχείο απόλυτα αναγκαίο κατά τη σταδιακή μετάβαση σε μια απανθρακοποιημένη οικονομία. IV. Από τα ανωτέρω έπεται ότι η επιτυχία της καθ’ όλα αναγκαίας μετάβασης εξαρτάται και από την πιστή εφαρμογή της διαβάθμισης των ΑΠΕ ως προς την όχληση που προξενούν και όχι μόνον. Σε περιοχές δηλαδή οι οποίες έχουν ενταχθεί στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO (πχ το μοναδικό Δελφικό τοπίο ή στον Μυστρά) ή σε περιβαλλοντικά σημαντικές και ευάλωτες περιοχές όπως αυτές που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000 και τα εξαιρετικά σημαντικά, σύμφωνα με το υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ, δασικά οικοσυστήματα δεν πρέπει να τίθεται καν ζήτημα εγκατάστασης καθώς αυτά επιφέρουν καίριο πλήγμα, ιστορικό, αισθητικό και περιβαλλοντικό στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Σε αυτές τις περιοχές η φύση και τα μνημεία διαδραματίζουν τον πρωταρχικό ρόλο συμβάλλοντας τα μέγιστα στην οικονομία των συγκεκριμένων περιοχών αλλά και ολόκληρης της χώρας. Τα παραπάνω αναδεικνύουν ότι ο ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός αποτελεί τον μοναδικό γνώμονα βάσει του οποίου καθίσταται εφικτή η λυσιτελής εγκατάσταση των ΑΠΕ σύμφωνα με τις αρχές της αειφορίας, και άρα με τρόπο που σέβεται το τρίπτυχο οικονομία, κοινωνία, περιβάλλον. Ως αποτέλεσμα, είναι κατ’ αρχάς απαράδεκτη για την ΕΛΛΕΤ η πρόβλεψη του ΕΣΕΚ για υπερδιπλασιασμό της ισχύος των εγκατεστημένων ΑΠΕ χωρίς αναθεώρηση του ισχύοντος, Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΠΧΣΑΑ) για τις ΑΠΕ που ισχύει από το 2008. Η ημερομηνία Ειδικότερα, το εν λόγω ΕΠΧΣΑΑ για τις ΑΠΕ δείχνει ότι αναφέρεται σε μια απολύτως διαφορετική πραγματικότητα όντας όχι απλώς ανεπίκαιρο αλλά ολέθριο για την αειφόρο ανάπτυξη της χώρας. Οι προβληματισμοί μας αυτοί ενισχύονται από δήλωση εκπροσώπων του ΥΠΕΝ που αναφέρθηκαν σε σημειακές τροποποίησεις του ισχύοντος ΕΠΧΣΑΑ για τις ΑΠΕ, στο πλαίσιο μιας ad-hoc προσπάθειας αντιμετώπισης χρόνιων αδυναμιών οι οποίες κατά την άποψη της ΕΛΛΕΤ απαιτούν μια ολοκληρωμένη και ανανεωμένη προσέγγιση χωροταξικού σχεδιασμού βασισμένη όχι στις φυσικές δυνατότητες αλλά στην ορθολογική διαβάθμιση των ΑΠΕ στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η ανεμπόδιστη προώθηση των πολιτικών του ΕΣΕΚ κατά την άποψη της ΕΛΛΕΤ προϋποθέτει τη θέσπιση ενός νέου σύγχρονου και προσαρμοσμένου στην πραγματικότητα της Κλιματικής Αλλαγής ΕΧΠΣΑΑ, που δεν θα επικεντρώνεται στις δυνατότητες που προσφέρει η φύση αλλά στη διαμόρφωση πολιτικών βασισμένων σε κριτήρια διαβάθμισης της όχλησης που προκαλεί η εγκατάσταση ΑΠΕ, με γνώμονα τη συνολική Φέρουσα Ικανότητα της κάθε περιοχής. V. