• Σχόλιο του χρήστη 'Πρωτοβουλίας Αθήνας για την προστασία των Αγράφων' | 16 Δεκεμβρίου 2019, 10:11

    Παρατηρήσεις και σχόλια της Πρωτοβουλίας Αθήνας για την προστασία των Αγράφων Το ΕΣΕΚ χρησιμοποιεί μία τεχνοκρατική ιδιόλεκτο, η οποία έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την διατυμπάνιση “φιλόδοξων” ποσοτικά στόχων για την ενεργειακή “μετάβαση”, ως απαραίτητης συνιστώσας για την πολιτική αναχαίτισης της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, η σχετική φρασεολογία και τα ποσοτικά στοιχεία, εντάσσονται απολύτως στον mainstream λόγο περί κλιματικής αλλαγής, που δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το τρέχον μοντέλο ανάπτυξης και προϋποθέτει ως δεδομένο ότι μπορεί η ανθρωπότητα να συνεχίσει στο δρόμο που βαδίζει, της υπερκατανάλωσης (έστω με μικρές προσαρμογές όπως η απαγόρευση των πλαστικών μιας χρήσης) και της ανάπτυξης (έστω πράσινης). Πρόκειται δηλαδή για ένα σχέδιο προσαρμοσμένο στην φρασεολογία και την ιδεολογία της πράσινης ανάπτυξης που κλείνει το μάτι στον ναρκισσισμό και τον καταναλωτισμό του homo economicus: δεν χρειάζεται να μεριμνήσουμε για τίποτ' άλλο, παρά μόνο για το πόσο γρήγορα θα εγκαταστήσουμε τις ΑΠΕ και θα απεξαρτηθούμε από το λιγνίτη και τα ορυκτά καύσιμα, ώστε να σωθεί ο πλανήτης από την κλιματική αλλαγή που προκαλείται από τα αέρια θερμοκηπίου. Εάν όμως η επίκληση της κλιματικής αλλαγής (ή πλέον της κλιματικής κατάστασης ανάγκης, κατά τη νέα φρασεολογία) έχει έρεισμα στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να υπάρχουν πολύ πιο ριζοσπαστικά μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας και περιορισμού των επιβλαβών εκπομπών (π.χ. άμεσος περιορισμός της χρήσης ορυκτών καυσίμων στις μεταφορές με αποθάρρυνση της αγοράς και χρήσης ΙΧΕ, ενίσχυση των ΜΜΜ, ενθάρρυνση της τοπικής παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων για κατανάλωση σε κοντινές αγορές) που να αμφισβητούν ριζικά το καταναλωτικό και παραγωγικό μοντέλο. Η έλλειψη τέτοιου τύπου μέτρων υποδεικνύει ότι η ενεργειακή “μετάβαση” είναι στην πραγματικότητα μια εκστρατεία οικειοποίησης και ιδιωτικοποίησης φυσικών πόρων σε όφελος μεγάλων βιομηχανικών παραγωγών ενέργειας, με εξωτερίκευση του οικονομικού κόστους (περίπλοκα καθεστώτα παντοειδών επιδοτήσεων και ενισχύσεων για διείσδυση των ΑΠΕ και ταυτόχρονα για διαθεσιμότητα ισχύος των συμβατικών μονάδων που εξασφαλίζουν την επάρκεια του συστήματος) και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων λόγω της αλόγιστης επέκτασης των ενεργειακών υποδομών. Έτσι, η επιφανειακά αρραγής τεχνοκρατική γλώσσα χρησιμεύει στην συγκάλυψη και απόκρυψη των ανεπαρκειών και των παρασιωπήσεων που αφορούν τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον το προτεινόμενο σχέδιο. Ειδικότερα: 1. Γίνεται λόγος ( εισαγωγικά στη σελ. 