• Σχόλιο του χρήστη 'Δήμητρα Κρόμπα' | 16 Δεκεμβρίου 2019, 09:54

    Σχόλια ΔΕΗ επί του επικαιροποιημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (έκδοση Νοεμβρίου 2019) Η ΔΕΗ χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Πολιτείας για την επικαιροποίηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και είναι πρόθυμη να συμβάλει έμπρακτα με συγκεκριμένες δράσεις, και κυρίως με επενδύσεις, στην αντιμετώπιση των προκλήσεων και στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί. Επισημαίνονται 4 σημεία ειδικού ενδιαφέροντος για τη ΔΕΗ, τα οποία χρήζουν επανεξέτασης: (1) Ηλεκτρικά Δίκτυα: Ένας από τους στόχους που θέτει το ΕΣΕΚ είναι ο ιδιοκτησιακός διαχωρισμός του Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (Η/Ε), το οποίο, ωστόσο, είναι ιδιοκτησία της ΔΕΗ Α.Ε. και το οποίο το διαχειρίζεται η 100% θυγατρική της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε., σύμφωνα με το ισχύον νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο. Από το ΕΣΕΚ φαίνεται ότι ο ιδιοκτησιακός διαχωρισμός επιλέγεται αφενός για την «…προσέλκυση στρατηγικών επενδυτών οι οποίοι θα δεσμευτούν για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και διαχείριση των δικτύων…» και την «…αποεπένδυση του Ελληνικού Δημοσίου από τα δίκτυα, τα οποία θα διαχειρίζονται πλέον φορείς που δεν δραστηριοποιούνται παράλληλα στην προμήθεια ενέργειας…» και αφετέρου για την «…αμερόληπτη και διαφανή πρόσβαση των χρηστών στα Δίκτυα, γεγονός που ενισχύει την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής αγοράς». Κατ’ αρχήν επισημαίνεται ότι ο ιδιοκτησιακός διαχωρισμός του Δικτύου Η/Ε και του Διαχειριστή (ΔΕΔΔΗΕ) ούτε επιβάλλεται ούτε προβλέπεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Σημειώνεται ιδιαίτερα ότι σε πολλές χώρες της ΕΕ τα Δίκτυα και οι Διαχειριστές των Δικτύων ανήκουν σε καθετοποιημένες Ηλεκτρικές Εταιρείες οι οποίες ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται και στην Προμήθεια Η/Ε. Στις χώρες αυτές, όπως και στην Ελλάδα, το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η αμερόληπτη και διαφανής πρόσβαση όλων των χρηστών στα Δίκτυα Η/Ε, υπό την εποπτεία και συνεχή παρακολούθηση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας. Ως εκ τούτου, ο ιδιοκτησιακός διαχωρισμός του Δικτύου και του ΔΕΔΔΗΕ ουδεμία σχέση έχει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην Παραγωγή και Προμήθεια Η/Ε ή με την αμερόληπτη πρόσβαση των χρηστών στα Δίκτυα. Η ΔΕΗ Α.Ε. έχει ως βασική στρατηγική προτεραιότητα, όπως σαφώς αναφέρεται στις επικαιροποιημένες Μεσοπρόθεσμες Στρατηγικές Προτεραιότητες 2020-2024 που ανακοινώθηκαν, την περαιτέρω ανάπτυξη των Δικτύων με μεγάλες επενδύσεις σε έξυπνους μετρητές και έξυπνα δίκτυα και γενικότερα σε εφαρμογή ψηφιακών τεχνολογιών για τη βελτίωση των Υπηρεσιών προς τους τελικούς καταναλωτές και τη βελτιστοποίηση της απόδοσης του Δικτύου Διανομής. Οι επενδύσεις αυτές έχουν ξεκινήσει να υλοποιούνται σήμερα και τα αμέσως επόμενα χρόνια θα απλωθούν σταδιακά σε όλη την Επικράτεια. Η ΔΕΗ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο χρηματοοικονομικό μέσο προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις αυτές, ενώ ήδη διερευνά τη βέλτιστη περαιτέρω δομή χρηματοδότησης σε συνεργασία με μεγάλες Επενδυτικές Τράπεζες. Η ΔΕΗ Α.