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός η ΕΛΛΕΤ θεωρεί ότι το ΕΣΕΚ, προτού προταθούν ποσοτικοί στόχοι, χρήζει άμεσης συμπλήρωσης με μια εκτεταμένη εκτίμηση των θετικών και αρνητικών σημείων όλων των μορφών ΑΠΕ. Πιστεύουμε ότι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας άσκησης θα ήταν ωφέλιμα και ρηξικέλευθα. Αίφνης ένα μεγάλο πλεονέκτημα της γεωθερμίας, όπως ήδη αναφέραμε, είναι ότι αποτελεί ενέργεια βάσης σε αντίθεση με τα αιολικά και ηλιακά πάρκα που παράγουν ενέργεια αιχμής. Επιπρόσθετα η αξιοποίηση της γεωθερμίας θα διασφαλίσει την προστασία του περιβαλλοντικού και πολιτιστικού πλούτου της χώρας σε πλείστες ειδικότερες περιπτώσεις. Τέλος, σημαντικό πλεονέκτημα της Γεωθερμίας αποτελεί το πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αφότου έχει ολοκληρωθεί το απαιτούμενο δίκτυο υποδομών. Τουλάχιστον δυο περιφέρειες της χώρας, η Ανατολική Μακεδονία/ Θράκη και το Νότιο Αιγαίο (από Μήλο και Νίσυρο) διαθέτουν άφθονες πηγές γεωθερμίας υψηλής ενθαλπίας. Η ΕΛΛΕΤ έχει προτείνει τη σύσταση δύο περιφερειακών εταιρειών λαϊκής βάσης, μια πρώτη για την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου που θα επιδιώξει την διασύνδεση των νησιών των Κυκλάδων και των νησιών των Βόρειων Δωδεκανήσων και μια δεύτερη που θα συνδέει την Ανατ. Μακεδονία/Θράκη με την Σαμοθράκη/ Θάσο. Η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, συμπληρωματικά με επιχειρηματίες των περιφερειών αυτών και τους τοπικούς Δήμους, είναι αναμφίβολα σε πλεονεκτική θέση να μοχλεύσουν τους πρώτους απαιτούμενους πόρους, ευρωπαϊκούς και εθνικούς. Άλλωστε η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως πληροφορηθήκαμε, έχει χρηματοδοτήσει ένα δίκτυο γεωθερμίας στην Τοσκάνη και ήδη επίσης χρηματοδοτεί προσπάθειες για την αξιοποίηση της γεωθερμίας στην Ανατολική Μακεδονία. Είμαστε στη διάθεση σας για να σας παρουσιάσουμε τις προτάσεις μας επί του θέματος αυτού, λαμβανομένης επίσης υπ’ όψιν της προετοιμασίας της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-2027 για την οποία ενδιαφέρονται άμεσα τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει χρηματοδοτήσει γεωθερμικά έργα στη χώρα μας ο κύριος λόγος είναι απλώς ότι προηγούμενες Διοικήσεις της χώρας δεν το ζήτησαν. Γιατί να μην το ζητήσουμε τώρα, όταν αντιληφθήκαμε επιτέλους την σημασία και απόλυτη ανάγκη των ΑΠΕ τόσο για την βιώσιμη ανάπτυξη, όσο και κυρίως για την επείγουσα και αποτελεσματική αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής; Γεωθερμία χαμηλής ενθαλπίας, μπορεί και θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς ψύξης και θέρμανσης στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού-Αγίου Κοσμά (Ελληνικό) και σε πολλά άλλα σημεία της χώρας. Θα αποτελέσει ένα επικοινωνιακό πλεονέκτημα ιδιαίτερα για τη εμβληματική αυτή επένδυση και ταυτόχρονα μια περιβαλλοντική κατάκτηση η οποία θα βελτιώσει τους όρους διαβίωσης σε όλες τις περιοχές όπου θα εφαρμοστεί. Η γεωθερμία μεσαίας ενθαλπίας αποτελεί μια πιο περίπλοκη υπόθεση και γι’ αυτό δεν θα την αναπτύξουμε εδώ. Παρουσιάζει όμως και εκείνη αρκετές ευκαιρίες. VΙ. Περαιτέρω, η ΕΛΛΕΤ πιστεύει ακράδαντα