4, και πιο αναλυτικά σελ. 109 - 111) για απλοποίηση και βελτίωση του αδειοδοτικού πλαισίου για τις ΑΠΕ, ενώ είναι γνωστό ότι το ήδη υφιστάμενο πλαίσιο είναι διάτρητο και στην εφαρμογή του εξαιρετικά προβληματικό από άποψη περιβαλλοντικής προστασίας. Έτσι, αδειοδοτούνται περιβαλλοντικά πληθώρα έργων ΑΠΕ ακόμη και εντός προστατευόμενων περιοχών με ΜΠΕ και ΕΟΑ οι οποίες βρίθουν από ανακρίβειες, παραλείψεις και υποτίμηση των επιπτώσεων. Μία από τις αιτίες αυτής της κατάστασης είναι η επαγγελματική και οικονομική εξάρτηση των μελετητών που συντάσσουν τις ΜΠΕ από τους επενδυτές. Οι επενδυτές είναι πελάτες των μελετητών και ως γνωστόν, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Και το δίκιο του επενδυτή γίνεται αν όχι νόμος, πάντως ατομική διοικητική πράξη, χάρη στις ΜΠΕ που επιφανειακά μόνο εξετάζουν τις επιπτώσεις με τρόπο τέτοιο ώστε να επιτευχθεί η ποθούμενη από τον πελάτη αδειοδότηση. Είναι λοιπόν απαραίτητο να προβλεφθεί ότι οι μελετητές που συντάσσουν τις ΜΠΕ δεν θα επιλέγονται από τον επενδυτή, αλλά από την αδειοδοτούσα αρχή και ότι το κόστος της ΜΠΕ θα καταλογίζεται στον επενδυτή. Επίσης οι αδειοδοτικές αρχές στις οποίες υποβάλλονται οι μελέτες αυτές, πρέπει να είναι επαρκώς στελεχωμένες ώστε να μπορούν να κρίνουν τις μελέτες αυτές με την εμβρίθεια που απαιτείται. Εξάλλου, οι μελέτες πρέπει να ελέγχονται, τουλάχιστον δειγματοληπτικά και σε ικανό δείγμα (π.χ. 20%) από ανεξάρτητους επιστήμονες, ώστε να κρίνεται η επάρκεια των μελετητών. Στη σελ. 85 αναφέρεται ότι “Τα απαιτούμενα μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή περιλαμβάνουν παρεμβάσεις που στοχεύουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την πιο αποτελεσματική χρήση υδάτινων πόρων, τη διαχείριση δασών, …. τον περιορισμό της αστικής επέκτασης ”. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ευρύτατη επέκταση των ΑΠΕ που προβλέπει το ΕΣΕΚ πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα αντιστρατεύεται όλους αυτούς τους στόχους. Απαιτείται λοιπόν να διαφυλαχθεί το φυσικό περιβάλλον, τα δάση, οι υδατικοί πόροι και η βιοποικιλότητα και για το σκοπό αυτό πρέπει να περιοριστεί όσο το δυνατόν η επέκταση των ενεργειακών υποδομών, είτε ΑΠΕ είτε συμβατικών, σε μη τροποποιημένη γη. Όλες οι νέες υποδομές πρέπει να εγκατασταθούν σε ήδη τροποποιημένη γη, να υπάρξουν αντικίνητρα για την εγκατάσταση ΑΠΕ σε μη τροποποιημένη γη, να αποφευχθεί η διάνοιξη δρόμων. Άλλωστε, τα διάφορα επικίνδυνα ή ακραία καιρικά φαινόμενα, έχουν αυξημένες επιπτώσεις λόγω της τεράστιας επέκτασης των ανθρώπινων υποδομών στο χώρο και η επέκταση των υποδομών αυτών, υπό το πρόσχημα της εγκατάστασης ΑΠΕ, δεν αμβλύνει, αλλά επιτείνει τα σχετικά προβλήματα. Όσον αφορά το χωροταξικό πλαίσιο, αναφέρεται (σελ. 111) ότι θα καταστούν εκ των προτέρων γνωστές, με σαφήνεια και