• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 4 Σεπτεμβρίου 2020, 09:19

    ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο επιχειρεί διαφόρων επιπέδων μεταβολές στη χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία, μερικές από τις οποίες έχουν θετικό περιβαλλοντικό πρόσημο, ενώ αρκετές χρήζουν απόσυρσης ως περιβαλλοντικά επιβαρυντικές. Σε μεγάλο βαθμό επίσης το νομοσχέδιο διατηρεί τη φιλοσοφία και προσέγγιση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, ενώ δεν καταφέρνει εκείνες τις ρηξικέλευθες αλλαγές που θα προσφέρουν την απαραίτητη γενναία βελτίωση του συστήματος χωρικής διακυβέρνησης, της διαφάνειας της δημόσιας διοίκησης, της πάταξης της πολεοδομικής και περιβαλλοντικής αυθαιρεσίας, αλλά βεβαίως και της ισονομίας και ασφάλειας δικαίου. Κατ’ αρχήν επισημαίνεται ότι απουσιάζει η αναγκαία επιστημονική μελέτη τεκμηρίωσης των προτεινόμενων αλλαγών, αντικείμενο της οποίας θα ήταν ο εντοπισμός των προβλημάτων τεχνικού και διοικητικού χαρακτήρα που έχουν εντοπιστεί κατά τη διαμόρφωση και -κυρίως- κατά την υλοποίηση του συστήματος σχεδιασμού, η διατύπωση εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισης των εν λόγω προβλημάτων και η τεκμηρίωση των βέλτιστων επιλογών. Θα μπορούσε επίσης να θέτει ειδικότερους στόχους για την αλλαγή του νομικού πλαισίου, εξειδικεύοντας τον γενικό σκοπό. Η έλλειψη μίας τέτοιας μελέτης δυσχεραίνει ιδιαιτέρως τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας των προτεινόμενων διατάξεων ως προς τον δηλούμενο σκοπό, ενώ συγχρόνως δεν συνάδει με τις αρχές της ορθολογικής προσέγγισης και της διαφάνειας που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν τη διαμόρφωση του κεντρικού νομικού πλαισίου. Συναφής αλλά και συμπληρωματική ως προς το περιεχόμενο μίας τέτοιας απαραίτητης τεκμηρίωσης, είναι και η απουσία της προαναφερόμενης προκαταρκτικής ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης. Σύμφωνα με το άρθ. 61 του νόμου 4622/2019 για το επιτελικό κράτος, κάθε νομοσχέδιο που τίθεται σε δημόσια διαβούλευση συνοδεύεται από προκαταρκτική Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης. Η ανάλυση συμπεριλαμβάνει την (προφανώς προκαταρκτική) αιτιολογική έκθεση του άρθρου 74 παράγραφος 1 του Συντάγματος, «η οποία πρέπει ιδιαιτέρως να συμπεριλαμβάνει τον εντοπισμό και οριοθέτηση του προβλήματος που η ρύθμιση επιδιώκει να επιλύσει, τη διατύπωση συγκεκριμένων σαφών και χρονικά οριοθετημένων και κατά το δυνατόν μετρήσιμων, στόχων που επιδιώκονται με τη ρύθμιση και τους λόγους για τους οποίους δεν είναι δυνατή η επίτευξή τους χωρίς την ύπαρξη αυτής». Το αρχείο που παρέχεται στη διαβούλευση με τον τίτλο «Αιτιολογική Έκθεση επί του σχεδίου νόμου ‘Εκσυγχρονισμός της Χωροταξικής και Πολεοδομικής νομοθεσίας’» εξαντλείται σε απλή και εξαιρετικά γενικόλογη αναφορά μερικών από τις μεταβολές που προωθούνται, δίχως όμως να παρέχει οποιαδήποτε ουσιώδη πληροφορία για την αναγκαιότητα της ρύθμισης, το πρόβλημα που αντιμετωπίζεται με αυτήν, δεδομένα που συντείνουν