Ε. είναι εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών με το 34% περίπου των μετοχών της να ανήκει στην ΕΕΣΥΠ (με διακηρυγμένο σκοπό τη διασφάλιση και μεγιστοποίηση της αξίας της δημόσιας περιουσίας), 17% περίπου στο ΤΑΙΠΕΔ και 49% περίπου των μετοχών της να ανήκει σε επενδυτικές εταιρείες (ενδεικτικά, 28% περίπου σε ξένους επενδυτές), Έλληνες θεσμικούς επενδυτές και ευρύ κοινό. Ενδεχόμενη επιβεβλημένη εκ της Πολιτείας πώληση μέρους ή όλου του Δικτύου και του Διαχειριστή Η/Ε θα προσέκρουε στο Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης χρήσης και αξιοποίησης της ιδιοκτησίας μας. Το ζήτημα είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τη ΔΕΗ, δεδομένου ότι ακόμα και η απλή μεταφορά των παγίων του Δικτύου Διανομής Η/Ε από τη μητρική στο ΔΕΔΔΗΕ (ακόμα και με το ΔΕΔΔΗΕ 100% θυγατρική της ΔΕΗ, δηλ. πριν από ενδεχόμενη πώληση) θα έχει σοβαρή αρνητική επίπτωση στα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ και κυρίως στις ταμιακές ροές της, δηλαδή θα θίξει τα συμφέροντα της εταιρείας και όλων των μετόχων της. Χάριν παραδείγματος, προκειμένου να γίνει πιο συγκεκριμένη αυτή η επίπτωση, υπολογίστηκε πώς θα είχαν διαμορφωθεί τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ με ημερομηνία 30.9.2019 (9μηνο) αν είχαν μεταφερθεί τα πάγια του Δικτύου Διανομής από τη Μητρική στο ΔΕΔΔΗΕ. Το αποτέλεσμα για το 9μηνο θα ήταν: - πολύ σημαντική μείωση του EBITDA της Μητρικής κατά €270 εκ. περίπου (εφόσον χάνεται το έσοδο του ενοικίου και οι συμμετοχές καταναλωτών) - σημαντική μείωση στα Κέρδη προ Φόρων της Μητρικής κατά €110 εκ. περίπου (εφόσον μειώνονται οι αποσβέσεις και τα χρηματοοικονομικά έξοδα για τα έργα Δικτύου) - ταμιακό κενό €136 εκ. περίπου, το οποίο και θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να χρηματοδοτηθεί. Η ΔΕΗ Α.Ε. διατηρεί το εκ του Συντάγματος και των Νόμων κατοχυρωμένο δικαίωμά της να αποφασίσει με αμιγώς επιχειρηματικά κριτήρια αν και κατά πόσο είναι συμφέρον για την εταιρεία και τους μετόχους της να πωλήσει Δίκτυο και Διαχειριστή Δικτύου, τι ποσοστό αυτών, με ποια διαδικασία, με ποιους όρους και με ποιο χρονισμό. (2) Απόσυρση Λιγνιτικών Μονάδων: Η ΔΕΗ Α.Ε. βρίσκεται σε διαδικασία επικαιροποίησης του Επιχειρησιακού της Σχέδιο για την περίοδο 2020-2024, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην κατάρτιση του βέλτιστου τεχνικοοικονομικά προγραμματισμού αποσύρσεων των λιγνιτικών μονάδων και ορυχείων της. Βασικό κριτήριο για αυτόν τον προγραμματισμό είναι η ελαχιστοποίηση της οικονομικής ζημίας της ΔΕΗ εξαιτίας των λιγνιτών, με κοινωνική ευαισθησία και υπευθυνότητα προς τους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες (δηλ. με στήριξη της επάρκειας του Ηλεκτρικού Συστήματος μέχρι την κατασκευή νέων μονάδων, με παροχή τηλεθέρμανσης στις τοπικές κοινωνίες μέχρι την υλοποίηση εναλλακτικών λύσεων θέρμανσης κ.