• Σχόλιο του χρήστη 'Γεώργιος Σούλτος' | 18 Μαρτίου 2020, 00:28

    ΑΙΤΗΜΑ ΑΠΟΣΥΡΣΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ Η δημόσια διαβούλευση ενός τόσο σημαντικού νομοσχεδίου για τις προστατευόμενες περιοχές της χώρας με τίτλο «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας», εν μέσω καραντίνας στην οποία έχει μπει η χώρα μας και κατ’οίκον περιορισμού των πολιτών, δεν προάγει τις αρχές της διαβούλευσης και της απρόσκοπτης συμμετοχής σε αυτή σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σύμβαση Aarhus, σχετικές οδηγίες ΕΕ και την εθνική νομοθεσία. Ενδεικτικά, υπάρχει αδυναμία σύγκλισης συλλόγων, κινημάτων πολιτών, περιβαλλοντικών ΜΚΟ κλπ, αλλά και οργάνων των οποίων οι απόψεις είναι καίριες για το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο όπως πχ Επιτροπή Φύση 2000. Η απομακρυσμένη επαφή μέσω διαδικτύου δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις διαδικασίες ζωντανού διαλόγου εντός των συλλογικοτήτων και οργάνων τα οποία αδυνατούν να συγκληθούν ώστε να λάβουν αποφάσεις. Ζητάμε λοιπόν να πράξετε το αυτονόητο και να αποσύρετε το νομοσχέδιο με τίτλο «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας» και τη σχετική διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης τουλάχιστον έως ότου επανέλθει η χώρα στην κανονικότητα. Δεδομένου όμως ότι η δημόσια διαβούλευση κακώς μέχρι σήμερα δεν έχει αποσυρθεί, υποβάλλουμε τις παρακάτω σύντομες παρατηρήσεις και επιφυλασσόμαστε για πιο αναλυτικές παρατηρήσεις και προτάσεις, ύστερα από μια πιο εκ βάθους μελέτη και σύγκλιση των οργάνων μας προκειμένου να παρθούν συλλογικές αποφάσεις. Άρθρα 1-9 (Περιβαλλοντικές Αδειοδοτήσεις) Άρ.1: Η αύξηση της διάρκειας της ισχύος της ΑΕΠΟ δεν είναι συμβατή με τις ταχύτατες περιβαλλοντικές, αλλά και τεχνολογικές μεταβολές που επιτελούνται σήμερα. Ας λάβουμε επίσης υπόψη μας ότι οι αλλαγές στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και η εναρμόνιση της Ελληνικής νομοθεσίας με αυτές γίνονται σε χρόνους μικρότερους από 15 χρόνια. Αυτό που επιτάσσει η λογική και οι τρέχουσες περιβαλλοντικές απαιτήσεις είναι η μείωση και όχι η αύξηση της ισχύος των Π.Ο., ώστε να μπορέσουν να παρακολουθούνται αυτές οι αλλαγές, να εφαρμόζονται νέοι τρόποι περιβαλλοντικής διαχείρισης ή να χρησιμοποιηθούν σύγχρονες εναλλακτικές στην υλοποίηση του έργου, σε περίπτωση που αυτό δεν έχει κατασκευαστεί ακόμα (συχνή περίπτωση στην σημερινή Ελληνική πραγματικότητα). Άρ.2 :Οι γνωμοδοτήσεις δεν πρέπει να αποτελέσουν θέμα επιλογής από τον υπόχρεο φορέα του έργου, αλλά να ζητούνται σε κάθε περίπτωση. Αντίθετα θα πρέπει να κατοχυρωθεί ως υποχρεωτική η εμπρόθεσμη γνωμοδότηση και η γνωμοδότηση του Φορέα Διαχείρισης, αν το έργο ή τμήμα του βρίσκεται εντός περιοχής προστασίας ή γειτνιάζει με αυτήν . Δεν διασαφηνίζεται επαρκώς πότε μια γνωμοδότηση περιέχει ¨ουσιώδη στοιχεία¨ και με ποια κριτήρια. Με την εισαγωγή αυτού του Άρθρου απαξιώνεται η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, που πλέον υπόκειται σε μονομερή και πλημμελή θέαση και