• Σχόλιο του χρήστη 'ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ' | 18 Μαρτίου 2020, 08:57

    Για το σύστημα διακυβέρνησης προστατευόμενων περιοχών Οι προστατευόμενες περιοχές αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής διατήρησης της βιοποικιλότητας. Δυστυχώς, όμως, η βιοποικιλότητα πλήττεται παγκόσμια, αφού κάθε χρόνο εξαφανίζονται με ραγδαίο ρυθμό διάφορα είδη εξαιτίας κυρίως ανθρωπογενών πιέσεων. Στην Ελλάδα, όλο και περισσότερα δεδομένα αποδεικνύουν ότι πολλές περιοχές αφιερωμένες στη διατήρηση της βιοποικιλότητας αποτελούν επίσης τόπους σημαντικούς για τον πολιτισμό και την ιστορία μας, όπως τα ιερά δάση, για διατήρηση αειφορικών γνώσεων τεχνολογίας, διαχείρισης, π.χ. οι ξερολιθιές και φαρμακευτικής, π.χ. το τσάι του βουνού. Επιπλέον πολλές από αυτές (π.χ. Βόρεια Πίνδος, Καρστικό σύστημα Ζήρειας-Στυμφαλίας) είναι σημαντικές για τη παλαιοντολογία και τη γεωλογική ιστορία της Ελλάδας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το υφιστάμενο εθνικό σύστημα διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, ανταποκρινόμενο στη συσσωρευμενη διεθνή εμπειρία και στη σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση, είναι ένα συμμετοχικό σύστημα διαχείρισης. Σε αυτό το σύστημα το κράτος έχει μεν την τελική ευθύνη διοίκησής του, αλλά στηρίζεται και εμπλέκει τόσο τις τοπικές κοινότητες, μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης και των παραγωγικών φορέων, όσο και την επιστημονική κοινότητα και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Η ευθύνη της διακυβέρνησης μοιράζεται μεταξύ κράτους – τοπικής κοινωνίας – κοινωνίας των πολιτών (επιστήμονες & ΜΚΟ) σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, κάτι που διευκολύνει την ευελιξία και προάγει τη δημοκρατία και τη διαφάνεια. Οι διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου εισάγουν μια σοβαρή μεταβολή της ισορροπίας των παραπάνω τριών πόλων. Η λήψη αποφάσεων για κάθε προστατευόμενη περιοχή περιέρχεται εξ’ ολοκλήρου στον υπουργό μέσω του ΟΦΥΠΕΚΑ και ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας και της επιστημονικής κοινότητας υποβαθμίζεται σε συμβουλευτικό. Επισημαίνεται ότι αυτό αφορά και την περιβαλλοντική αδειοδότηση, αφού μέσω των ρυθμίσεων του Κεφαλαίου Α’ του νόμου οι ΜΔΠΠ δεν θα γνωμοδοτούν για αιτήματα αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων στον χώρο ευθύνης τους. Η προτεινόμενη αναμόρφωση του συστήματος βασίζεται στην υπόθεση ότι για τις υπαρκτές αδυναμίες και την αναποτελεσματικότητα επιμέρους στοιχείων του υφιστάμενου συστήματος διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών ευθύνεται το μοντέλο αποκεντρωμένης δομής λήψης αποφάσεων. Πληθώρα έγκυρων και τεκμηριωμένων εκθέσεων (π.χ. Επισκόπηση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ 2019 Έκθεση χώρας – ΕΛΛΑΔΑ) δείχνει ότι η ευθύνη βαρύνει κυρίως τις πολιτικές ηγεσίες του αρμόδιου υπουργείου και διόλου τους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι τουλάχιστον εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ουδέποτε αμφισβητήθηκε το υφιστάμενο τοπικό μοντέλο διακυβέρνησης. Αντίθετα συνεχείς είναι οι αιτιολογημένες γνώμες και οι καταδίκες που αφορούν ουσιαστικά την απροθυμία των κυβερνήσεων να προχωρήσουν στα αυτονόητα, όπως είναι η θεσμοθέτηση των κανόνων προστασίας στις προστατευόμενες περιοχές. Και αυτό παρότι οι υπηρεσίες του αρμόδιου υπουργείου έχουν στα συρτάρια τους δεκάδες ΕΠΜ χρηματοδοτούμενες από διάφορα ευρωπαϊκά προγράμματα (ΚΠΣ, LIFE κ.