στη μεταβολή και περιγραφή της ίδιας της ρύθμισης και των αλλαγών που επιφυλάσσει. Στις θετικές ρυθμίσεις που επιχειρεί το νομοσχέδιο, ως σημαντικότερες εντοπίζονται οι εξής: - Περιορισμός της εκτός σχεδιασμού δόμησης, ενός από τα σημαντικότερα και διαχρονικά άλυτα προβλήματα που υποβαθμίζουν βάναυσα την ελληνική φύση, ενώ παράλληλα επιβαρύνουν με ανυπολόγιστο κόστος την ελληνική οικονομία, λόγω της ανάγκης εξυπηρέτησης των οικισμών που αναφύονται άναρχα και χωρίς κανέναν σχεδιασμό. Οι σχετικές όμως διατάξεις κρίνονται ανεπαρκείς, καθώς στην πράξη διατηρείται το δικαίωμα για εκτός σχεδίου δόμηση, με δυνητική ενίσχυση της παρόδιας δόμησης. - Πρόβλεψη περιβαλλοντικού τέλους για τις εκτός σχεδίου οικοδομικές άδειες. - Πρόβλεψη για υποχρεωτική υπαγωγή των κατηγοριών 1 και 2 σε διαδικασία προέγκρισης οικοδομικής άδειας, με επίσης υποχρεωτικό κατά τη νέα διαδικασία έλεγχο νομιμότητας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ασάφεια περιβάλλει το καθεστώς των αδειών, μελετών και εγκρίσεων που με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν υπάγονται στο στάδιο της προέγκρισης, και οι οποίες εκ του θεσμικού τους πλαισίου εκφεύγουν οποιουδήποτε ουσιαστικού ελέγχου. Τέτοιες είναι τα σχέδια διαχείρισης αποβλήτων και οι μελέτες πυρασφάλειας. - Βελτίωση της ιεράρχησης των επιπέδων χωροταξικού σχεδιασμού και ίδρυση οργάνου επίλυσης προβλημάτων στον χωρικό σχεδιασμό (ΚΕΣΥΧΩΘΑ). Στα ιδιαίτερα προβληματικά σημεία του νομοσχεδίου περιλαμβάνονται τα εξής: - Μεγάλο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσης του χωροταξικού σχεδιασμού, λόγω των νέων αλλαγών. - Η αφαίρεση του παράκτιου χώρου από το θεσμικό πλαίσιο για τη θαλάσσια χωροταξία, δίχως πρόνοια για το πώς θα επιτευχθεί η ικανοποίηση της πρόνοιας της οδηγίας 2014/89/ΕΚ ότι «η διαδικασία θα πρέπει να συνεκτιμά τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας». - Η διατήρηση των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων στο επίπεδο του περιφερειακού σχεδιασμού. Η ανάγκη για οικοσυστημική και γεωγραφικά αδιάσπαστη προστασία του θαλάσσιου χώρου κατά τη γνώμη μας επιβάλλει την αναβάθμιση των θαλάσσιων χωροταξικών στο επίπεδο του ειδικού χωροταξικού. - Αύξηση της δυνατότητας δόμησης στις ΠΟΤΑ. Ο τουρισμός εμφανίζεται ως ο πλέον ωφελημένος κλάδος από το νομοσχέδιο, χωρίς να τεκμηριώνεται η ανάγκη των προτεινόμενων γενναιόδωρων ρυθμίσεων και της αναμενόμενης πολεοδομικής επιβάρυνσης. - Δεν επιχειρούνται καν οι μεγάλες τομές στην κλιματική θωράκιση της χώρας, όπως η προστασία κρίσιμων οικοσυστημάτων ως φυσικών λύσεων για αντιμετώπιση κλιματικών καταστροφών. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα αποφεύγει συστηματικά να κυρώσει το Πρωτόκολλο «για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών της Μεσογείου» (Απόφαση Συμβουλίου 2009/89/ΕΚ), είναι πλέον απαραίτητη η εφαρμογή των προνοιών του, με πρώτη και πλέον επείγουσα τη θέσπιση αδόμητης ζώνης τουλάχιστον 100 μ. από τη γραμμή του αιγιαλού για κάθε νέα κατασκευή. ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' – ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Με το κεφάλαιο Α του σχεδίου νόμου εισάγονται αλλαγές στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο (ν.4447/2016) προς εξυπηρέτηση του σκοπού που διατυπώνεται στο παρόν άρθρο 1, ο οποίος είναι «η απλούστευση και επιτάχυνση της διαδικασίας κατάρτισης, αναθεώρησης και τροποποίησης χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων κάθε επιπέδου, καθώς και η διασαφήνιση των μεταξύ τους σχέσεων». Σε γενικές γραμμές, το νομοσχέδιο διατηρεί τη φιλοσοφία και προσέγγιση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, ενώ συγχρόνως επιχειρούνται στοχευμένες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις με ποικίλο εύρος και σημασία. Αναμφίβολα, κατά την τελευταία δεκαετία, η χώρα υπομένει μια διαρκή μεταβολή του συστήματος χωρικού σχεδιασμού (το παρόν σχέδιο νόμου αποτελεί την τέταρτη στη σειρά μεταβολή του συστήματος σε συνέχεια των ν. 2508/1997, 2742/1999, 4269/2014, και 4447/2016, ενώ υπήρξαν και πολλές ακόμα τροποποιήσεις με μικρότερο εύρος). Επιπρόσθετα, υφίσταται την ιδιαίτερα ελλιπή και αναποτελεσματική εφαρμογή του (όποιου) συστήματος χωρικού σχεδιασμού, καθώς όχι μόνο παρατηρείται σωρεία προβλημάτων εφαρμογής, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται σε επιστημονικές μελέτες και στη νομολογία (και αποτελεί συσσωρευμένη και άτυπη γνώση των σχετικών επιστημόνων και στελεχών της διοίκησης), αλλά δεν έχει ουδέποτε και καταλλήλως αξιολογηθεί η ίδια η εφαρμογή τόσο της καθαυτής πολιτικής χωρικού σχεδιασμού όσο και των εργαλείων της (πλαίσια και σχέδια), παρά μόνο κατά περίπτωση. Είναι δε προφανές ότι η συνεχής μεταβολή του νομικού πλαισίου, σε συνδυασμό με τις εκτενείς χρονικές περιόδους που απαιτούνται για την εφαρμογή του, κάθε άλλο παρά διευκολύνουν μια τέτοια παρακολούθηση, αξιολόγηση και προσαρμογή του συστήματος. Με βάση τα παραπάνω, καθίσταται προφανές ότι η πλέον επιτακτική ανάγκη για το σύστημα χωρικού σχεδιασμού είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών από την αρμόδια αρχή για εφαρμογή του σχεδιασμού, σε αντίθεση με την αναμόρφωση του γενικού νομικού πλαισίου. Με άλλα λόγια, αυτό που ελλείπει δεν είναι άλλος ένας νόμος για τη χωροταξία και την πολεοδομία, αλλά η αποτελεσματική και προσαρμοστική εφαρμογή του νόμου. Κατ’ αυτή την έννοια, στο παρόν σχέδιο νόμου αντικατοπτρίζεται για άλλη μια φορά η προθυμία της αρμόδιας αρχής για τη διαμόρφωση της γενικής πολιτικής χωρικού σχεδιασμού και όχι για μία στοχευμένη ενίσχυση της ουσιαστικής εφαρμογής του σχεδιασμού προς εξυπηρέτηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Τέλος, και όπως θα διαφανεί στον κατ’ άρθρο σχολιασμό που ακολουθεί, στον βαθμό που προβλήματα εφαρμογής μπορούν να επιλυθούν με δέουσες προσαρμογές του γενικού νομικού πλαισίου, είναι αμφίβολο κατά πόσο οι προτεινόμενες εδώ αλλαγές στο ισχύον νομικό πλαίσιο μπορούν να επιτελέσουν αυτόν τον σκοπό με σαφήνεια, αμεσότητα και αποτελεσματικότητα.