έλεγχο. Αυτό επιτυγχάνει εξάλλου και η κατάργηση των παραγράφων του Άρθρου 4 και 5, που εξασφαλίζουν τις ουσιώδεις περιεχομένου γνωμοδοτήσεις και την τεκμηρίωση των αντιφατικών δεδομένων των γνωμοδοτήσεων. Υποβαθμίζονται έτσι οι ουσιαστικές παρεμβάσεις των κατ΄ εξοχήν αρμοδίων Υπηρεσιών στην αποτελεσματικότητα και στις επιπτώσεις του έργου. Η τροποποίηση της παραγράφου 3β ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθούν οι Φάκελοι πλήρεις, ενώ δεν είναι, λόγω της μικρής προθεσμίας που δίνει στην Διοίκηση να εκτελέσει τον έλεγχο. Κυρίως λόγω του μεγάλου φόρτου από μελέτες αδειοδοτήσεων και έλλειψης προσωπικού, των αρμόδιων Υπηρεσιών Άρ.3: Τα περιθώρια των 3 ημερών που θέτει είναι ουσιαστικά ανέφικτα λόγω της χρόνιας διαπιστωμένης αδυναμίας των αρμόδιων Υπηρεσιών να εκτελέσει τον έλεγχο. Γεγονός που οφείλεται στον μεγάλο όγκο εργασίας τους και του μειωμένου υπαλληλικού δυναμικού τους (όπως αναφέρθηκε παραπάνω) Άρ.4: Οι χρόνοι είναι εξαιρετικά μικροί για να μπορέσει να ανταπεξέλθει μια υποστελεχωμένη Υπηρεσία επιφορτισμένη με μεγάλο όγκο φακέλων προς αδειοδότηση. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο απαξιώνεται η διαδικασία έκδοσης Απόφασης Εγκρίσεις Περιβαλλοντικών Όρων και υποβαθμίζεται η ποιότητα ελέγχου. Αρ.6 : (τροπ. Άρθρου 13 παραγρ. Β) Η εξαίρεση του εκπροσώπου της ΕΓΥ από το Συμβούλιο Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης αποτελεί σημαντική παράλειψη, δεδομένου ότι η Υπηρεσία αυτή έχει εκπονήσει σημαντικό έργο και διαχειρίζεται ευρύ φάσμα θεμάτων (Διαχειριστικά Σχέδια, ακτές κολύμβησης, προγράμματα παρακολούθησης ποιότητας νερών, κλπ), με ρόλο καθοριστικό για την διαμόρφωση άποψης για τους όρους αδειοδότησης των έργων Αρ.7: Μαζί με το Φορέα του έργου η αδειοδοτούσα αρχή πρέπει να είναι συνυπεύθυνη στην επιλογή των βάσιμων σχολίων που έχουν αναφερθεί στη δημόσια διαβούλευση. Άρ.9: Η κατάργηση της παρ. 7 του Άρθρου 20, ουσιαστικά καταργεί τον προληπτικό έλεγχο σε περιοχές Natura από τους Φορείς Διαχείρισης και τους ΕΕΠ απαραίτητο για την προστασία της περιοχής και την αποφυγή επιπτώσεων από το έργο. Ανεξέλεγκτη παρέμβαση σε ευαίσθητες και σημαντικά οικολογικά περιοχές, θέτει σε κίνδυνο το προστατευταίο. Πρέπει να αναιρεθεί ή διάταξη αυτή. Άρθρα 27-46 (Φορείς διαχείρισης και περιοχές Natura) Άρ.27,28, 30, 31,32: Η δημιουργία του ΟΦΥΠΕΚΑ ως οργανισμού που ανήκει στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, ταυτόχρονα με τη διάλυση των ΦΔΠΠ και την αντικατάστασή τους από τις ΜΔΠΠ ως τμήματα του ΟΦΥΠΕΚΑ, καταργεί την ανεξαρτησία που είχαν οι ΦΔΠΠ από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, οπότε η δουλειά τους και κυρίως οι γνωμοδοτήσεις τους δε θα μπορούν να είναι ανεξάρτητες και αντικειμενικές υπέρ του προστατευταίου αλλά θα υπόκεινται στις πιέσεις των εκάστοτε πολιτικών προϊσταμένων τους. Αρ.29, 34: Οι 24 ΜΔΠΠ που αντικαθιστούν τους 36 ΦΔΠΠ, αντί να γίνονται πιο ευέλικτες και αποτελεσματικές με αύξηση του αριθμού τους και του δυναμικού τους και με συνεπαγόμενη μείωση της έκτασης των ΠΠ που