διαφάνεια, οι κατηγορίες περιοχών στις οποίες αποκλείεται εν όλω ή εν μέρει η εγκατάσταση ΑΣΠΗΕ ή είναι κατάλληλες για την εγκατάσταση έργων ΑΠΕ και ότι θα καθορισθούν οι προϋποθέσεις εγκατάστασης, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως η φυσιογνωμία, η περιβαλλοντική προστασία, η φέρουσα ικανότητα και οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες κάθε περιοχής εγκατάστασης. Ωστόσο, η αναφορά ότι για την αναμόρφωση του χωροταξικού πλαισίου των ΑΠΕ θα «ληφθούν υπόψη» κριτήρια περιβαλλοντικής προστασίας, είναι εντελώς αόριστη. Η αοριστία αυτή επιτείνεται από την έλλειψη οιασδήποτε εξειδίκευσης και οιασδήποτε δέσμευσης αναφορικά με την απαιτούμενη προστασία της βιοποικιλότητας, των υδατικών πόρων, των δασών και δασικών εκτάσεων, για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως. Περαιτέρω, στο ΕΣΕΚ δεν αναφέρεται χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου θα ολοκληρωθεί η αναμόρφωση του χωροταξικού πλαισίου. Ενώ λοιπόν τίθενται ιδιαίτερα φιλόδοξοι στόχοι για επέκταση των ΑΠΕ, και ιδίως των ΑΣΠΗΕ, σε εγκατεστημένη ισχύ και σε συμμετοχή στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, δεν λαμβάνεται καμία μέριμνα για την έγκαιρη αναμόρφωση του χωροταξικού σχεδιασμού για τις ΑΠΕ. Και τούτο παρά το γεγονός ότι το ισχύον «Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας» (ΕΠΧΣΑΑ -ΑΠΕ), που χρονολογείται στο 2008, θα έπρεπε να έχει αναθεωρηθεί και να έχει θεσπίσει αυστηρότερο καθεστώς για τις προστατευόμενες περιοχές. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει διαδικασία διερεύνησης της νομιμότητας του συγκεκριμένου χωροταξικού σχεδίου, λόγω του ότι παραβιάζει τις οδηγίες 92/43/ΕΟΚ και 2009/147/ΕΚ (Αποστολή προειδοποιητικής επιστολής – Υπόθεση 2014/4073), από την άποψη ότι έχει εκπονηθεί χωρίς επαρκή δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων στις περιοχές του δικτύου Natura 2000. Άλλωστε, ο προσδιορισμός της συμμετοχής των διαφόρων μορφών ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα πρέπει να γίνει μόνο μετά την αναθεώρηση του ΕΧΠΣΑΑ -ΑΠΕ, ώστε να είναι δυνατό να καθορισθεί κατά ακριβέστερη προσέγγιση η δυνατότητα εγκατάστασης κάθε μορφής ΑΠΕ από άποψη ισχύος. Συνεπώς, η πρόβλεψη συγκεκριμένων στόχων χωρίς την προηγούμενη αναθεώρηση του ΕΠΧΣΑΑ - ΑΠΕ εγκυμονεί τον κίνδυνο χωροθέτησης νέων ΑΣΠΗΕ, ΜΥΗΕ, υβριδικών και υποδομών αντλησιοταμίευσης βάσει ενός παρωχημένου χωροταξικού πλαισίου , το οποίο έχει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης. Πολλώ δε μάλλον, δεν θα είναι επιτρεπτό η χωροθέτηση των νέων ΑΣΠΗΕ να γίνει επί τη βάσει διαδικασιών τύπου “fast track” που θα δημιουργούν τετελεσμένα για το περιβάλλον. Είναι δε εξαιρετικά ανησυχητικό ότι η αναθεώρηση του ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ έχει παραπεμφθεί στις