Αρχική ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣΆρθρο 26 Οι Φορείς του Εθνικού Συστήματος ΔιακυβέρνησηςΣχόλιο του χρήστη Εταιρία Προστασίας Πρεσπών | 17 Μαρτίου 2020, 01:41
Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Γενικά Σχόλια Το Κεφάλαιο Γ εισάγει μια ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος διακυβέρνησης των Προστατευόμενων Περιοχών της χώρας, η οποία ενώ έχει θετικές πλευρές, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρυκτικό, όπως η πρόθεση ίδρυσης μιας σύνθετης νέας υπηρεσίας με αυτό το αντικείμενο, έστω και ως ΝΠΙΔ, σε κεντρικό και αποκεντρωμένο επίπεδο, δεν φαίνεται όμως να είναι επαρκώς στοιχειοθετημένη και επεξεργασμένη. Στα θετικά της πρότασης μεταρρύθμισης που αναρτήθηκε σε διαβούλευση πρέπει να χρεωθούν η εγκατάλειψη της ιδέας για μεταφορά της αρμοδιότητας προστασίας και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα των προστατευόμενων περιοχών της χώρας στην αυτοδιοίκηση β’ βαθμού, η κατανόηση της ανάγκης για τοπική λειτουργία των δομών διαχείρισης, η οποία παρότι δεν αναφέρεται ρητά και με σαφήνεια πάντως υπονοείται, καθώς και η διάσωση της θετικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί σε πολλές περιοχές με τη λειτουργία τοπικών σχημάτων πολυσυμμετοχικής διαβούλευσης είτε με τη μορφή των διοικητικών συμβουλίων των ΦΔ είτε με τη μορφή συμβουλευτικών σε αυτά επιτροπών, όπως η Επιτροπή Διαχείρισης Υγροτόπου του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Πρεσπών. Οι αρμοδιότητές και το πλαίσιο λειτουργίας των Επιτροπών Διαχείρισης του άρθρου 35 όμως δεν είναι απολύτως σαφείς και είναι απαραίτητο να θωρακιστούν περισσότερο σε αυτόν τον νόμο, καθώς και οι αρχές επί των οποίων πρέπει να λειτουργούν, με δεδομένο ότι η επίτευξη συναινέσεων επί ζητημάτων διαχείρισης ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς είναι απολύτως απαραίτητη για την αποτελεσματική διαχείριση και προστασία. Είναι επομένως σκόπιμο να προσδιοριστεί περαιτέρω ο συμβουλευτικός μεν, βαρύνων δε ρόλος τους σε σχέση με τις ΜΔΠΠ. Δυο είναι τα κύρια στοιχεία του Κεφαλαίου Γ που προβληματίζουν έντονα: Οι αρμοδιότητες των νέων δομών και οι προβλέψεις για τη μετάβαση από το παλιό στο νέο σύστημα. Από τον συνδυασμό των άρθρων 27 και 34 προκύπτει ότι ο ΟΦΥΠΕΚΑ δεν έχει συνολική αρμοδιότητα για την διατήρηση της βιοποικιλότητας αλλά μόνο για τη διαχείριση των ΠΠ και ακόμα ότι δεν κάνει ο ίδιος ο ΟΦΥΠΕΚΑ έρευνα, παρακολούθηση και διαχείριση αλλά μόνο συντονίζει άλλους. Όταν προσδιορίζονται όμως οι αρμοδιότητες που θα έχουν οι τοπικές δομές (ΜΔΠΠ), που αποτελούν τμήματα αυτού του οργανισμού με τη διοικητική έννοια, προβλέπεται μια σειρά αρμοδιοτήτων που δεν προβλέφθηκαν για τον ίδιο τον κεντρικό οργανισμό. Χρειάζεται επομένως ανασκευή και των 2 άρθρων περί αρμοδιοτήτων γιατί η παρούσα εκδοχή τους δεν στέκει νομοτεχνικά και διοικητικά. Αλλά πέραν αυτής της ατέλειας, στις αρμοδιότητες των ΜΔΠΠ - των οποίων η χωρική αναφορά δεν προσδιορίζεται στον πίνακα που έχει αναρτηθεί με το νομοσχέδιο, πράγμα που πρέπει άμεσα να διορθωθεί - παρατηρείται η απαλοιφή ορισμένων κρίσιμων αρμοδιοτήτων των σημερινών ΦΔ, η οποία είναι ιδιαίτερα προβληματική. Συγκεκριμένα καταργείται η αρμοδιότητα γνωμοδότησης επί έργων, δραστηριοτήτων και σχεδίων στην προστατευόμενη περιοχή κατά τη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, καθώς και κάθε άλλη παροχή γνώμης, γεγονός που προσκρούει με το εθνικό δίκαιο όπως ισχύει – να σημειωθεί ότι δεν γίνει σχετική τροποποίηση στο κεφάλαιο Α – αλλά και με το ενωσιακό δίκαιο, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του οποίου στην περιβαλλοντική αδειοδότηση συμμετέχουν απαραίτητα αρχές και υπηρεσίες που γνωμοδοτούν από την σκοπιά της διατήρησης της βιοποικιλότητας («δέουσα εκτίμηση» του