εποπτεύουν ( που ήταν πάγιο αίτημά τους), μειώνονται κατά 12 και επομένως αυξάνεται η έκταση των ΠΠ που εποπτεύουν. Λογική συνέπεια η υποβάθμιση της εποπτείας και αποτελεσματικότητάς τους στις περιοχές αρμοδιότητάς τους. Περαιτέρω υποβάθμιση προκύπτει από τη μετατροπή τους σε «τμήματα» του ΟΦΥΠΕΚΑ. Αρ. 35: Εφόσον δεν υπάρχει καθορισμένος αριθμός συμμετεχόντων στην Επιτροπή Διαχείρισης, το επιστημονικό δυναμικό που σχετίζεται με τη διατήρηση της φύσης και την προστασία της βιοποικιλότητας υπάρχει δυνατότητα να είναι οικτρή μειοψηφία μέσα στην ΕΔ , ενώ η πλειοψηφία να είναι εκπρόσωποι τοπικής αυτοδιοίκησης, επαγγελματικών και παραγωγικών τομέων και δημοσίων υπηρεσιών της περιοχής, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα διαμόρφωσης πλειοψηφίας κατά βούληση. Αυτό θα έχει επιπτώσεις στην αύξηση των πιέσεων και των απειλών πάνω στο προστατευόμενες περιοχές. Επίσης δε διευκρινίζεται ο ρόλος των ΕΔ αν είναι αποφασιστικός, συμβουλευτικός, γνωμοδοτικός κλπ, δλδ αν οι αποφάσεις του οργάνου θα είναι δεσμευτικές για τα Διαχειριστικά Σχέδια κλπ. Αρ.44, 45, 46, 47 : Τα άρθρα 44, 45, 46 και 47 απαιτούν εκτενέστατη μελέτη την οποία λόγω των εκτάκτων συνθηκών που προαναφέραμε δεν έχουμε μπορέσει να πραγματοποιήσουμε, αλλά ως γενική παρατήρηση βλέπουμε χαλάρωση αντί για αυστηροποίηση των μέτρων προστασίας στις προστατευόμενες περιοχές. Ενδεικτικά, δίνεται η δυνατότητα κατασκευής υποδομών κοινής ωφέλειας , κτιρίων, δρόμων μέσα στον πυρήνα των περιοχών Natura, η δυνατότητα μεταλλευτικών και εξορυκτικών δραστηριοτήτων σε όλες τις ζώνες προστασίας εκτός του πυρήνα των περιοχών Natura, η φύλαξη αντί να ανατεθεί σε ένα ειδικά επανδρωμένο σώμα ανατίθεται στις ήδη υποστελεχωμένες δασικές υπηρεσίες κλπ. Άρθρα 47-55 (δασικά) Αρ.47,48: Σύμφωνα με τις παράγραφο 4 του άρθρου 15 του Ν. 3889/2020 «Με τις αντιρρήσεις προβάλλονται λόγοι που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την αμφισβήτηση του χαρακτήρα ή της μορφής των εμφανιζόμενων στον δασικό χάρτη εκτάσεων».Η συμμετοχή τοπογράφου μηχανικού σε μια επιτροπή που κρίνει τον δασικό ή μη χαρακτήρα μιας έκτασης, είναι επιεικώς απαράδεκτη. Οι ΕΠΕΑ δεν ασχολούνται με τοπογραφικά διαγράμματα, με πολεοδομικά ή χωροταξικά ζητήματα, με αστικές αναπλάσεις κλπ, αλλά κρίνουν με βάση την δασική νομοθεσία αν το είδος και η πυκνότητα της υπάρχουσας βλάστησης εντάσσει ή όχι μια συγκεκριμένη έκταση στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Η κατάρτιση και ο έλεγχος ενός δασικού χάρτη, είναι δουλειές που, βάσει άρ.2 του Ν. 4412/2016, μόνον οι Δασολόγοι δικαιούνται να λάβουν μελετητικό πτυχίο στην Κατηγορία 24 “Δασικές μελέτες”, η οποία περιγράφεται ως “διαχείριση δασών και ορεινών βοσκοτόπων, δασοτεχνική διευθέτηση ορεινών λεκανών χειμάρρων, αναδασώσεων, δασικών οδών, δασικών μεταφορικών εγκαταστάσεων και εκτέλεση εργασιών κατάρτισης, διόρθωσης και συμπλήρωσης των δασικών χαρτών και λοιπών εργασιών ως την κύρωσή τους”. Επομένως μόνο οι δασολόγοι μπορούν να συντάξουν και να κρίνουν το περιεχόμενο ενός δασικού χάρτη και επομένως οι ΕΠΕΑ θα έπρεπε να αποτελούνται αποκλειστικά από δασολόγους, όπως και στα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής (Σ.