ο.κ.). Το πρόγραμμα λιγνιτικών αποσύρσεων στο οποίο έχει καταλήξει η ΔΕΗ στο Επιχειρησιακό της Σχέδιο έχει αναλυτικά ως εξής: I. 2019: Έχουν ήδη σταματήσει να λειτουργούν οι Μονάδες 1 & 2 του ΑΗΣ Καρδιάς από το καλοκαίρι του 2019: συνολική αποσυρόμενη καθαρή ισχύς 542 MW. II. 2020: Εντός του έτους αποσύρονται οι Μονάδες 1 & 2 του ΑΗΣ Αμυνταίου: 546 MW. III. 2021: Εντός του έτους αποσύρονται οι Μονάδες 3 & 4 του ΑΗΣ Καρδιάς. IV. Οι υπόλοιπες εν λειτουργία σήμερα λιγνιτικές μονάδες αποσύρονται σταδιακά μέχρι το τέλος του 2023. Παρατηρούμε ότι οι εκτιμήσεις της ΔΕΗ για την ενέργεια που θα παράγουν οι λιγνιτικές μονάδες (8 GWh το 2020 και 5,2 GWh το 2022) είναι παραπλήσιες με αυτές του ΕΣΕΚ. Αυτό σημαίνει ότι το ΕΣΕΚ διατηρεί διαθέσιμες στο Ηλεκτρικό Σύστημα λιγνιτικές μονάδες οι οποίες λειτουργούν ελάχιστα, μόνο κατά τις κρίσιμες περιόδους. Δηλαδή, στην πράξη το ΕΣΕΚ διατηρεί διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες ως μονάδες «στρατηγικής» (ψυχρής) εφεδρείας για λόγους επάρκειας του Συστήματος. Είναι εντελώς αντιοικονομικό και ασύμφορο για τη ΔΕΗ να κρατά διαθέσιμες αυτές τις λιγνιτικές μονάδες. Σε περίπτωση που οι αρμόδιες Αρχές κρίνουν ότι το Σύστημα έχει ανάγκη αυτές τις λιγνιτικές μονάδες για λόγους επάρκειας, τότε θα πρέπει να προβλεφθεί λειτουργική αποζημίωση της ΔΕΗ για τη διατήρηση των μονάδων αυτών σε διαθεσιμότητα. (3) Ηλεκτρική Διασύνδεση Νησιών: Η προβλεπόμενη από το ΕΣΕΚ ηλεκτρική διασύνδεση του μεγαλύτερου μέρους των νησιών του Αιγαίου ως το 2030 θα έχει πολλαπλά ευεργετικά αποτελέσματα: μέγιστη εκμετάλλευση του δυναμικού ΑΠΕ των νησιών, επάρκεια ενεργειακού εφοδιασμού τους, μείωση του μακροχρόνιου κόστους ηλεκτροπαραγωγής και βελτιωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν έγκαιρα αποφάσεις από την Πολιτεία για το τι μέλλει γενέσθαι με τις θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στα νησιά που πρόκειται να διασυνδεθούν: - Θα παραμείνουν διαθέσιμες σε καθεστώς «στρατηγικής εφεδρείας»; Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να προβλεφθεί αποζημίωση για το κόστος της διαθεσιμότητάς τους. - Θα αποσυρθούν πρόωρα; Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να προβλεφθεί αποζημίωση για το αναπόσβεστο μέρος των επενδύσεων που έχει κάνει η ΔΕΗ στα νησιά αυτά. Επίσης, με δεδομένο ότι - με βάση τα ιστορικά στοιχεία - οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις πάντα παρουσιάζουν σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό, είναι απολύτως απαραίτητη η έγκαιρη επεξεργασία από την Πολιτεία και τις αρμόδιες Αρχές ενός εναλλακτικού σχεδίου δράσης («plan B») το οποίο θα τεθεί σε εφαρμογή σε περίπτωση καθυστέρησης, ειδικά για τα νησιά που η ηλεκτρική διασύνδεσή τους σχεδιάζεται προς το τέλος της εξεταζόμενης από το ΕΣΕΚ περιόδου (2028-2030). Αυτό είναι απαραίτητο γιατί η Οδηγία MCPD της ΕΕ, η οποία θέτει σημαντικούς περιορισμούς στις επιτρεπόμενες εκπομπές από μικρές μονάδες καύσης, επηρεάζει καίρια τη δυνατότητα λειτουργίας των θερμικών μονάδων της ΔΕΗ στα μικρά μη διασυνδεδεμένα νησιά από το 2030 και μετά.