ότι πρέπει να επανεισαχθεί στο ΕΣΕΚ η έννοια του τοπικού ενεργειακού ισοζυγίου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που μια περιοχή είναι πρόσφορη για την ανάπτυξη ενός είδους ΑΠΕ να μην επιλέγεται κατά προτεραιότητα για την ανάπτυξη έτερων ειδών ΑΠΕ. Προς κατανόηση των ανωτέρω αναφέρουμε το παράδειγμα της Τήνου: από τη στιγμή που η Τήνος, όπως σχεδόν όλα τα Κυκλαδονήσια, μπορεί να αντλήσει γεωθερμική ενέργεια με διασύνδεση από τη Μήλο δεν είναι δυνατόν να προτάσσεται η ανάπτυξη αιολικών πάρκων, εκτός ίσως για τις λίγες ανεμογεννήτριες που θα συνέβαλαν στην αντιμετώπιση του ενεργειακού φορτίου αιχμής. Το αυτό ισχύει και για την περίπτωση της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (μάλλον δε και για ανατολικές περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας) όπου μόλις πρόσφατα ξεκίνησαν τα πρώτα ελπιδοφόρα εγχειρήματα. Είναι τραγικό ότι καμία Κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν προώθησε αποτελεσματικά τη γεωθερμία σε περιοχές που καταγράφεται σημαντικό γεωθερμικό δυναμικό πχ. υψηλής ενθαλπίας (Μήλος, Νίσυρος, Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, Κεντρική Μακεδονία), ενώ η γειτονική μας Ιταλία έχει να επιδείξει την εγκατάσταση στην Τοσκάνη, η οποία μάλιστα επιδοτήθηκε από την ΕΕ μετά από συντονισμένες προσπάθειες του Ιταλικού κράτους. VΙΙ. Αναφορικά με τις ανεμογεννήτριες, θεωρούμε ότι ορθώς το ΕΣΕΚ προωθεί τα θαλάσσια αιολικά πάρκα, διότι κατά τη γνώμη μας μια ορθολογική εκτίμηση και διαβάθμιση των διαφόρων μορφών ΑΠΕ θα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι χώρες της Βόρειας Θάλασσας, ότι δηλαδή τα θαλάσσια αιολικά πάρκα έχουν αξεπέραστα πλεονεκτήματα σε σχέση με τα χερσαία. Αν και το κόστος κατασκευής τους με το σημερινό επίπεδο τεχνογνωσίας είναι υψηλότερο έναντι των χερσαίων, παρουσιάζουν μικρότερη οπτική όχληση και συνακόλουθα πιο ήπια λαϊκή αντίδραση με αποτέλεσμα να παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια χρονοδιαγράμματος για τον επενδυτή που θα επωμιστεί το κόστος κατασκευής. Περαιτέρω, τα θαλάσσια αιολικά πάρκα χρησιμεύουν ως καταφύγιο για τα ιχθυοαποθέματα και κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύουν μακροχρόνια και την ελληνική φύση και την εθνική οικονομία. Κατανοούμε επίσης ότι οι ελληνικές θάλασσες είναι κατά κανόνα λιγότερο ρηχές από τη Βόρεια Θάλασσα και έτσι οι περιπτώσεις όπου θα μπορέσουν να εγκατασταθούν θα είναι αναλογικά λιγότερες στην δική μας περίπτωση. Όμως πιστεύουμε ότι και στην χώρα μας θα υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αναγκαία διαβάθμιση των περιβαλλοντικών και αισθητικών πλεονεκτημάτων θα οδηγήσει μια συνετή Διοίκηση στην υιοθέτηση εγκατάστασης ενός θαλάσσιου αιολικού πάρκου. VIII. Με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους αναγνωρίζουμε ότι θα υπάρξουν περιπτώσεις όπου μια συνετή διοίκηση θα επιλέξει την αδειοδότηση ενός