Α.) συμμετέχουν μόνο αρχιτέκτονες. Αρ.50-55: Οι αποκαλούμενες «οικιστικές πυκνώσεις», κρίθηκαν από την ολομέλεια του ΣτΕ (ΣτΕ 685/2019) ως αντικείμενες στο αρθ. 24 παρ.1 του Συντάγματος. Από το προτεινόμενο νομοσχέδιο προβάλλεται, μία παράλληλη και ξέχωρη διαδικασία από την ανάρτηση του Δασικού Χάρτη, εντός των ιωδών περιγραμμάτων, η οποία προβλέπει την τακτοποίηση των κατοικιών και των συνοδών κατασκευών για διάστημα 30 ετών. Για την υπαγωγή στην εν λόγω ρύθμιση ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλλει αίτημα με παράβολο και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ενώ στη συνέχεια καταρτίζεται οικονομοτεχνική μελέτη σε επίπεδο περιφέρειας (εξαιρέσεις ισχύουν για Αττική, Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική), η οποία αποφαίνεται ως προς τις συνέπειες διατήρησης ή κατεδάφισης των αυθαίρετων κατασκευών. Οι προδιαγραφές των μελετών, η διαδικασία ανάθεσης και έγκρισης τους θα είναι αντικείμενο σχετικής ακόλουθης Υπουργικής Απόφασης. Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω μελέτες, για να μοιάζει η όλη διαδικασία σύννομη με τις επιταγές του ΣτΕ, προβλέπεται η έκδοση προεδρικού διατάγματος που θα καθορίζει, τις περιοχές όπου εφαρμόζεται η τακτοποίηση, τα πρόστιμα, η αναστολή των ήδη ληφθέντων διοικητικών κυρώσεων, οι δράσεις του δασικού ισοζυγίου, κ.λ.π. (βλπ. αρθ. 54 «Περιεχόμενο του προεδρικού διατάγματος») Η παράλληλη αυτή διαδικασία τακτοποίησης των αυθαιρέτων, η οποία καταργεί την αξία του Δασικού Χάρτη και του Δασολογίου, δεν προσδίδει κανένα αίσθημα δικαίου, ενώ τιμωρεί ουσιαστικά όσους δεν πρόλαβαν ή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να οικοδομήσουν. Κανονικά αυτή η διαδικασία τακτοποίησης θα έπρεπε να ακολουθεί τη διαδικασία εξέτασης των αντιρρήσεων του αρθ.18 του ν.3889/2010 και όχι να προηγείται ή να γίνεται παράλληλα, πόσο δε μάλλον να γίνεται ανεξάρτητα και παραβλέποντας τον ισχύοντα νόμο (3889/10) και το ίδιο το Σύνταγμα (απόφαση ΣτΕ 685/19). Το νομοσχέδιο, με τα  άρθρα 50 έως 55, προσθέτει έναν ακόμη τρόπο διευθέτησης (και ενθάρρυνσης) της αυθαίρετης δόμησης. Η αντίστοιχη αντιμετώπιση των κατασκευών και ιδιοκτησιών εντός μη εγκεκριμένων οικισμών της παρ. 2β του αρθ. 23 του ν. 3889/2010, όπως ορίζεται στο αρθ. 24 του ίδιου νόμου, προβλέπει μία πολύ πιο διαφορετική διαδικασία από αυτή της τακτοποίησης. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, πώς γίνεται μία αυθαίρετη κατασκευή εντός δασικής έκτασης να αντιμετωπίζεται με πολύ πιο ευνοϊκούς όρους, όταν υπάγεται μέσα στα αμφιλεγόμενα όρια μιας οικιστικής πύκνωσης και με αυστηρότερους όρους όταν υπάγεται μέσα σε ένα μη εγκεκριμένο Σχέδιο Πόλης. Πρόκειται ξεκάθαρα για άνοιγμα ενός ακόμη παραθύρου παρανομίας στην, ήδη διάτρητη από τις πολιτικές λαθροχειρίες και σκοπιμότητες του παρελθόντος, περιβαλλοντική νομοθεσία. Στο πνεύμα της απόφασης του ΣτΕ 685/2019 εξάλλου, επικρίνεται όχι