καλένδες, ενώ επίσης και οι ΕΠΜ για τις προστατευόμενες περιοχές ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα να μην έχει ακόμη θεσπιστεί το απαιτούμενο για καθεμία καθεστώς προστασίας. Έτσι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να προχωρήσει, υπό την επίκληση των δεσμεύσεων που απορρέουν από την διεθνή, ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, και σε εφαρμογή του ΕΣΕΚ, η αθρόα αδειοδότηση των ΑΠΕ και ιδίως των ΑΣΠΗΕ, ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές, βάσει του ισχύοντος ανεπαρκούς αδειοδοτικού και προστατευτικού πλαισίου. Σε σχέση με τα ανωτέρω, θα πρέπει να αποκλειστεί άμεσα και καθολικά η χωροθέτηση ΑΣΠΗΕ σε περιοχές Natura, όπως άλλωστε ισχύει όχι μόνο στην Κύπρο και στην Βουλγαρία, αλλά και σε ορισμένα κρατίδια της Γερμανίας (π.χ. Βαυαρία). Η απαγόρευση αυτή πρέπει να καλύπτει και τα υβριδικά, τα υδροηλεκτρικά και τις υποδομές αντλησιοταμίευσης. 2. Σε ό,τι αφορά τα αιολικά, προβλέπεται (πίνακας 9, σελ. 49) καθαρή παραγωγή 17,1 ΤWh ηλεκτρικής ενέργειας το 2030, ενώ στον πίνακα 8, σελ. 49, εγκατεστημένη ισχύς 7 GW για το ίδιο έτος. Η πρόβλεψη για την εγκατάσταση αιολικών ισχύος 7 GW συμβιβάζεται δύσκολα με όσα αναγράφονται στη μελέτη επάρκειας ισχύος του ΑΔΜΗΕ 2019 -2030. Εκεί αναφέρεται ότι “Η πρόβλεψη της εξέλιξης της εγκατεστηµένης ισχύος ΑΠΕ παρουσιάζει αντίστοιχες ή και µεγαλύτερες δυσχέρειες από αυτές της πρόβλεψης φορτίου. Η εξέλιξη της εγκατεστηµένης ισχύος των ΑΠΕ εξαρτάται τόσο από την πρόοδο της αδειοδοτικής διαδικασίας των έργων, όσο και από τις επενδυτικές πρωτοβουλίες και δυνατότητες των επενδυτών. Σηµειώνεται ότι υπάρχει µεγάλη χρονική υστέρηση µεταξύ του χρόνου χορήγησης των προσφορών σύνδεσης και της υλοποίησης των έργων µε ευθύνη των αντίστοιχων παραγωγών. ” Αυτή η μεγάλη χρονική υστέρηση έχει ως αποτέλεσμα διάφορα έργα ΑΣΠΗΕ των οποίων η υλοποίηση καθυστερεί με ευθύνη των παραγωγών, να απολαμβάνουν υψηλών λειτουργικών ενισχύσεων (καθεστώτα feed in tariff και feed in premium) ενώ οι τρέχουσες τιμές των μειοδοτικών δημοπρασιών να είναι κατά πολύ χαμηλότερες, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού και υπερβολικής επιβάρυνσης των καταναλωτών μέσω του ΕΤΜΕΑΡ. Παράδειγμα, οι αδειοδοτηθέντες ΑΣΠΗΕ των εταιρειών ΑΝΕΜΟΔΟΜΙΚΗ και ΠΟΥΝΕΝΤΗΣ, όπου ενώ ο βαθμός υλοποίησης των έργων είναι μηδενικός με ευθύνη των εταιρειών, παρά ταύτα οι εταιρείες έχουν εγγυημένες τιμές από το 2016 στα 98 ευρώ η MWh, ενώ οι επιτευχθείσες τιμές για αιολικές εγκαταστάσεις με ισχύ μεταξύ 3-50MW στη δημοπρασία της ΡΑΕ της 1ης Ιουλίου 2019 κυμάνθηκαν από 69,18 €/MWh έως 59,09 €/MWh και η μεσοσταθμική τιμή ανήλθε σε 67,31 €/Mwh. Είναι σκανδαλώδες να επιτρέπεται στις εταιρείες να υλοποιούν τα έργα με τόσο μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με τον χρόνο