χερσαίου αιολικού πάρκου. Όμως στην Επιτροπή που προτείνει το Κεφάλαιο 3 του ΕΣΕΚ, ως αρμόδια για το αδειοδοτικό πλαίσιο, είναι αδιανόητο ν’ απουσιάζουν οι εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών και των περιβαλλοντικών οργανώσεων, από τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει πρόνοια να συμμετέχουν φορείς της αγοράς των ΑΠΕ. Μια τέτοια κραυγαλέα ανισότητα εγγυάται την αποτυχία. Η ευρεία συμμετοχή, συζήτηση και ενημέρωση αποτελεί ένα τρίπτυχο απόλυτα απαραίτητο για την ταχεία και επιτυχημένη εφαρμογή. IX. Εκφράζουμε την έντονη ανησυχία μας ότι οι ποσοτικοί στόχοι που θέτει το ΕΣΕΚ είναι ανεφάρμοστοι εάν δεν εξευρεθεί ένα νέο χρηματοδοτικό σχήμα. Δεν είμαστε βέβαια οι πρώτοι που κάνουμε αυτή τη διαπίστωση και έχουμε ήδη προτείνει κάποιες ενέργειες που ευελπίστως θα μείωναν το πιθανό άνοιγμα. Πρώτον η χώρα μας οφείλει να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στην ενεργειακή επανάσταση που επιτάσσει η κλιματική αλλαγή, χρησιμοποιώντας γι’ αυτόν τον σκοπό όλες τις δυνατότητες που προσφέρονται από την νέα προγραμματική περίοδο 2021-2027 αλλά και όσες νέες ευκαιρίες ενδέχεται να προκύψουν με τα μέτρα που προβλέπεται να αναλάβει η ΕΕ για την κλιματική αλλαγή στο άμεσο μέλλον. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην πρόταση μας για σύσταση εταιρειών λαϊκής βάσης για την επέκταση του δικτύου προς και από τις περιοχές που διαθέτουν υψηλής ενθαλπίας γεωθερμία. Είναι επίσης καιρός να γίνει ευρύτερη χρήση των Ενεργειακών Κοινοτήτων λαϊκής βάσης μέσα από τις οποίες θα μπορούν να παράγονται έσοδα για κάθε κοινότητα από την απόδοση των ΑΠΕ που βρίσκονται στην επικράτεια της. Για παράδειγμα, ένας Δήμος μπορεί να εγκαταστήσει ηλιακούς συλλέκτες στην οροφή ενός σχολείου και να “πουλάει” την παραγόμενη ενέργεια κατά τους μήνες υψηλής ζήτησης, δηλαδή τον Ιούλιο-Αύγουστο όταν το σχολείο έχει μηδενικές ανάγκες σε ρεύμα καθότι κλειστό. Τα κτίρια στα οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί η πολιτική αυτή δεν πρέπει να περιορίζονται στα κτίρια αρμοδιότητας οκτώ υπουργείων όπως προβλέπεται στο υπό διαβούλευση ΕΣΕΚ αλλά να επεκτείνονται στις δεκάδες χιλιάδες των δημοσίων κτιρίων, πρωτοβουλία, η οποία είναι ικανή από μόνη της να περιορίσει δραστικότατα τις ενεργειακές ανάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας μας. Έως σήμερα οι ανάγκες αυτές αντιμετωπίζονται με μια αποικιοκρατική προσέγγιση προσέλκυσης ενέργειας από την ελληνική ύπαιθρο προς αυτά, δίχως να υπάρχει συντονισμένη πολιτική περιορισμού των ενεργειακών αναγκών (κτιρίων, τρόπων μετακίνησης, τρόπων διαβίωσης κοκ) στην πρωτεύουσα και δίνοντας έμφαση στην κατασκευή φαραωνικών έργων υποδομής, τα οποία συχνά ζημιώνουν την οικονομική, ακόμα δε και την υπαρξιακή ταυτότητα συγκεκριμένων περιοχών. Η προσέγγιση του ΕΣΕΚ στο συγκεκριμένο σημείο αποτελεί ίσως το πιο θετικό και το πιο αρνητικό συνάμα σημείο