μόνο η εξαίρεση της ανάρτησης των οικιστικών πυκνώσεων, αλλά και η ίδια η διαδικασία οριοθέτησή τους και εφαρμογής των κριτηρίων από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Δήμων. Το παρόν νομοσχέδιο όμως, δεν εξετάζει τα κριτήρια προσδιορισμού των οικιστικών πυκνώσεων, ούτε τροποποιεί σε καμία περίπτωση τα συγκεκριμένα όρια και περιορίζεται στην παρ. 1α του αρθ. 51 όπου «Οικιστικές πυκνώσεις ορίζονται οι συγκεντρώσεις κατοικιών, οι οποίες παρουσιάζουν εν τοις πράγμασι λειτουργική ενότητα λόγω της εγγύτητας μεταξύ τους και της εξυπηρέτησής τους από κοινά δίκτυα (όδευση, ενέργεια, ύδρευση κ.λπ.).» Ο νομοθέτης δηλαδή, περιορίζεται να συμμορφωθεί με τις επιταγές του ΣτΕ, μόνο ως προς το τυπικό κομμάτι της έκδοσης ΠΔ και της ανάρτησης των εκτάσεων των οικιστικών πυκνώσεων. Η επίλυση ενός υπαρκτού διαχρονικού προβλήματος δεν μπορεί να γίνει εν νυκτί με όρους τακτοποίησης, απαιτεί συναίνεση, αποφασιστικότητα και μακροχρόνιες διαδικασίες που πρέπει να βασίζονται σε ένα εγκεκριμένο γενικό σχεδιασμό. Οι προτεινόμενες μελέτες θα πρέπει να εξαρτώνται από το χωρικό και αναπτυξιακό σχεδιασμό της εκάστοτε περιοχής, να αποτελούν μέρος Τοπικών Χωρικών Σχεδίων, ΓΠΣ, κλπ. και να εγκρίνονται από όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες και ειδικότερα της Δασικής.  Καμία όμως λύση για την αυθαίρετη δόμηση δεν μπορεί να σταθεί αν δεν εξασφαλίζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η τακτοποίηση των 30 ετών δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επίλυση αυτού του σοβαρού προβλήματος. Προτείνεται η πλήρης διαγραφή των άρθρων 50-55 και η εξέταση του ζητήματος σε ένα ευρύτερο πλάνο, το οποίο θα αποτυπώνεται σε ένα νέο ρυθμιστικό σχέδιο το οποίο θα συνταχθεί σε συνεργασία με τη δασική υπηρεσία και τα σχέδια διαχείρισης και προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων τα οποία εκπονεί. Αν απαιτηθεί, για την εφαρμογή επιτέλους, αληθινής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, οι αυθαίρετες κατασκευές (οικίες, αποθήκες, ναΐσκοι, ναοί κλπ) να απομακρυνθούν αφού απαλλοτριωθούν προς αποζημίωση των ιδιοκτητών που έχουν καταβάλλει φόρους, τέλη κλπ, και να εφαρμοστεί ένας σοβαρός και απαράβατος πλέον, σχεδιασμός.  Άρθρα 56-66 (απόβλητα) Άρ.58: Στην ενότητα Β αναφέρεται ότι «Για τη συλλογή και μεταφορά μη επικίνδυνων αποβλήτων δεν απαιτείται άδεια», παρά μόνο «εγγραφή και καταχώριση στο ηλεκτρονικό μητρώο αποβλήτων (ΗΜΑ)». Επειδή συχνά τα οχήματα συλλογής και μεταφοράς δεν πληρούν τις απαιτούμενες προδιαγραφές, ενώ παρατηρούνται και φαινόμενα παράνομης εκφόρτωσης αποβλήτων, κυρίως κοντά σε ρέματα, να εισαχθούν διατάξεις για την αδειοδότηση της διαδικασίας των μέσων μεταφοράς αποβλήτων από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου ΥΜΕ (Υποδομών και Μεταφορών). Παράλληλα, πρέπει να εισαχθούν διατάξεις ώστε να προβλέπεται ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής των διαδρομών των οχημάτων, δημοτικών και ιδιωτικών, ώστε να μηδενίζεται η δυνατότητα παράνομης εκφόρτωσης. Το σύστημα καταγραφής