άρθρου 6(3) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους και άλλες διατάξεις και αρχές του ενωσιακού δικαίου). Αντίθετα με τη λογική του προτεινόμενου νομοσχεδίου θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί η αρμοδιότητα γνωμοδότησης και ακόμα και η παροχή «σύμφωνης γνώμης» τουλάχιστον για έργα κατηγορίας Α στις προστατευόμενες περιοχές καθώς και για τη διαδικασία της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης σχεδίων και προγραμμάτων. Καταργείται επίσης και η αρμοδιότητα φύλαξης, έστω και με την έννοια της εποπτείας από προσωπικό των μονάδων, και εισάγεται μια διάταξη στο σημείο ιγ η οποία προβλέπει «παρακολούθηση της εφαρμογής» των προτάσεων φύλαξης των ΜΔΠΠ από τις αρμόδιες αρχές, δηλαδή ένα είδος ελέγχου της δραστηριότητας των δασαρχείων, της αστυνομίας και των λιμεναρχείων. Δεν είναι καθόλου σαφές πώς είναι δυνατόν να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο στο ελληνικό σύστημα δημόσιας διοίκησης, και ειδικά σε αυτό των σωμάτων ασφαλείας, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση αυτής της προοπτικής. Καταργείται ακόμα η αρμοδιότητα διαχείρισης δημοσίων εκτάσεων και η αγορά ή ενοικίαση ιδιωτικών εκτάσεων για σκοπούς διαχείρισης, εργαλεία που είναι σε πολλές περιοχές απαραίτητα για την αποτελεσματική διαχείριση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και των προστατευτέων αντικειμένων. Ομοίως οι προβλέψεις για τη μετάβαση από το παλιό στο νέο σύστημα δεν φαίνεται να έχουν υποστεί την απαραίτητη επεξεργασία. Συγκεκριμένα στα άρθρα 42 και 43 υπάρχει μεγάλη ασάφεια σχετικά με το λεγόμενο Σχέδιο Δράσης βελτίωσης της δημόσιας πολιτικής Προστατευόμενων Περιοχών και το προβλεπόμενου εκεί Σχεδίου Μετάβασης και του σημείου διαδοχής των ΦΔΠΠ από τον ΟΦΥΠΕΚΑ και των σχετικών ρυθμίσεων (βλ. αναλυτικές παρατηρήσεις στον σχολιασμό κατ’άρθρο). Δημιουργείται σοβαρή ανησυχία τόσο για το κενό που ενδέχεται να δημιουργηθεί ως προς την κάλυψη τυπικών υποχρεώσεων, και ιδίως εκείνων της οικονομικής διαχείρισης και της διαχείρισης προγραμμάτων των σημερινών ΦΔ από τις νέες δομές, όσο και για το κενό που ενδέχεται να δημιουργηθεί ως προς την προστασία και διαχείριση των περιοχών, το οποίο δεν αποκλείεται να καταλήξει σε υποβάθμιση των προστατευτέων αντικειμένων και έκθεση της χώρας σε παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου. Επομένως είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι υπάρχοντες ΦΔΠΠ δεν θα πάψουν να λειτουργούν έως ότου οι νέες δομές στηθούν και είναι επιχειρησιακά έτοιμες και στελεχωμένες ώστε να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που θα κληρονομήσουν από τους ΦΔΠΠ. Επιπλέον είναι απαραίτητο να αποφευχθεί η κατάργηση του σημερινού συστήματος διακυβέρνησης ΠΠ πριν ολοκληρωθεί η έγκριση προεδρικών διαταγμάτων και σχεδίων διαχείρισης για όλες τις περιοχές NATURA 2000 της χώρας, γεγονός που θα επιτρέψει οι νέες δομές να έχουν σαφή πυξίδα που να καθοδηγεί τις συγκεκριμένες αποφάσεις και επιλογές τους για κάθε ΠΠ ευθύνης τους. Μια τέτοια λογική διαπνέει ούτως ή άλλως και το κεφάλαιο Γ και το κεφάλαιο Δ του παρόντος νομοσχεδίου και δεν θα πρέπει να παρακαμφθεί. Άλλες σημαντικές αδυναμίες ή ασάφειες του Κεφαλαίου Γ αφορούν την πρόβλεψη των οικονομικών πόρων των νέων δομών και τον προορισμό τους (άρθρα 31 και 34), το προσωπικό των νέων δομών και την τύχη της Επιτροπής ΦΥΣΗ 2000 (άρθρο 32). Είναι επομένως απολύτως ασαφής και ο χαρακτήρας του νέου συστήματος καθώς και η προοπτική αυτό να στηθεί και να λειτουργήσει αποτελεσματικά στο άμεσο μέλλον. Άρθρο 26 Προβλέπεται «επικουρικός» ρόλο των πΜΚΟ και γίνεται παραπομπή στο άρθρο 41, αλλά λείπει οποιαδήποτε αναφορά σε άλλους εμπλεκόμενους φορείς και ιδίως σε όσους συμμετέχουν στις Επιτροπές Διαχείρισης του άρθρου 35.