λπ.) ήδη από το 2000! Σοβαρή κριτική έχει δεχτεί επίσης η επιλογή της περιστασιακής χρηματοδότησης των Φορέων Διαχείρισης, κάτι που επηρέασε ουσιαστικά την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Έχοντας αυτά υπόψη, εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι η υφιστάμενη προσέγγιση για τη διαχείριση μιας προστατευόμενης περιοχής είναι η πλέον δόκιμη. Θεωρούμε δε λανθασμένη την προσέγγιση του παρόντος σχεδίου νόμου. Η ανάθεση της διαχείρισης ουσιαστικά σε έναν μη κρατικό κεντρικό μηχανισμό δεν ανταποκρίνεται ούτε στην κοινωνική ουτε στη διοικητική πραγματικότητα της χώρας. Η πλειονότητα των προστατευόμενων περιοχών της χώρας περιλαμβάνει εκτάσεις στις οποίες ασκείται πληθώρα δραστηριοτήτων όλων των τομέων της οικονομίας. Πολλές από αυτές τις δραστηριότητες μάλιστα είναι επιθυμητό να διατηρηθούν, καθώς συμβάλλουν άμεσα ή έμμεσα και στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Οι φυσικοί φορείς αυτών των δραστηριοτήτων πρέπει όχι μόνο να έχουν λόγο στις αποφάσεις που τους αφορούν, αλλά και να μπορούν να συμβάλλουν στην υλοποίηση των επιμέρους σκοπών διατήρησης της βιοποικιλότητας με την τοπική γνώση του χώρου και των ανθρώπων. Αυτή η συνεχής, συχνά καθημερινή αλληλεπίδραση δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της συζήτησης μια φορά κάθε 5-6 έτη του Σχεδίου Διαχείρισης στο Περιφερειακό ή στο Δημοτικό Συμβούλιο. Η σύνθεση, οι αρμοδιότητες αλλά και η κοινή πείρα από τη λειτουργία των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων οδηγεί στην ασφαλή εκτίμηση ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ούτε φυσικά μπορεί να επιτευχθεί μέσω της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Άρθρου 35 η οποία δεν έχει καν γνωμοδοτική αρμοδιότητα. Η προτεινόμενη προσέγγιση δεν απαντά, επίσης, ούτε στα όποια προβλήματα συνεργασίας με τη διοίκηση, αφού η οι ΜΔΠΠ θα είναι υπηρεσίες ΝΠΙΔ και θα έχουν ανάγκη τις δημόσιες αρχές για πληθώρα δράσεων. > Υποστηρίζουμε συνεπώς ότι οι διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου θα πρέπει να αποσυρθούν και να αντικατασταθούν με άλλες που θα επιτρέπουν να διατηρηθεί και να μετεξελιχθεί περαιτέρω το υφιστάμενο σύστημα διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών που στηρίζεται στους Φορείς Διαχείρισης ΠΠ, με μέτρα όπως τα παρακάτω: > Μετεξέλιξη των υφιστάμενων ΦΔ σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με την ίδια με σήμερα σύνθεση Διοικητικού Συμβουλίου. Έτσι οι ΦΔ θα μπορέσουν να αποκτήσουν ορισμένες ουσιαστικές αρμοδιότητες (π.χ. αδειοδοτήσεις). Η μετεξέλιξη θα δημιουργήσει υπηρεσιακή συνέχεια, θα επιτρέψει την κινητικότητα του προσωπικού, θα δημιουργήσει προϋποθέσεις συσσώρευσης εμπειρίας και θα μειώσει το φόρτο εργασίας των κεντρικών υπηρεσιών του ΥΠΕΝ. > Ενίσχυση της εποπτικής λειτουργίας της αρμόδιας διεύθυνσης του ΥΠΕΝ σε ό,τι αφορά την προστασία και διαχείριση των προστατευτέων αντικειμένων και περιοχών και τα διοικητικά θέματα των ΦΔ. Αναβάθμιση της Επιτροπής Φύση 2000, με διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη, ώστε να διατηρήσει και να επεκτείνει την επιστημονική εποπτεία και τον συντονισμό του έργου των ΦΔ σε συνεργασία με τις αρμόδιες κρατικές αρχές. Διασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης των δράσεων των ΦΔ από τον κρατικό προϋπολογισμό. > Να αναλάβει τη φύλαξη, που είναι θεμελιώδες ζήτημα για τις ΠΠ, η Δασική Υπηρεσία. Αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα με διεύρυνση των αρμοδιοτήτων, επαρκή και κατάλληλη στελέχωση των Δασικών Υπηρεσιών και επαρκή αύξηση των διαθέσιμων πόρων (εξοπλισμό και χρηματοδότηση).