της συνολικής έκθεσης, διότι για πρώτη φορά αναγνωρίζεται ότι μέχρι στιγμής τίποτα απ’ όσα έπρεπε να είχαν γίνει δεν έχει αρχίσει να υλοποιείται εδώ και πολλά χρόνια. Απ΄ αυτήν την σκοπιά δεν μπορούμε παρά να επαινέσουμε αφενός την δεδηλωμένη πρόθεση ώστε κάθε νέα μίσθωση ή αγορά κτιρίου από φορείς τις Κεντρικής Κυβέρνησης από 1/1/2021 (γιατί όχι από 1/1/2020 όμως;) να είναι μηδενικής σχεδόν κατανάλωσης και αφ’ ετέρου την απόφαση ενεργειακής αναβάθμισης σημαντικών κτιρίων που ανήκουν σε ένδεκα σημαντικούς δημόσιους φορείς όπως: -η Βουλή -η Προεδρία της Δημοκρατίας -το Υπ. Ναυτιλίας και Νησιωτικής πολιτικής -το Υπ. Ψηφιακής Πολιτικής -το Υπ. Εξωτερικών -το Υπ. Υποδομών και Μεταφορών -το Υπ. Υγείας -το Υπ. Ανάπτυξης και Επενδύσεων -του Υπ. Εσωτερικών, Μακεδονίας και Θράκης -το Υπ. Δικαιοσύνης -το Υπ. Εθνικής Άμυνας Απαιτείται όμως ένα πολύχρονο και μακρόπνοο πρόγραμμα για όλα τα κτίρια που ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Συνεπώς απαιτείται άμεση αλλαγή του ΓΟΚ ώστε να ενσωματωθούν με δεσμευτικότητα συγκεκριμένες αρχές της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, ως ζήτημα κυβερνητικής προτεραιότητας, και όχι απλώς αόριστη διαβεβαίωση για «σχετικές τροποποιήσεις στο νομοθετικό πλαίσιο». Απαιτείται επίσης ένα σύστημα πριμοδότησης των προσπαθειών από Περιφέρειες και Δήμους αλλά και Νοσοκομεία ώστε να υπάρξουν ισχυρά κίνητρα και αυτοί οι δημόσιοι φορείς να προχωρήσουν στην ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων της ιδιοκτησίας τους, με έμφαση σε ηλιακούς συλλέκτες και πράσινες στέγες. Απαιτείται άμεση (από 1/1/2020) απαγόρευση ψύξης κάτω από μια συγκεκριμένη θερμοκρασία στους καλοκαιρινούς μήνες (πχ. από 1 Ιουνίου μέχρι 1 Σεπτεμβρίου). Σημειωτέον ότι ήδη σε διάφορες χώρες έχουν εισαχθεί ενδυματολογικοί κανόνες στους μήνες με υψηλές θερμοκρασίες). Απαιτείται ακόμα φορολογική ενθάρρυνση των Ενεργειακών Κοινοτήτων. Η ΕΛΛΕΤ πιστεύει ότι οι ποσοτικοί στόχοι που σήμερα δεν φαίνονται ρεαλιστικοί θα μπορέσουν ίσως να γίνουν πραγματοποιήσιμοι εάν επανεκτιμηθούν εκ βάθρων οι δυνατότητες ενεργειακής αναβάθμισης δημοσίων κτιρίων. Σημειώνουμε ότι η υποχρεωτική εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα δημόσια κτίρια, σύμφωνα με στοιχεία της πρόσφατης πανελλαδικής δημοσκόπησης, επικροτείται από το 90% του πληθυσμού με μόνο 9% να εκφράζει αντίρρηση. Η ΕΛΛΕΤ εκτιμά ότι μια τέτοια μερική επανεκτίμηση πολιτικής θα οδηγήσει σε πραγματοποιήσιμους πλέον στόχους, οι οποίοι θα διασφαλίζουν τη σημαντική ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού δυναμικού, την εκτεταμένη χρήση γεωθερμίας και ηλιακών συλλεκτών καθώς και την περιορισμένη εγκατάσταση χερσαίων ανεμογεννητριών σε ευάλωτες και ευαίσθητες περιοχές. Συμπερασματικά προτείνουμε: • Τη συστηματική διαμόρφωση μέτρων και στόχων πολιτικής που προωθούν την αξιοποίηση πηγών γεωθερμίας είτε υψηλής είτε χαμηλής ενθαλπίας. Το