κατά τον οποίον κλειδώνουν οι τιμές πώλησης του ρεύματος. Εξάλλου, και αυτή η μεσοσταθμική τιμή της τελευταίας δημοπρασίας είναι εξαιρετικά υψηλή, καθώς η μείωση από την τιμή εκκίνησης (69,18 € ανά MWh) ήταν της τάξης του 2,7% μόλις, γεγονός που υποδηλώνει συνθήκες μειωμένου ανταγωνισμού και ίσως και συνεννόησης μεταξύ των “ανταγωνιστών”. Τα παραπάνω καθιστούν απλώς ευχολόγιο το αναφερόμενο στη σελ. 73 ότι επιδιώκεται η συνεχής αύξηση της ανταγωνιστικότητας, από πλευράς κόστους παραγωγής, των τεχνολογιών παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Επίσης, για να παραχθεί ενέργεια 17,1 TWh από ΑΣΠΗΕ ισχύος 7 GW προϋποτίθεται συντελεστής φόρτισης 27,88%. Ωστόσο, με βάση τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μελέτη του ΑΔΜΗΕ (πίνακας 4.8, σελ. 21), ο συντελεστής φόρτισης των ΑΣΠΗΕ παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις στη διάρκεια του έτους, από 18,35% τον Ιούνιο και 18,41% τον Σεπτέμβριο έως 29,59% τον Φεβρουάριο (στοιχεία 2013 -2017). Δεδομένου ότι ο προϋποτιθέμενος συντελεστής πλησιάζει πολύ το άνω όριο της διακύμανσης, είναι αβέβαιο εάν θα επιτευχθεί η επιδιωκόμενη ενέργεια με την αναφερόμενη εγκατεστημένη ισχύ. 3. Γίνεται επίσης λόγος (σελ. 4) για βέλτιστη ένταξη των ΑΠΕ στα ηλεκτρικά δίκτυα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η τεράστια διασπορά έργων ΑΠΕ συνεπάγεται την επέκταση των δικτύων μεταφοράς Μέσης και Υψηλής Τάσης. Η κακή συντήρηση του ήδη υφιστάμενου εναέριου δικτύου ευθύνεται, ωστόσο, ήδη για πολλές πυρκαγιές σε δασικές και αγροτικές εκτάσεις. Αυτό είναι άλλωστε κάτι που έχει αντίκρυσμα και στην διεθνή εμπειρία. Στην Καλιφόρνια, που πλήττεται τα τελευταία χρόνια από μεγάλες πυρκαγιές, έχει αποδειχθεί ότι αρκετές εξ αυτών οφείλονται στην πλημμελή συντήρηση του δικτύου μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας, η ευθύνη για το οποίο ανήκει στην εκεί εταιρεία Pacific Gas and Electric. Η αύξηση του κινδύνου των πυρκαγιών λόγω της τεράστιας επέκτασης του εναέριου δικτύου αποτελεί μία “εξωτερικότητα” η οποία δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη στον σχεδιασμό και την κοστολόγηση των σχετικών έργων. 4. Το ΕΣΕΚ προβλέπει τη λειτουργία συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και στη σελ. 55 γίνεται λόγος για προώθηση της αντλησιοταμίευσης ως διαδεδομένη διεθνώς μορφή αποθήκευσης. Ωστόσο, με τα υφιστάμενα σήμερα δεδομένα, τέτοια συστήματα έχουν πολύ υψηλό οικονομικό κόστος και τεράστια περιβαλλοντική επιβάρυνση. Το υβριδικό έργο της ΔΕΗ Ανανεώσιμες στην Ικαρία (ΝΑΕΡΑΣ), για το οποίο γίνεται λόγος στη σελ. 63, το οποίο περιλάμβανε την κατασκευή δύο ταμιευτήρων ύδατος, κόστισε 50 εκατομμύρια ευρώ και θα καλύπτει μόλις το ½ των ενεργειακών αναγκών του εν λόγω νησιού (ετήσια παραγωγή 9,8 Gwh το χρόνο). Δηλαδή το κόστος της