και ελέγχου των διαδρομών των οχημάτων πρέπει να παρακολουθείται από την αρμόδια διεύθυνση της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και να εισάγεται στο ΗΜΑ (Ηλεκτρονικό Μητρώο Αποβλήτων). Άρ.63: Πρέπει να συμπεριληφθούν ειδικές διατάξεις για την διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων σε περιοχές υψηλού κινδύνου εκδήλωσης πλημμυρικών φαινομένων. Πρώτα από όλα, δεν πρέπει να υπάρχει καμιά δυνατότητα αδειοδότησης χώρου αποθήκευσης ή εγκαταστάσεων παραγωγής επικίνδυνων αποβλήτων κοντά σε ρέματα ή σε περιοχές που, σύμφωνα με τα σχέδια διαχείρισης πλημμυρικού κινδύνου σε επίπεδο λεκάνης απορροής, αποτελούν ζώνες υψηλού πλημμυρικού κινδύνου. Λόγω του κινδύνου μεταφοράς των επικίνδυνων αποβλήτων, σε περιπτώσεις φαινομένων φυσικών καταστροφών, όπως οι πλημμύρες υψηλής περιόδου επαναφοράς, πρέπει να υπάρχει γνωμάτευση της αρμόδιας αρχής της Οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ότι η αποθήκευση των επικίνδυνων αποβλήτων γίνεται σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο χωρίς τη δυνατότητα εξόδου των προϊόντων αυτών λόγω υπερχείλισης υδάτων ή άλλης αστοχίας στο χώρο αποθήκευσης. Αρ.64: α/ Εγκάρσια διέλευση αγωγών λυμάτων από κοίτες ρεμάτων, τεχνικά, διευθετημένες κοίτες και διάθεση αγωγών επεξεργασμένων λυμάτων στον τελικό αποδέκτη Θα πρέπει να εισαχθούν απαγορευτικές διατάξεις για την διέλευση αγωγών ακαθάρτων μέσα στις κοίτες υδατορεμάτων. Σε περιπτώσεις υφιστάμενης εγκάρσιας διέλευσης αγωγού εσωτερικού δικτύου αποχέτευσης ή μεταφοράς λυμάτων από φυσική ή διευθετημένη κοίτη υδατορέματος, η οποία δεν μπορεί να τροποποιηθεί, θα πρέπει να λαμβάνεται ειδική μέριμνα με κατάλληλα τεχνικά μέτρα, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος εκροής των λυμάτων στο υδατόρεμα. Με απώτερο σκοπό πάντοτε την απομάκρυνσή του από το υδατόρεμα. Κατ΄εξαίρεση για τα προτεινόμενα έργα διασφάλισης της παραμονής του αγωγού στο υδατόρεμα να απαιτείται γνωμοδότηση των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Ν. 4258/2014, εκτός από τις περιπτώσεις ε' και στ' της ίδιας παραγράφου όπου αρμόδια αρχή είναι η Διεύθυνση Τεχνικών Έργων της οικείας Περιφέρειας. β/ Παράνομες Συνδέσεις Αστικών ή Βιομηχανικών Λυμάτων σε δίκτυο ομβρίων ή απευθείας σε φυσική ή διευθετημένη κοίτη ρέματος. Πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις για τον εντοπισμό των παράνομων συνδέσεων από αγωγούς ακαθάρτων στα δίκτυα ομβρίων που εκβάλλουν στα ρέματα. Σε περίπτωση καταγγελιών για περιβαλλοντική υποβάθμιση, λόγω παράνομων συνδέσεων σε κοίτες ρεμάτων ή αγωγούς του δικτύου ομβρίων, αρμόδια αρχή για τον έλεγχο της δραστηριότητας και των ενεργειών των εποπτευόντων φορέων της παραγράφου 1 είναι η αρμόδια Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, που με επιστολή της θα επιβάλει στους εποπτεύοντες φορείς να προχωρήσουν σε εντοπισμό των παράνομων συνδέσεων λυμάτων εντός 20 ημερών. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εποπτευόντων φορέων, θα τους επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.