μεγάλο πλεονέκτημα της γεωθερμίας είναι ότι αποτελεί ενέργεια βάσης σε αντίθεση με τα αιολικά και ηλιακά πάρκα που παράγουν ενέργεια αιχμής. Επιπρόσθετα, η αξιοποίηση της γεωθερμίας θα επιλύσει πολλά από τα προβλήματα των κοινωνικών αντιδράσεων που καταγράφονται κατά την αδειοδότηση ΑΠΕ και θα διασφαλίσει την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού πλούτου της χώρας. • Σε προστατευόμενες περιοχές (όπως περιοχές του Δικτύου Natura 2000) καθώς και σε πολιτιστικά σημαντικές περιοχές (όπως περιοχές ενταγμένες στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO) δεν πρέπει να επιτρέπεται η χωροθέτηση μορφών ΑΠΕ που δεν αποτελούν ήπιες χρήσεις και προκαλούν όχληση, όπως είναι τα αιολικά πάρκα, ιδίως μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι ειδικές μελέτες οι οποίες θα καθορίζουν τις σχετικές ζώνες εγκατάστασης διαφόρων δραστηριοτήτων. Επισημαίνουμε επίσης ότι οι παραπάνω μελέτες αποτελούν ευθύνη και αρμοδιότητα της Διοίκησης έναντι στην Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, και έχουν καθυστερήσει απαράδεκτα, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας, οπότε θα αποτελέσει μέγιστη τιμή της σημερινής εάν εκπληρώσει την εθνική αυτή υποχρέωση. • Να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν το τοπικό ενεργειακό ισοζύγιο και να μην προκρίνεται η εγκατάσταση μορφών ΑΠΕ σε περιοχές που είναι πρόσφορες για την ανάπτυξη έτερων μορφών ΑΠΕ (πχ να μην προκρίνεται η εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε περιοχές με σημαντικό γεωθερμικό δυναμικό). Αντιθέτως πρώτη προτεραιότητα πρέπει να αποδοθεί στην ενίσχυση δράσεων ενεργειακής εξοικονόμησης και αναβάθμισης του υφιστάμενου κτιριακού δυναμικού, ιδιαίτερα με την εφαρμογή βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, τη χρήση πρασίνων στεγών και την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συλλεκτών. • Την απαλοιφή από το ΕΣΕΚ αντιδημοκρατικών στοιχείων και αντιεπιστημονικών διαδικασιών που έχουν εισχωρήσει με την πρόφαση της επιτάχυνσης των διαδικασιών (fast track). Η ουσιαστική συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στην εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός σχεδίου έργου είναι παράγοντας εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να μην υπάρχουν καθυστερήσεις και χρονοτριβή εν αναμονή ιδίως της δικαστικής κρίσης (εθνικής ή ευρωπαϊκής). • Στην Επιτροπή του άρθρου 3 του ΕΣΕΚ πρέπει να συμμετέχουν οι εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών και των περιβαλλοντικών οργανώσεων, ιδίως ενόψει της πρόνοιας να συμμετέχουν φορείς της αγοράς των ΑΠΕ, για τους οποίους η επένδυση σε χερσαίες ανεμογεννήτριες αναγκαστικά δεν αποτελεί μόνο ζήτημα πεποίθησης αλλά εύλογου οικονομικού κέρδους. Μόνον ως κράτος δικαίου θα μπορέσει η χώρα μας να επιτύχει οποιουσδήποτε στόχους του νέου -και ασφαλώς πολύ βελτιωμένου σε σχέση με το παλαιό- ΕΣΕΚ.