αρχικής επένδυσης ανά παραγόμενη GWh ετησίως ανήλθε σε πάνω από 5 εκατομμύρια ευρώ. Για να καλυφθεί λοιπόν υποθετικά το διασυνδεδεμένο σύστημα για παραγωγή της τάξεως των 50.000 GWh ανά έτος, θα απαιτούντο συνολικά 250 δισεκατομμύρια ευρώ αρχικές επενδύσεις, ποσό απαγορευτικό. Εξάλλου, για το εν λόγω πάλι έργο απαιτήθηκαν εκσκαφές της τάξεως του 1 εκατομμυρίου κυβικών μέτρων. Είναι προφανές ότι για να υλοποιηθούν έργα αντλησιοταμίευσης στην κλίμακα που απαιτείται για να καλυφθεί η διείσδυση των στοχαστικών ΑΠΕ, θα απαιτηθούν τεράστια χωματουργικά έργα, τα οποία θα υποβαθμίσουν και θα καταστρέψουν ολόκληρες περιοχές. Η δέσμευση εξάλλου του πολύτιμου, τόσο για την ύδρευση, όσο και την άρδευση νερού, σε τεράστιες ποσότητες, δημιουργεί προβλήματα στον υδρολογικό κύκλο, στην επάρκεια ύδατος και συνιστά έμμεση ιδιωτικοποίηση ενός ζωτικού φυσικού πόρου. 5. Ο στόχος για μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2030 στο επίπεδο του 2017 (σελ. 5) είναι εξαιρετικά ανεπαρκής. Λόγω της κρίσης η τελική κατανάλωση ενέργειας είχε μειωθεί μεταξύ 2009 – 2013 κατά 25% περίπου. Έκτοτε η τελική κατανάλωση αυξήθηκε κάπως από το ναδίρ του 2013 κατά 10-15%. Το να επιδιωχθεί ουσιαστικά η διατήρησή της στο επίπεδο αυτό ως το 2030 συνεπάγεται εντέλει πολύ περιορισμένες φιλοδοξίες για την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση. 6. Ο τομέας των μεταφορών έχει μεγάλο περιθώριο για βελτίωση της εξοικονόμησης και της ενεργειακής αποδοτικότητας. Για να γίνει αυτό απαιτείται βελτίωση των ΜΜΜ, ώστε να ενθαρρυνθεί η χρήση τους τόσο από τους κατοίκους των πόλεων όσο και για την διασύνδεση των πόλεων, αντί της επέκτασης της χρήσης των ΙΧΕ. Ουδείς ωστόσο λόγος γίνεται σχετικά στο ΕΣΕΚ. Απαιτείται επίσης η λήψη θαρραλέων αλλά αναγκαίων μέτρων αποθάρρυνσης της χρήσης των ΙΧΕ. 7. Ο υπερφιλόδοξος στόχος της πλήρους απολιγνιτοποίησης ως το 2028, κατ’ επίκληση της ανάγκης για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, έχει ως έμμεση συνέπεια και ανομολόγητη επιδίωξη, την ριζική ιδιωτικοποίησης της ενέργειας και των ενεργειακών υποδομών: Επειδή ο λιγνίτης υπήρξε η βάση της παραγωγής της ΔΕΗ για δεκαετίες, το κλείσιμο των λιγνιτικών εργοστασίων συνεπάγεται την τεράστια απώλεια μεριδίου της ΔΕΗ στην ηλεκτροπαραγωγή. Εν τέλει πάντως, οι αποσυρόμενες λιγνιτικές μονάδες προβλέπεται να αναπληρωθούν σε μεγάλο βαθμό από μονάδες φυσικού αερίου “που θα παρέχουν και την απαιτούμενη ευελιξία στο σύστημα”. Έτσι όμως ο στόχος της μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης για τον οποίο γίνεται λόγος στη σελ. 61, από τα υψηλά μέσα ποσοστά που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, περίπου 78%, μέχρι το έτος 2030 γύρω στο 70%, παρά την απολιγνιτοποίηση της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, είναι αβέβαιο πώς θα επιτευχθεί. Γίνεται βέβαια αναφορά στην ανάπτυξη της εξόρυξης υδρογονανθράκων, επιλογή η οποία όμως εγκυμονεί τεράστιους περιβαλλοντικούς κινδύνους λόγω πιθανών διαρροών. 