• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 4 Σεπτεμβρίου 2020, 11:50

    Με το σημερινό καθεστώς, οι οικοδομικές άδειες κατηγοριών 1 και 2 «εκδίδονται ύστερα από έλεγχο της αρμόδιας Υ.ΔΟΜ.» (άρθ. 38 παρ. 2, περ. (α) και (β) ν. 4495/2017). Μάλιστα, η νομοθεσία προσδιορίζει ότι ο έλεγχος περιλαμβάνει «έλεγχο της πληρότητας των δικαιολογητικών που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 40, του τοπογραφικού, του διαγράμματος κάλυψης καθώς και των αποδεικτικών καταβολής των οφειλόμενων εισφορών και κρατήσεων του έργου υπέρ του Δημοσίου και του ΕΦΚΑ του ιδιοκτήτη για την έκδοση της οικοδομικής άδειας» [άρθ. 38 παρ. 2 περ. (α), όπως συμπληρώθηκε με το άρθ. 34 παρ. 21 ν. 4546/2018]. Για τις ίδιες κατηγορίες αδειών, η προέγκριση είναι προαιρετική (άρθ. 35 παρ. 1 ν. 4495/2017). Η προέγκριση είναι η «πιστοποίηση του δικαιώματος έκδοσης οικοδομικής άδειας και την εφαρμογή κατά το χρόνο ισχύος της, των πολεοδομικών διατάξεων και πολεοδομικών μεγεθών της (δόμηση, κάλυψη, ύψος), που ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσης της προέγκρισης….με την επιφύλαξη της εξασφάλισης και υποβολής των απαιτούμενων εγκρίσεων» (άρθ. 28 περ. (γ) ν. 4495/2017). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προέγκριση χορηγείται μόνο με την υποβολή των δικαιολογητικών του άρθ. 35 παρ. 5 ν. 4495/2017 (όπως ισχύει) (κυρίως τοπογραφικό διάγραμμα, διάγραμμα κάλυψης, τίτλο ιδιοκτησίας και πρόσφατο πιστοποιητικό ιδιοκτησίας, αποδεικτικά στοιχεία νομιμότητας και τεχνική έκθεση), και όχι τον πλήρη κατάλογο δικαιολογητικών και εγκρίσεων που απαιτείται για την έκδοση οικοδομικής άδειας (πρβλ. Άρθ. 40 παρ. 1 και παρ. 2 ν. 4495/2017). Το νομοσχέδιο αλλάζει τη σχέση μεταξύ προέγκρισης και οικοδομικής άδειας. Είναι καταρχήν θετικό ότι τώρα η προέγκριση είναι τώρα υποχρεωτική για τις κατηγορίες αυτές (άρθ. 45 νομοσχεδίου), και περιλαμβάνει «αποδεικτικά στοιχεία νομιμότητας των υφιστάμενων κτισμάτων». Ωστόσο, τώρα η οικοδομική άδεια εκδίδεται «αυτόματα» «ύστερα από την ηλεκτρονική υποβολή» των υπόλοιπων δικαιολογητικών (άρθ. 47 νομοσχεδίου), και απαλείφεται κάθε αναφορά σε «έλεγχο» των δικαιολογητικών από την αρμόδια ΥΔΟΜ. Κατά συνέπεια, και με δεδομένο ότι η «αυτόματη» έκδοση ολοκληρώνεται χωρίς ανθρώπινη παρεμβολή, δεν φαίνεται να προβλέπεται πλέον κανενός είδους προληπτικός έλεγχος των δικαιολογητικών που είναι απαραίτητα για την έκδοση της οικοδομικής άδειας, αλλά δεν περιλαμβάνονται στην προέγκριση. Ο μόνος έλεγχος που προβλέπεται πλέον, και από το ισχύον καθεστώς και από το νομοσχέδιο, είναι ο ex post δειγματοληπτικός έλεγχος του 30% των οικοδομικών αδειών, και ο έλεγχος σε περίπτωση καταγγελίας (πρβλ. άρθ. 38 ν. 4495/2017, όπως ισχύει). Το νομοσχέδιο αποδυναμώνει το ισχύον καθεστώς με έναν ακόμα τρόπο. Το άρθ. 35 παρ. 6 ν. 4495/2017, όπως προτείνεται να αντικατασταθεί, ορίζει ότι «η προέγκριση της οικοδομικής άδειας ή άδειας αναθεώρησης χορηγείται ...αφού καθορισθούν από την αρμόδια Υ.ΔΟΜ. οι απαιτούμενες μελέτες και εγκρίσεις που πρέπει να κατατεθούν για την έκδοση της οικοδομικής άδειας…». Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή αναγορεύει τις ΥΔΟΜ σε «κριτή» των εγκρίσεων που απαιτούνται. Δεν είναι ο ρόλος των ΥΔΟΜ να αποφανθούν για το τύπο και το περιεχόμενο των απαιτούμενων μελετών και εγκρίσεων, και ειδικά αυτών που απορρέουν από το περιβαλλοντικό δίκαιο, και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι ΥΔΟΜ έχουν τη σχετική τεχνογνωσία. Όσο για τις άδειες, μελέτες και εγκρίσεις που εκφεύγουν οποιουδήποτε ουσιαστικού ελέγχου (και αποτελούν απλώς input για «αυτόματη έκδοση» ενός εγγράφου), μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί ότι είναι όλες εκείνες οι άδειες, μελέτες και εγκρίσεις που απαιτούνται για την προστασία της υγείας και την ύπαρξη σύγχρονων και ασφαλών κτιρίων, και βιώσιμων οικισμών. Εδώ εμπίπτουν η μελέτη υδραυλικών εγκαταστάσεων και αποχετεύσεων και η μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας - που είναι ζωτικής σημασίας για το περιβάλλον και την ασφάλεια των κτιρίων, και το σχέδιο και ο φάκελος ασφάλειας και υγείας του έργου. Εδώ περιλαμβάνονται και τα στοιχεία για τη διαχείριση των αποβλήτων (ΣΔΑ) -μία πρόσφατη, πολύ θετική προσθήκη του νόμου (άρθ. 89 παρ. 2 ν. 4695/2020)- η οποία στερείται νοήματος, αν η νομοθεσία καταργεί οποιονδήποτε προληπτικό (ή μη) έλεγχο. Οι περισσότερες από τις ελλείψεις αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν ούτε από τον έλεγχο ορθής εκτέλεσης της οικοδομικής άδειας (άρθ. 44 ν. 4495/2017). Τέλος, εδώ περιλαμβάνονται και διάφορες άλλες εγκρίσεις, που προβλέπονται κυρίως από το περιβαλλοντικό δίκαιο: όσο και αν, όπως προαναφέρθηκε, αυτές δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των ΥΔΟΜ, η διοίκηση είναι ενιαία, και προφανείς ελλείψεις (όπως η έλλειψη περιβαλλοντικής αδειοδότησης) θα πρέπει να υποδεικνύονται και από τις ΥΔΟΜ, και να παρεμποδίζουν την έκδοση της οικοδομικής άδειας. Για όλα τα παραπάνω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι «από τις διατάξεις της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων,...περί του τρόπου και της διαδικασίας εκδόσεως οικοδομικών αδειών... προκύπτει ότι με αυτές, πέραν της προστασίας του γενικού συμφέροντος, προστατεύονται και ατομικά δικαιώματα και ιδίως το δικαίωμα σε ανέγερση οικοδομής που πληροί τις προϋποθέσεις ασφαλούς διαβιώσεως .... Εξ αιτίας δε του προστατευτικού σκοπού των διατάξεων αυτών, η τήρηση των κανόνων που τίθενται με αυτές δεν εναπόκειται μόνο στη βούληση και την τεχνική επάρκεια των ιδιωτών μελετητών, αλλά εντάσσεται στη σφαίρα ευθύνης και των αρμόδιων πολεοδομικών υπηρεσιών, που στελεχώνονται από προσωπικό που διαθέτει τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις για να ελέγξει την επακριβή τήρησή τους….» (ΣτΕ Α΄ τμ. 4409/2015, σκ. 12η, ΣΤΕ 1396-7/2014, σκ. 12η). Η κρίση αυτή, που διατυπώνεται στην νομολογία που αναπτύχθηκε για την τραγική περίπτωση της RICOMEX, παραμένει επίκαιρη και την επαύριο των πρόσφατων φυσικών καταστροφών. Παρεμπιπτόντως, η νομολογία αυτή καταδεικνύει ότι η «αυτόματη» έκδοση αδειών δεν είναι βέβαιο ότι θα απαλλάξει το δημόσιο από την αστική του ευθύνη, στην απευκταία περίπτωση ατυχημάτων ή καταστροφών.