8. Γίνεται λόγος (σελ. 14) για ανάπτυξη συστημάτων αυτοπαραγωγής από ΑΠΕ για την κάλυψη των κτιριακών αναγκών για ηλεκτρική ενέργεια, μέσω και της ενίσχυσης του ρόλου των καταναλωτών. Οι δράσεις αυτές θα οδηγήσουν σε χαμηλότερο κόστος διαβίωσης. Πρέπει, ωστόσο, να παρασχεθούν οι τρόποι και τα μέσα, ώστε να βοηθηθούν οι πολίτες να πραγματοποιήσουν τη μετάβαση αυτή. Η αναφορά αυτή είναι αόριστη και απαιτείται διευκρίνιση και εξειδίκευση μέτρων. 9. Σε ό,τι αφορά την γεωθερμία, προβλέπεται μηδαμινή ουσιαστικά ανάπτυξη (ηλεκτροπαραγωγή μόλις 0,6 Twh) και εγκατεστημένη ισχύ μόλις 0,1 GWh, χωρίς να είναι σαφές για ποιο λόγο. 10. Σε ό,τι αφορά τα βιοκαύσιμα, επισημαίνονται ορθά (σελ. 53) τα προβλήματα από την καύση τους. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η κατάταξη των βιοκαυσίμων στις ΑΠΕ, τη στιγμή που τα προϊόντα της καύσης τους παράγουν μικροσωματίδια, επιβλαβή αέρια και αέρια θερμοκηπίου, είναι προβληματική. 11. Όσον αφορά, εξάλλου, τα πλαστικά μίας χρήσης, πρέπει να τεθούν άμεσα δεσμευτικοί στόχοι για τον ριζικό περιορισμό και την προοδευτική απόσυρση των πλαστικών συσκευασιών σε όσο το δυνατόν πιο μεγάλη κλίμακα. Τι ζητάμε; ● Να σταματήσουν άμεσα τα παράνομα έργα στο οροπέδιο της Νιάλας Αγράφων και να τηρηθούν από το ΥΠΕΝ οι διατυπώσεις που προβλέπει η περιβαλλοντική νομοθεσία για τυχόν έγκριση των ΕΟΑ που υπέβαλαν οι επενδύτριες εταιρείες. ● Να εξαιρεθούν τα Άγραφα στο σύνολο τους από τις Περιοχές Αιολικής Προτεραιότητας. Να ανακληθούν όλες οι άδειες ΑΣΠΗΕ και Μικρών Υδροηλεκτρικών στα Ευρυτανικά και τα Θεσσαλικά Αγραφα. ● Να ανασταλεί κάθε αδειοδοτική διαδικασία, καθώς και η ισχύς των αδειών εγκατάστασης ενόσω εκκρεμεί η αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού για τις ΑΠΕ και η διαδικασία παραβίασης που έχει κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εις βάρος της Ελλάδας για την ανεπαρκή προστασία προστατευόμενων περιοχών. ● Να εφαρμόσει η χώρα μία πραγματικά βιώσιμη ενεργειακή πολιτική χωρίς εκπτώσεις στην ακεραιότητα του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Καμία περιοχή περιβαλλοντικής ή πολιτιστικής αξίας να μη θυσιαστεί για την ενεργειακή μετάβαση. ● Την εκπόνηση περιβαλλοντικών μελετών από μη εξαρτώμενους από τους επενδυτές μελετητές, και την αξιολόγησή τους με αξιόπιστο τρόπο. Οι μελέτες αυτές θα πρέπει να εξετάζουν ρεαλιστικά και συνολικά τις συνδυαστικές επιπτώσεις των κατασκευαστικών εργασιών και της λειτουργίας όλων των εγκαταστάσεων ΑΠΕ καθώς και των λοιπών ανθρωπογενών δραστηριοτήτων σε κάθε περιοχή αντί να υποεκτιμούν τις επιπτώσεις μεμονωμένων έργων και σταθμών ΑΠΕ, όπως συμβαίνει έως τώρα.